Στις 27-29 Ιανουαρίου, ο Όμιλος μετάΒΑΣΗ για τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, το Eteron-Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσαν συνέδριο, με θέμα «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας». Μεταξύ των πολλών καλών εισηγήσεων που μεταδόθηκαν διαδικτυακά, θεωρήσαμε ως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και χρήσιμη για την εφημερίδα μας αυτήν που έκανε ο «παλιός» (αν και πολύ νέος σε ηλικία) σύντροφος και φίλος Γιώργος Ιωαννίδης, με τον προκλητικό τίτλο «Φόροι και εισοδήματα στην Ελλάδα: η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας ή απλά λούφα και παραλλαγή;». Στην επικοινωνία μαζί του, προκειμένου να εξετάσουμε πώς θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε όσα ωραία τον ακούσαμε να λέει στο συνέδριο, ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να μας στείλει μια σύνοψη της μεγάλης και πλούσιας σε στοιχεία επιστημονικής του ανακοίνωσης, την οποία δημοσιεύουμε σήμερα χωρίς να την σχολιάσουμε (κάτι που πολύ θα θέλαμε να κάνουμε), γιατί αυτό επιτάσσει ο χώρος που έχουμε στη διάθεσή μας. Άλλωστε, η πολύ καλή γραφή και η αυστηρή επιστημονική τεκμηρίωση του κειμένου δίνει τη δυνατότητα στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες της «Εποχής» να βγάλουν, αν θέλουν, τα δικά τους πολιτικά συμπεράσματα. Αυτό, όμως, που κυρίως έχει σημασία είναι ότι το συγκεκριμένο άρθρο μπορεί να ανοίξει μια συζήτηση μεταξύ των αριστερών, που θα τους βοηθήσει να αξιολογήσουν την ρητορική αλλά και τις προγραμματικές προτάσεις των διαφόρων κομμάτων στο κρίσιμο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό θέμα της φορολογίας, αποφεύγοντας την ιδεολογική παγίδα του περιβόητου «μεσαίου χώρου».
Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι οικονομολόγος. Εργάζεται στο Τμήμα Μελετών του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου και διδάσκει Οικονομικά της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Χ.Γο.
Λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, υπήρχαν τρεις διαπιστώσεις που αποτελούσαν κοινό τόπο σε ό,τι αφορά το φορολογικό σύστημα στην χώρα: α) πως το ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα οφείλεται κυρίως στο σκέλος των εσόδων, δεδομένου ότι οι δημόσιες δαπάνες κινούνταν πέριξ του μέσου όρου της ευρωζώνης και του ΟΟΣΑ, σε αντίθεση με τα δημόσια έσοδα τα οποία υπολείπονταν σημαντικά, β) πως η συμμετοχή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα τη δυσανάλογη επιβάρυνση των φτωχότερων νοικοκυριών, και γ) πως η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από εκτεταμένα φαινόμενα φοροδιαφυγής και απόκρυψης εισοδημάτων, με αποτέλεσμα τη σημαντική διαφυγή φορολογικών εσόδων, αλλά και την αδυναμία ορθής στόχευσης των παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένας από τους σημαντικότερους άξονες παρεμβάσεων των μνημονίων ήταν η αναδιάταξη του φορολογικού συστήματος. Τι αλλαγές προκάλεσαν αυτές οι παρεμβάσεις στα αποτελέσματά του;
Τότε που «δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα»
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η ελληνική οικονομία εισήλθε σε μια περίοδο ισχυρής και παρατεταμένης ανάπτυξης. Από το 1994 έως και το 2008, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 61% όταν η αντίστοιχη μεταβολή από το 1976 έως και το 1994 ήταν μόλις 28%, ενώ οι μέσες καθαρές απολαβές των μισθωτών αυξήθηκαν κατά 39% έναντι αύξησης μόλις 2% την περίοδο 1975-1994. Ταυτόχρονα, τα έτη από το 1994 έως το 2008 συνιστούν μια περίοδο διαρθρωτικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας (κυριαρχία των υπηρεσιών, ισχυρή αύξηση της μισθωτής εργασίας, υποχώρηση της αυτοαπασχόλησης, ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων έναντι των μικρών, είσοδος μεταναστών, άνοιγμα της οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό, απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είσοδος στο ευρώ κλπ.). Δεδομένων των παραπάνω, εμφανίζεται ως παράδοξο το γεγονός ότι η δομή του φορολογικού συστήματος και τα οικονομικά αποτελέσματά του μεταβληθήκαν μόνο οριακά.
