«La gare Saint-Lazare», Claude Monet (1840-1926), 1877
Με το σοκ και την οργή να κυριαρχούν, για λίγες στιγμές βρίσκω καταφύγιο στην αναπόληση: Το τρένο είναι μακράν το αγαπημένο μου μέσον μεταφοράς παρότι, στην Ελλάδα, οι ευκαιρίες που μου δίνονται να το χρησιμοποιώ είναι μηδαμινές. Έχοντας συμβιβαστεί με την ιδέα ότι αποκλείεται να ταξιδέψω με τον υπερσιβηρικό γιατί και στις πιο σύντομες διαδρομές του η τιμή του εισιτηρίου είναι απαγορευτική, προσδοκώ σύντομα να επιστρέψω στα διευρωπαϊκά ταξίδια, ελπίζοντας ότι θα έχουν απομείνει κάποιες απλές ταχείες και, κυρίως, τα τοπικά αργόσυρτα τρένα που συνδέουν μεταξύ τους τα χωριά και τις μικρές πόλεις μιας περιοχής. Τα πολύωρα ταξίδια και οι σύντομες διαδρομές με τα τοπικά τρένα έχουν το κοινό ότι πιάνεις πολύ πιο εύκολα κουβέντα με τους επιβάτες. Στα πρώτα, ακριβώς γιατί είσαι πολλές ώρες μαζί, συνήθως σε ένα κουπέ που δίνει την αίσθηση πιο ιδιωτικού χώρου αλλά και με την ελευθερία να κινείσαι σε όλον το συρμό, στις δεύτερες γιατί πιθανότατα είσαι ο μόνος/η ταξιδιώτης/τισσα που δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι και σε ρωτούν από πού είσαι, πώς σου φαίνονται τα μέρη τους, τους ρωτάς κι εσύ… Δεν θυμάμαι ποιος ποιητής της γενιάς των μπιτ είχε χρησιμοποιήσει νοσταλγικά την έκφραση όταν ο κόσμος ήταν ο κόσμος, εξηγώντας ότι, όταν κάποιος διένυε μια απόσταση την εποχή που είχε προηγηθεί των αεροπλάνων και των γρήγορων ταχυτήτων, είχε αντίληψη των αποστάσεων, την αίσθηση της μετακίνησης, συνεπώς του μεγέθους του κόσμου.
«Τα τρένα –ή μάλλον οι σιδηροτροχιές πάνω στα οποία κινούνταν– αντιπροσώπευαν την κατάκτηση του χώρου. [...] Η κατάκτηση του χώρου οδήγησε αναπόδραστα στην αναδιοργάνωση του χρόνου [...]. Τον προνεωτερικό κόσμο τον καθόριζε ο χώρος, τον κόσμο που τον διαδέχτηκε τον όριζε ο χρόνος» γράφει ο Tony Judt στο βιβλίο του «Η δόξα των σιδηροδρόμων»[1]. Αν τα τρένα αφορούν τη μεταφορά των ανθρώπων, για πρώτη φορά σε μεγάλες ομάδες, «η πιο ορατή ενσάρκωσή τους, το σημαντικότερο δημόσιο μνημείο τους ήταν στατικό: οι σιδηροδρομικοί σταθμοί –ιδιαίτερα οι μεγάλοι τερματικοί σταθμοί– έχουν μελετηθεί για τη σημασία των πρακτικών επιπτώσεων τους: ως φορείς οργάνωσης του χώρου, ως καινοτόμα μέσα για τη συγκέντρωση και διακίνηση ανθρώπων σε πρωτοφανείς αριθμούς». Επίσης, ως χώροι που ψυχαγωγούν και παρατείνουν την παραμονή των πελατών εκεί με την «υπόσχεση» μιας πρωτότυπης εμπειρίας, μιας περιπέτειας.
Οι συρμοί και οι σταθμοί υπήρξαν αγαπημένα θέματα των ιμπρεσιονιστών, καθώς ζωγράφοι, όπως ο Ντεγκά και ο Μονέ, αρνήθηκαν τα παραδοσιακά και σπουδαία θέματα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, των ηρώων και της Ιστορίας, στρέφοντας το βλέμμα τους στο παρόν και την καθημερινότητα, στους ανθρώπους που περπατούν στα μπουλβάρ, στα πάρκα, στη μεταμόρφωσή τους με την αλλαγή του φωτός. Στο έργο του «Ο σταθμός Σαιν Λαζάρ», ο Μονέ απεικονίζει την άφιξη των τρένων στις ράγες, τους επιβάτες στις αποβάθρες του σταθμού ενώ, ανάμεσα στους καπνούς, αχνοφαίνονται στο βάθος τα ψηλά κτίρια αλλά αναδεικνύεται και το μεταλλικό και γυάλινο σκέπαστρο του σταθμού, ως ένα τεχνολογικός καθεδρικός ναός, όπως χαρακτήρισε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και ο Judt.
