Το έγκλημα των Τεμπών ζει μέσα στον δημόσιο χώρο ως ένα σημείο πολλαπλών, έντονων, ακραίων συναισθημάτων. Ως μια διαρκής υπενθύμιση θρήνου, οργής, ξεσπάσματος και διεκδίκησης. Είναι τέτοιο το μέγεθος της τραγωδίας και μαζί τέτοια η κλίμακα του παραλόγου που δεν θα μπορούσε να συμβεί με διαφορετικό τρόπο. Οι πορείες, οι δημόσιες συζητήσεις, οι κουβέντες είναι ποτισμένες από τα συναισθήματα αυτά. Συναισθήματα που δεν είναι εκτονώσεις, που δεν στέκουν σε απόσταση από την πολιτική, δεν την απλουστεύουν, αλλά την συμπυκνώνουν. Είναι τα συναισθήματα αυτά που εξατομικεύουν το γεγονός, τον θρήνο, το έγκλημα, την τυφλή απειλή που νιώθει ο καθένας από τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Και ταυτόχρονα χτίζουν έναν δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι η διατύπωση μιας κοινής μοίρας κάτω από ένα πλέγμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Το συναίσθημα ως δημόσιο πολιτικό φορτίο είναι ο τρόπος μας να υπενθυμίζουμε πως υπάρχει ακόμα κοινωνία και πως όλοι εμείς παραμένουμε άνθρωποι.
Είναι τέτοιο το μέγεθος της απώλειας που δεν χωράει αποκλεισμούς. Το γεγονός μπορεί να αγγίξει τον οποιοδήποτε. Μοιάζει λογικό και μη διαπραγματεύσιμο. Όταν όμως αντιλαμβάνεσαι πως από την πλευρά των κυβερνητικών η έκφραση γίνεται για την καταγραφή των συναισθημάτων και μάλιστα με επικοινωνιακούς όρους, η πράξη αυτή είναι υβριστική. Είναι πρόκληση, εκμετάλλευση και κοροϊδία. Προστίθεται στις ευθύνες για το έγκλημα και αθροίζεται στο μέγεθος τους κυνισμού, δημιουργώντας έτσι ένα ατόπημα που διαρκώς μεγαλώνει.
Τα δημόσια δάκρυα του πρώην υπουργού Μεταφορών, όπως συνοδεύονταν από το ραβασάκι που του υπενθύμιζε τι να απαντήσει όταν οι δημοσιογράφοι επιμείνουν σε ερωτήσεις, το γεγονός της παραίτησής του συνοδευόμενο από την επιβεβαίωση πως θα συμμετέχει στις επόμενες εκλογές κανονικά, οι επικοινωνιακές οδηγίες προς τον πρωθυπουργό την ώρα των δηλώσεων από το σημείο του εγκλήματος (πιο κάτω το κεφάλι), το στημένο ύφος και η καθημερινή ενδυμασία στα διαγγέλματα, ο εν χορώ καταγεγραμμένος θρήνος στο υπουργικό συμβούλιο με τις κάμερες να καταγράφουν την κάθε λεπτομέρεια είναι πράξεις ακραία υβριστικές. Προς τους νεκρούς, αλλά μαζί και προς το σύνολο της κοινωνίας. Ο θρήνος είναι μια στιγμή ιερή στην ιδιωτικότητα της. Όταν περιφέρεται ώστε να διαφημίσει τον εαυτό της είναι ένα καρναβάλι ενοχής.
Η διαδοχή απίστευτα κυνικών δηλώσεων και προσπαθειών απόδειξης της συναισθηματικής εμπλοκής για επικοινωνιακούς λόγους δημιουργεί ένα μείγμα υποκρισίας που πολλαπλασιάζει την οργή εκθετικά. Η προσπάθεια καταγραφής του «ανθρώπινου λάθους» και η πλήρης ενοχοποίηση του σταθμάρχη ως μοναδικού υπαίτιου με φανατισμό από πολιτικούς και από τον δημοσιογραφικό μηχανισμό, τα «φταίμε όλοι», η δήλωση Γεωργιάδη πως η έλλειψη μέτρων ασφαλείας ήταν γνωστή και ταυτόχρονα δεν γινόταν να δημοσιοποιηθεί γιατί θα έφερνε απώλειες στην εταιρεία, το ξύλο στις πορείες και τα μέτρα ενάντια στο πλήθος που θρηνεί είναι ατοπήματα που δεν εξοργίζουν μόνο αυτοτελώς. Ταυτόχρονα, μετατρέπουν οποιαδήποτε συναισθηματική διατύπωση προηγήθηκε ή θα ακολουθήσει από τη μεριά της κυβέρνησης σε ένα ατελείωτο κυνικό ψέμα που έχει ως μόνο στόχο την αποφυγή των ευθυνών.
Η άθλια αυτή στάση έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη συσσώρευση όλο και περισσότερης οργής, αλλά την δημιουργία και εμπέδωση ενός κυνισμού που δεν έχουμε αντιμετωπίσει ξανά στη δημόσια σφαίρα. Είναι η ρωγμή ανάμεσα στην κοινωνία και την οργανωμένη πολιτική που με το καρναβάλι αυτό γίνεται χάσμα. Είναι η πλήρης απαξία προς το πολιτικό προσωπικό, τους θεσμούς, την ελάχιστη εμπιστοσύνη που απαιτείται ένας πολίτης να έχει προς την πολιτεία. Και αυτό είναι ένα ακόμη έγκλημα που προστίθεται στα υπόλοιπα εγκλήματα αυτής της κυβέρνησης.