Σε ό,τι αφορά τα φορολογικά έσοδα, η περίοδος 1995-2008 χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους. Κατά την πρώτη (1995-2000), κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής ήταν η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης που θα επέτρεπε τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη. Τότε, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν σταδιακά από 19,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 23,2% το 2000 με τα ¾ της αύξησης να προέρχονται από τη φορολογία επί των κερδών των επιχειρήσεων. Αυτή όμως η αύξηση ήταν συγκυριακή. Μετά την ένταξη στην ευρωζώνη (2001) παρατηρήθηκε μια εξίσου ταχεία αποκλιμάκωση των φορολογικών εσόδων με ένα μοτίβο αντιστρόφως ανάλογο της προηγούμενης αύξησης. Μεταξύ 2000 και 2008, τα έσοδα από τους φόρους επί των κερδών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) μειώθηκαν από 4,0% σε 2,1%, ενώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση της οικονομίας μειώθηκε από 23,2% σε 20,8%.
Δύο πηγές επέτρεψαν τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Η ποσοτική διεύρυνση της φορολογικής βάσης λόγω της ενίσχυσης της απασχόλησης (μεταξύ 1995 και 2008 ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε περίπου κατά ένα εκατομμύριο άτομα) και η βελτίωση των δυνατοτήτων νέου δανεισμού. Η μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους μεταξύ 1994 και 2005 αυξήθηκε από 1,6 σε 10,5 έτη, ενώ το μέσο μακροχρόνιο ονομαστικό επιτόκιο μειώθηκε από 20,7% σε 3,6%. Ωστόσο, παρά την ισχυρή ανάπτυξη και την δυνατότητα φτηνότερου δανεισμού, το δημόσιο χρέος συνέχισε να κινείται σταθερά πέριξ του 100% του ΑΕΠ καθ’ όλη την περίοδο 1995-2008. Στο μέτρο που διασφαλιζόταν η επαρκής χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, το πλεόνασμα της οικονομικής μεγέθυνσης δεν χρηματοδότησε τη μείωση του δημόσιου χρέους αλλά την μείωση των φορολογικών συντελεστών και την ανοχή της φοροδιαφυγής. Η υλική βάση της εκτεταμένης παραοικονομίας βρισκόταν αφενός σε αντικειμενικούς λόγους, όπως το μεγάλο μέγεθος της αυτοαπασχόλησης, η κυριαρχία των πολύ μικρών επιχειρήσεων και η διευρυμένη χρήση χάρτινου χρήματος στις συναλλαγές, και αφετέρου σε λόγους που συνδέονται με την πολιτική οικονομία του δημοσιονομικού προβλήματος. Οι «πρωταθλητές της φοροδιαφυγής» στηρίζονταν στην υπερεκπροσώπησή τους στις θέσεις εξουσίας1 και στην κοινωνική αποδοχή αυτής της πρακτικής από σημαντική μερίδα του πληθυσμού. Μολονότι δεν κέρδιζαν όλοι το ίδιο, αυτοί που κέρδιζαν δεν ήταν λίγοι. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Καπλάνογλου και Ράπανος, η δομή των φορολογικών εσόδων προσομοίαζε περισσότερο με εκείνη μιας αναπτυσσόμενης παρά μιας ανεπτυγμένης οικονομίας: σχετικά χαμηλό συνολικό ύψος φορολογικών εσόδων, με το σημαντικότερο τμήμα τους να προέρχεται από έμμεσους φόρους.2
Ανάπτυξη χωρίς επιχειρηματίες, αλλά με πλούσιους μισθωτούς
Η απόκλιση (από τον μέσο όρο της ευρωζώνης) των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ, που διατηρήθηκε καθ’ όλη την περίοδο 1995-2008, άρχισε να μειώνεται μετά το 2009 λόγω των φορολογικών μέτρων των μνημονίων. Το 2014, η διαφορά εκμηδενίστηκε και από το 2016 έως και το 2019, τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα ήταν πλέον υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ). Η χρόνια υστέρηση των εσόδων …θεραπεύτηκε, όμως με λάθος συνταγή, αφού η σύγκλιση οφειλόταν αποκλειστικά στην αύξηση των εσόδων από τους έμμεσους φόρους τα οποία εκτινάχθηκαν από 11% του ΑΕΠ το 2008 σε 17% το 2010 (με τον μέσο όρο της ευρωζώνης να είναι περίπου 13%). Αντίθετα, τα