Στην τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Πουλαντζά, σε συνεργασία με την Prorata, για τη Νεολαία, τις συνήθειες, τις αντιλήψεις και την πολιτική της συμπεριφορά (διεξαγωγή το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου), το 58,6% των νέων 17-34 ετών απαντά πως δεν εμπιστεύεται καθόλου τα ΜΜΕ και το 34,4% τα εμπιστεύεται λίγο. Αρκετή εμπιστοσύνη εκφράζει μόνο το 6,2% και πολύ το 0,2%, ενώ το 52,9% προτιμά να ενημερώνεται από αναρτήσεις στα social media. Αυτές τις μέρες, στις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις που γίνονται για το εγκληματικό δυστύχημα στα Τέμπη, ακούγεται μεταξύ άλλων το γνωστό σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».
Η δημοσιογραφική ευθύνη
Και πώς να αντιπαρατεθεί κάποιος σ’ αυτά, αν αναλογιστεί τη στάση μερίδας δημοσιογράφων και μέσων κατά την κάλυψη της τραγωδίας; Πέραν της ανθρωποφαγίας και της επίρριψης όλων των ευθυνών στον σταθμάρχη, συγκαλύπτοντας όλους τους άλλους υπευθύνους, το κυριότερο δημοσιογραφικό σφάλμα είναι ότι τόσο καιρό που οι συνδικαλιστές των τρένων έβγαζαν δελτία Τύπου, έκαναν εξώδικα και προειδοποιούσαν για το δυστύχημα που έμελλε να γίνει, δεν κάναμε το χρέος μας και δεν αναδείξαμε (άλλοι καθόλου, άλλοι όχι όσο έπρεπε) το προδιαγεγραμμένο έγκλημα. Και αυτή είναι η δική μας ευθύνη. Μέσα στους σκοπούς της δημοσιογραφίας, ως λειτούργημα της δημοκρατίας, είναι ο έλεγχος της εξουσίας και το βήμα δημόσιου λόγου στους πολίτες, τους οποίους και πρέπει να υπηρετεί. Και δεν αρκεί ο έλεγχος της εξουσίας να γίνεται μόνο εκφέροντας κριτική στην ατζέντα που αυτή θέτει, αλλά αποτελεί δημοσιογραφικό χρέος και η διαμόρφωση της δημόσιας θεματικής ατζέντας με ανάδειξη ζητημάτων από τα «κάτω», που περιθωριοποιούνται, αγνοούνται ή/και αποκρύπτονται από τους ιθύνοντες.
Στοχοποίηση των κινητοποιήσεων
Σαν να μην έφτανε αυτό, όμως, κάποιοι δημοσιογράφοι συνέχισαν και τις επόμενες μέρες –απροκάλυπτα– να δείχνουν πως καμία σχέση δεν έχουν με το λειτούργημα και μέλημά τους δεν είναι η υπεράσπιση της κοινωνίας, αλλά της κυβέρνησης. Το είδαμε όταν μιλούσαν για «απαράδεκτες» απεργίες και κινητοποιήσεις μέσα στο πένθος, σαν ο σεβασμός στους νεκρούς να μπορεί να αποδοθεί με προβαρισμένες θλιμμένες φάτσες, μαύρα ρούχα και μαύρα φιογκάκια στα λόγκο των καναλιών και όχι από την έμπρακτη απαίτηση να παρθούν τώρα (χθες) μέτρα για να μην ξαναμετρήσουμε νεκρούς και να αποδοθούν ευθύνες στους πραγματικούς υπαίτιους.