Για τους Φουτουριστές η κίνηση και η ταχύτητα αντιπροσώπευαν τον δυναμισμό των πόλεων. Σε μια σειρά πινάκων, ο Ουμπέρτο Μποτσόνι αποτυπώνει τις ψυχικές καταστάσεις των επιβατών, τη χαρά της συνάντησης, τη θλίψη του αποχαιρετισμού. Ένα σύγχρονο έργο που μου έχει δώσει μεγάλη ευχαρίστηση είναι η Άννα Καρένινα, όπως την αποτύπωσε, και την σώζει, η ναΐφ ζωγράφος Σοφία Καλογεροπούλου. Η πρωταγωνίστρια είναι τυλιγμένη με το ζεστό παλτό της και το τρένο βρίσκεται στα πόδια της με τη μορφή παιχνιδιού.
Αρκετές οι ταινίες που διαδραματίζονται στο τρένο και είναι μεταφορές από βιβλία:
Στη Μοιραία Συνάντηση (Le train, 1973), του Πιερ Γκρανιέ Ντεφέρ, από το βιβλίο του Ζορζ Σιμενόν «Το τραίνο»[2], με πρωταγωνιστές τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Ρόμι Σνάιντερ, ένας παντρεμένος τεχνικός ραδιοφώνων και μια κυνηγημένη τσέχα Εβραία, συναντώνται και ζουν μια ιστορία πάθους, σε ένα τρένο γεμάτο φυγάδες, όταν η Γερμανία εισβάλλει στη Γαλλία.
«Μοιραία συνάντηση» (Le train, 1973)
Στο Τρένο για την Κωνσταντινούπολη (Stambul train 1962,) από το ομώνυμο βιβλίο (1932) του Γκράχαμ Γκριν, γυναίκες και άντρες ταξιδεύουν με το Όριαν Εξπρές από την Οστάνδη στην Κωσταντινούπολη, όπου πολιτική, έρωτες και δολοφονίες συμπλέκονται.
Στο Όριαν Εξπρές διαδραματίζεται και το πιο διάσημο ίσως βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι, μια ιστορία δίκαιης εκδίκησης, με τον Ηρακλή Πουαρό να λύνει το μυστήριο και να επιλέγει την επίσημη αιτιολογία του φόνου. Με πιο επιτυχημένη μεταφορά στην οθόνη αυτή σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Λιούμετ (1974) και πρωταγωνιστές διάσημους ηθοποιούς, τους Άλμπερτ Φίνεϊ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Λόρεν Μπακόλ, μεταξύ πολλών άλλων. Πολλές ιστορίες της Άγκαθα Κρίστι διαδραματίζονται σε τρένα κι έχουν μεταφερθεί στην οθόνη, όπως το επίσης γνωστό Μπλε τρένο.
Στο εξαιρετικό «Ο άγνωστος του εξπρές» (Stranger on a train, 1951) του Άλφρεντ Χίτσκοκ από το βιβλίο της Πατρίτσια Χάισμιθ, δυο άγνωστοι ανταλλάσσουν φόνους, προσφέροντας έτσι άλλοθι ο ένας στον άλλον.
«Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (North by Northwest, 1959)
Όμως, το αγαπημένο μου θρίλερ, «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (North by Northwest, 1959), του Χίτσκοκ και αυτό, συνδυάζει τέλεια τα χαρακτηριστικά στοιχεία του σκηνοθέτη: αγωνία, ρομάντζο και χιούμορ. Ένα κατασκοπευτικό και ερωτικό θρίλερ «παρεξηγήσεων», με πολλές σκηνές τρένου. Εξάλλου, στα τελευταία πλάνα, όταν ο Γκάρι Γκραντ, στο όρος Ράσμορ, σώζει την Εύα Μαρί Σεντ που κρέμεται στο κενό κάτω από τις γιγάντιες μορφές των τεσσάρων προέδρων, με το αριστοτεχνικό μοντάζ, αυτή βρίσκεται ασφαλής στην αγκαλιά του Γκραντ, στο στενό κρεβάτι του κουπέ του τρένου!
Σημειώσεις
1. Tony Judt «H δόξα των σιδηροδρόμων», μτφ Κωστούλα Σκλαβενίτη, επίμ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, ΜΙΕΤ 2013.
2. George Simenon, «Το τραίνο», μτφ Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα, 2022