έσοδα από άμεσους φόρους (εισοδήματος και πλούτου) παρέμειναν κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Έτσι, κατά το 2021 στην ευρωζώνη οι έμμεσοι φόροι συνεισέφεραν περίπου το ήμισυ των φορολογικών εσόδων, ενώ στην Ελλάδα συνεισέφεραν τα 2/3 αυτών των εσόδων. Με δύο λόγια, το σύνολο σχεδόν της δημοσιονομικής προσαρμογής στο σκέλος των εσόδων προήλθε από την αύξηση των έμμεσων φόρων. Από τα παραπάνω προκύπτει ως ένας αναγκαίος άξονας μεταρρύθμισης η μείωση του ειδικού βάρους των έμμεσων φόρων. Όμως, αν δεν υπάρξουν αλλαγές και στη δομή του φόρου εισοδήματος θα επιδεινωθούν ακόμα περισσότερο οι κοινωνικές ανισότητες.
Είναι προφανές πως το ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων επηρεάζεται από την γενικότερη κατάσταση της οικονομίας. Όντως, την περίοδο ανάπτυξης (2003-2009) τα δηλωθέντα εισοδήματα αυξήθηκαν σημαντικά (+46,2%), την περίοδο της κρίσης (2010-2014) μειώθηκαν εξίσου σημαντικά (-32,5%), ενώ από το 2015 και μετά, που η οικονομία σταθεροποιήθηκε, τα δηλωθέντα εισοδήματα διαμορφώθηκαν πέριξ των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος με ελαφρά τάση αύξησης. Το 2020, το σύνολο των δηλωθέντων εισοδημάτων ήταν κατά 9,8% υψηλότερο σε σχέση με το 2014, εξακολουθούσε όμως να είναι μικρότερο από το αντίστοιχο του 2010 κατά 22,7%.
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως οι παραπάνω μεταβολές των επιμέρους κατηγοριών εισοδήματος ακολουθούν περίπου παράλληλη πορεία με μία εξαίρεση, το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα που μετά το 2011 εμφανίζει εικόνα κατάρρευσης. Το 2020 δηλώθηκαν εισοδήματα μόλις 3,4 δις ευρώ έναντι 13,2 δισ. το 2011, δηλαδή μείωση ίση με 74,5% (βλ. Σχήμα 1). Εάν η παχιά γραμμή με τις τελείες (δηλωθέντα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα αντιστοιχούσε σε πραγματικά εισοδήματα δεν θα υπήρχε τρόπος να διαγνώσουμε το τέλος της οικονομικής κρίσης του 2008.
Σχήμα 1: Μεταβολή δηλωθέντων εισοδημάτων ανά πηγή προέλευσης (2003=100)
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Στατιστικών Δελτίων Φορολογικών Δεδομένων της ΑΑΔΕ ετών 2002-2020
Το κρίσιμο στοιχείο είναι πως η εμμένουσα μείωση των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με την μεταβολή όλων των άλλων μακροοικονομικών μεγεθών. Για παράδειγμα, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων το 2019 ήταν κατά 15,5% αυξημένος σε σχέση με το 2016. Όμως, την ίδια περίοδο, το δηλωθέν εισόδημα των «επιχειρηματιών» μειώθηκε κατά 20%. Επίσης, από το 2015 έως το 2019 η καταναλωτική δαπάνη της οικονομίας αυξήθηκε κατά 4,3%, τα δηλωθέντα εισοδήματα από μισθούς αυξήθηκαν κατά 9%, ενώ τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα μειώθηκαν κατά 33%. Εν κατακλείδι, δεν υπάρχει καμία οικονομική ή θεσμική αιτία που να δικαιολογεί την έκταση της μείωσης των δηλωθέντων εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά την περίοδο της κρίσης, αλλά και την εμμένουσα μείωση τους μετά την κρίση. Τα παραπάνω αποτελούν ισχυρή ένδειξη πως η φοροδιαφυγή όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αντιθέτως αυξήθηκε σημαντικά. Όμως, αυτή δεν αποτελεί τη μόνη ένδειξη. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του 2020, περίπου το 74% του εισοδήματος που δήλωσαν τα πλούσια νοικοκυριά (εισόδημα άνω των 200.000 ευρώ κατ’ έτος) προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες (Σχήμα 2). Υπάρχουν τόσοι πολλοί υψηλόμισθοι στην ελληνική οικονομία;
Σχήμα 2: Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ως ποσοστό του δηλωθέντος εισοδήματος μείον το εισόδημα προερχόμενο από τόκους, μερίσματα ή την αλλοδαπή.