Το είδαμε, επίσης, όταν από αυτές τις μαζικότατες συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας, επέλεξαν να δείξουν πλάνα, να μιλήσουν και να εστιάσουν σε μεμονωμένες καταστροφές, αντί για το πλήθος κόσμου, τα αιτήματά του και τις απρόκλητες επιθέσεις των αστυνομικών σε βάρος του. Κάποιοι, μάλιστα, σε σχετική τους αρθρογραφία, στη μεγαλύτερη συγκέντρωση των τελευταίων πολλών χρόνων, της Τετάρτης, είδαν «ομάδες που δεν συνιστούν πλήθος», που η πλειονότητα απαξιεί για την κοινότοπη οργή τους. Ο εν λόγω γράφοντας έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τους απεργούς (συγκεκριμένα τους δασκάλους) για κουλτούρα αναξιοκρατίας, η οποία είναι υπεύθυνη για το δυστύχημα. Άλλος πάλι έγραφε για «κραυγές χωρίς περιεχόμενο», «οργή δίχως σκέψη», αλλά και για τη χιλιοειπωμένη καραμέλα της «ταλαιπωρίας του κόσμου» από τους απεργούς στα ΜΜΜ, που δεν έχουν λόγο να ξεσηκώνονται, αφού ανήκουν σε άλλα μέσα μεταφοράς και όχι στον σιδηρόδρομο! Το οξύμωρο είναι πως στην ίδια εφημερίδα έχει φιλοξενηθεί ρεπορτάζ που έγραφε για τους κινδύνους ασφαλείας και στο μετρό...
Ξέπλυμα της κυβέρνησης
Πολύ περισσότερο, όμως, φάνηκε το ποιους επιλέγουν να υπηρετούν μερικοί δημοσιογράφοι από τις διακοπές στον λόγο συνδικαλιστών όταν μιλούσαν για την ευθύνη της κυβέρνησης και πώς παλαιότερα λειτουργούσαν τα συστήματα ασφαλείας και τις on air συμβουλές στον πρωθυπουργό για το πώς να διαχειριστεί το δυστύχημα, προτρέποντας να κάνει σύγκριση με την τραγωδία στο Μάτι. Έπειτα, μάλλον, πρέπει να έγινε αντιληπτό πως αν αυτό λεγόταν απευθείας από κυβερνητικά χείλη, θα ήταν εκλογικά αποκρουστικό να κάνουν τον μπακάλη των καταστροφών, συγκρίνοντας πόσοι νεκροί ήταν στη μία και πόσοι στην άλλη. Γι’ αυτό, λοιπόν, έπιασαν δουλειά κάποιοι δημοσιογράφοι προς αυτή την κατεύθυνση κι έτσι διαβάζουμε τις τελευταίες μέρες άρθρα με τίτλους «Από το Μάτι έως τα Τέμπη» ή ρεπορτάζ για παλαιότερα σιδηροδρομικά δυστυχήματα, ώστε αφού δεν σώζεται το «αυτογκόλ» της κυβέρνησης –όπως χαρακτήρισε τους δεκάδες νεκρούς ο Πορτοσάλτε, νοιαζόμενος μόνο για τα εκλογικά ποσοστά της– τουλάχιστον να τους πάρει όλους το ποτάμι της κοινωνικής κατακραυγής. (Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η κυβέρνηση αχάριστη δεν είναι και στην κριτική που ασκήθηκε στον «δημοσιογράφο» για τη στάση του από την εκπομπή των Ράδιο Αρβύλα, έσπευσε προς δημόσια υπεράσπισή του ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης. Το ένα χέρι νίπτει το άλλο…).
Καλλιέργεια αποχής και απόσυρσης
Ακόμα, λοιπόν, και όταν ασκείται κριτική για τις πολιτικές ευθύνες του ζητήματος και δεν επιρρίπτεται όλο το βάρος στον σταθμάρχη, συχνά γίνεται με έναν συλλήβδην τρόπο, εξισώνοντας όλο το πολιτικό σύστημα, κάνοντας λόγο για «νεοελληνικές παθογένειες», κοινωνική κουλτούρα ανευθυνότητας κ.ο.κ. Όπως «όλοι μαζί τα φάγαμε» επί μνημονιών, αντίστοιχα όλοι μαζί σκοτώσαμε τους ανθρώπους στο τρένο στα Τέμπη, σύμφωνα με αυτή τη λογική (το είπε, άλλωστε, και ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο της Πέμπτης, «όλοι φταίμε»). Πέραν ότι αποτέλεσμα (και σκοπός για κάποιους) αυτής της άκριτης συνενοχής, είναι να ξεπλένονται οι πραγματικοί υπαίτιοι γιατί «όλοι ίδιοι είναι», καλλιεργείται, για ακόμη μια φορά, η αποχή των πολιτών από τη «σάπια» πολιτική και το αίσθημα ανημπόριας ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Όση αλήθεια κι αν εμπεριέχει το επιχείρημα ότι υπάρχουν διαχρονικές ευθύνες για τα προβλήματα ασφαλείας στους σιδηροδρόμους, και πάλι αυτά ταυτοποιούνται σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις, αντιλήψεις για τον δημόσιο τομέα, εργολαβικές πρακτικές κ.ά. Και η σιωπή, η απόσυρση στη θλίψη και η μη συμμετοχή του κόσμου, ώστε να κάνουν οι εκάστοτε «τεχνοκράτες» σωστά τη δουλειά τους –όπως ζητείται συνήθως εν συνεχεία του ρατσιστικού, μεταξύ άλλων, επιχειρήματος της «Ελλάδας-μπανανίας»– έχει αποδεχθεί πως όχι μόνο αποτελεσματικό δεν είναι, αλλά αντίθετα ακριβώς αφήνει κάθε δομή, υποδομή και θεσμό του κράτους ξέφραγκο αμπέλι.