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Στατιστικών Δελτίων Φορολογικών Δεδομένων της ΑΑΔΕ ετών 2002-2020
Φόροι και ο ανάποδος σοσιαλισμός
Εάν κάποιος δεν γνωρίζει τα ελληνικά πράγματα και δη την δομή των φορολογικών εσόδων θα θεωρήσει πως η χώρα διαθέτει το ισχυρότερο αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα στον κόσμο∙ το πλουσιότερο 20% των φορολογούμενων επωμίζεται το 80% του συνολικού φορολογικού βάρους, ενώ το πλουσιότερο 10% επωμίζεται το 60% του φόρου εισοδήματος. Αυτό όμως είναι μια οφθαλμαπάτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020, προκειμένου ένα νοικοκυριό να συμπεριληφθεί στο πλουσιότερο 10% έπρεπε να δηλώνει 39.000 ευρώ, ενώ με ετήσια εισοδήματα άνω των 25.000 ευρώ κατατασσόταν στο πλουσιότερο 20%. Είναι προφανές πως η συνέχιση (αποδοχή) της παραπάνω κατάστασης θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στην δημοσιονομική ισορροπία. Η απάντηση που δόθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ήταν μια φορολογική δομή που παράγει μια «αποδεκτή κατάσταση» ως προς το ύψος των εσόδων χωρίς να χρειάζεται να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή. Έτσι, με στόχο την είσπραξη των ελάχιστων αναγκαίων δημόσιων εσόδων, οικοδομήθηκε σταδιακά ένα σύστημα διατάξεων που περιλαμβάνει τεκμήρια δαπανών και διαβίωσης, αντικειμενικές αξίες κ.ο.κ. Ωστόσο, αυτή η φορολογική αρχιτεκτονική έχει ως μόνιμη συνέπεια την επιδείνωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Πίνακας 1: Φορολογούμενο εισόδημα ως ποσοστό του δηλωθέντος εισοδήματος
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Στατιστικών Δελτίων Φορολογικών Δεδομένων της ΑΑΔΕ ετών 2002-2020
Στον Πίνακα 1 αποτυπώνεται το φορολογούμενο (τεκμαρτό) εισόδημα ως ποσοστό του δηλωθέντος εισοδήματος τις περιόδους 2003-2010, 2011-2019 και το 2020. Το πάνω τμήμα του πίνακα αναφέρεται στο σύνολο των φυσικών προσώπων, ενώ το κάτω τμήμα αναφέρεται σε εκείνα τα άτομα που δεν έχουν εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις. Όπως βλέπουμε, πριν την οικονομική κρίση (2003-2010) η απόκλιση του τεκμαρτού εισοδήματος με το δηλωθέν ήταν μικρή (1,3%). Ωστόσο, κατά την περίοδο 2011-2019 αυξήθηκε σημαντικά με αποτέλεσμα τα φτωχότερα νοικοκυριά να φορολογηθούν βάσει ενός τεκμαρτού εισοδήματος που ήταν 33,7% υψηλότερο από αυτό που είχαν δηλώσει. Την ίδια στιγμή, όσοι δήλωναν εισόδημα έως 10.000€ που δεν προέρχεται από μισθούς, φορολογήθηκαν βάσει ενός τεκμαρτού εισοδήματος που ήταν 145,7% υψηλότερο από αυτό που δήλωσαν. Αυτό είναι το κόστος της φοροδιαφυγής για τους μή μισθωτούς με πραγματικό χαμηλό εισόδημα. Νέοι που εργάζονται με το μπλοκάκι, αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, μικροί επιχειρηματίες με εισοδήματα έως είκοσι χιλιάδες ευρώ πλήρωναν φόρο που αντιστοιχούσε σε ένα εικονικό εισόδημα 20% έως και 46% υψηλότερο σε σχέση με το πραγματικό. Η λογική των τεκμηρίων πλήττει δυσανάλογα εκείνους-ες με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα.
Αντί επιλόγου
Το ότι οι μνημονιακές παρεμβάσεις αύξησαν σημαντικά την φορολογική επιβάρυνση είναι κοινός τόπος. Όμως, η ενίσχυση των έμμεσων φόρων, οι αλλαγές στα τεκμήρια φορολόγησης και οι θεσμικές αλλαγές (π.χ. μείωση του αφορολόγητου και κατάργηση μιας σειράς φοροαπαλλαγών κοινωνικού χαρακτήρα) επιβάρυναν κυρίως τα νοικοκυριά με εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις και τα νοικοκυριά με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα από ελευθέρια επαγγέλματα.
Το κυριότερο είναι πως οι πολιτικές που προκρίθηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης είχαν ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της φοροδιαφυγής. Σε αντίθεση μάλιστα με αυτό που συχνά αναπαράγεται, η φοροδιαφυγή φαίνεται να είναι συγκεντρωμένη σε επαγγελματικές ομάδες με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και ισχυρή εκπροσώπηση στο πολιτικό σύστημα. Ενδεικτικά, οι Αρβανίτης, Morse και Τσουτσούρα εκτίμησαν πως το μέσο ύψος των αδήλωτων ετήσιων εισοδημάτων ανέρχεται σε 32.548 ευρώ στα ιατρικά επαγγέλματα, 30.979 ευρώ στις νομικές υπηρεσίες, 29.565 ευρώ στους μηχανικούς και 20.349 ευρώ στους δημοσιογράφους.3 Σχεδόν το σύνολο των μελετών επιβεβαιώνει πως κατά την περίοδο της κρίσης η φοροδιαφυγή αυξήθηκε. Σύμφωνα με την πλέον συντηρητική πρόβλεψη, η απόκρυψη εισοδήματος από επιχειρηματική και αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα μεταξύ 2015 και 2020 ανέρχεται σε τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ, ποσοστό που συνεπάγεται απώλεια φορολογικών εσόδων από 1,8 έως 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι πως η έκταση της φοροδιαφυγής δεν μειώθηκε μετά το πέρας της κρίσης. Αντιθέτως υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Η φοροδιαφυγή μετατράπηκε ξανά σε μηχανισμό πλουτισμού, όχι επιβίωσης. Οι αιτίες που την ισχυροποίησαν μπορεί αρχικά να ήταν οικονομικές, αλλά η διατήρηση αυτών των πρακτικών δεν σχετίζεται με τις οικονομικές συνθήκες. Μπορούμε να αναμένουμε αύξηση της φοροδιαφυγής σε μια περίοδο κρίσης, αλλά τελικά αυτός ο δρόμος δεν είναι διπλής κατεύθυνσης. Τα πράγματα δεν θα διορθωθούν μόλις αποκατασταθούν συνθήκες οικονομικής ομαλότητας, τουλάχιστον όχι αυτόματα, όχι χωρίς την ενεργό δημόσια παρέμβαση.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις
1. Σύμφωνα με την online βάση δεδομένων του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) socioscope.gr, από το 1996 έως και το 2019 το ποσοστό των βουλευτών που είναι είτε δικηγόροι, είτε ιατροί, είτε μηχανικοί κυμαίνεται από 45% έως 60% του συνόλου των βουλευτών. Εξαίρεση αποτελούν οι κοινοβουλευτικές περίοδο 2012 και 2015 (β’ εκλογές) που το ποσοστό αυτών των επαγγελμάτων κινείται πέριξ του 37%.
2. Kaplanoglou G. & V. T. Rapanos (2013) Tax and Trust: The Fiscal Crisis in Greece, South European Society and Politics, 18:3, 283-304
3. Artavanis A., Morse A. and Tsoutsoura M. (2015) Measuring Income Tax Evasion Using Bank Credit: Evidence from Greece, The Quarterly Journal of Economics, 131(2): 739–798.