Υπάρχουν ακόμα λειτουργοί
Για να μην υποπέσουμε και εμείς, όμως, στο ίδιο λάθος του τσουβαλιάσματος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι απέναντι σε αυτούς που δεν τιμούν το λειτούργημα της δημοσιογραφίας, υπάρχουν πολλοί άλλοι που κάνουν ερευνητικά ρεπορτάζ, αποκαλύπτοντας σκάνδαλα και κενά κράτους και μεγαλοϊδιωτικών συμφερόντων. Φωτορεπόρτερ που καλύπτουν τις συγκεντρώσεις και δέχονται κάθε φορά το μένος των δυνάμεων ασφαλείας με δακρυγόνα και βομβίδες κρότου λάμψης, ακόμα και πάνω στο σώμα τους. Αρθρογράφοι και δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική και θέτουν δύσκολα ερωτήματα στους πολιτικούς ιθύνοντες. Όπως έγινε, για παράδειγμα, και κατά τη συνέντευξη Τύπου του υπουργού Γ. Γεραπετρίτη, στα οποία, βέβαια, απέφυγε να απαντήσει (πχ για τις ευθύνες της ΕΕ και των μνημονίων για την κατάσταση των σιδηροδρόμων, για έγγραφα που δείχνουν ότι οι γραμμές υπολειτουργούν εδώ και καιρό κτλ). Ο υπουργός, μάλιστα, φανερά ενοχλημένος όταν οι ερωτήσεις δεν ήταν της αρεσκείας του, έφθασε στο σημείο να ζητήσει από τον δημοσιογράφο της ΕφΣυν να ανακαλέσει ερώτημά του.
Γιατί όσο κι αν υπάρχει αλητεία στη δημοσιογραφία, ο θεσμός παραμένει και απαραίτητος, αλλά και τρομακτικός για την εξουσία. Γιατί, αλλιώς, να απαγορευθεί η παρουσία δημοσιογράφων κατά την επίσκεψη του Γ. Γεραπετρίτη στο γραφείο τηλεδιοίκησης του ΟΣΕ;
Ενθαρρυντική, άλλωστε, είναι και η στάση της ΕΣΗΕΑ και της ΕΣΠΗΤ, που με ανακοίνωσή τους προέβησαν σε αυτοκριτική του κλάδου, με αφορμή την κάλυψη της είδησης, μιλώντας για «δομικά προβλήματα που μαστίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ». Ευελπιστούμε πως είναι το πρώτο βήμα από διεκδικήσεις που πρέπει να γίνουν στον κλάδο, ώστε να εξυγιανθεί, εξασφαλίζοντας συνθήκες εργασίας που θα καθιστούν δυνατή την ανεξαρτησία και τον επαγγελματισμό των δημοσιογράφων. Από κλαδικές συμβάσεις, αντί εργασία με μπλοκάκι και ανασφάλεια, και προσλήψεις βάσει προσόντων και όχι γνωριμιών, μέχρι σεμινάρια επιμόρφωσης/δεοντολογίας και αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των μέσων, ώστε να προωθείται η δημοσιογραφική έρευνα, αντί η αναπαραγωγή δελτίων Τύπου χωρίς διασταύρωση.