Η Έλι Σλάιν, διαφωνώντας με τη νεοφιλελεύθερη στροφή του γραμματέα του Ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και μεταγενέστερα πρωθυπουργού, Ματέο Ρέντζι, αποχώρησε από το κόμμα. Μετά από εφτά χρόνια επιστρέφει και, μέσω ενός εκλογικού συστήματος δύο γύρων, κερδίζει τις εσωτερικές εκλογές και αναδεικνύεται πρώτη γυναίκα γραμματέας του κόμματος. Στον πρώτο γύρο, τα μέλη του κόμματος επιλέγουν τους δύο επικρατέστερους υποψήφιους και στον δεύτερο, ένα μεικτό εκλογικό σώμα μελών και μη μελών αναδεικνύει τον νικητή. Στην ανατροπή του αποτελέσματος του πρώτου γύρου, που επικράτησε ο εσωκομματικός αντίπαλος, Στέφανο Μπονατσίνι, καθοριστική υπήρξε η ψήφος των μη μελών, ανατρέποντας τα προγνωστικά και τροφοδοτώντας προβληματισμό σχετικά με την πολιτικο-ιδεολογική ορθότητα του συγκεκριμένου τρόπου εκλογής.
Μετά τις τελευταίες εκλογικές επιλογές συμμαχιών του γραμματέα Λέτα, που έφεραν άνευ κόπου την ακροδεξιά στην κυβέρνηση, και τις πρόσφατες περιφερειακές με αντίστοιχο αποτέλεσμα (π.χ. Λάτσιο), η ανάγκη ριζικού επαναπροσδιορισμού της πορείας του κόμματος και η αποσαφήνιση της ιδεολογικής του ταυτότητας κατέστη επιβεβλημένος μονόδρομος.
Η δεξιόστροφη πορεία του κόμματος και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές (ειδικά στον χώρο της εργασίας π.χ. Job Act) απομάκρυναν, περιθωριοποίησαν την αριστερή τάση και παράλληλα, «καθεστηκοποίησαν» τις οργανώσεις των μελών. Μόνο εξωτερικές «πολιτικές εισβολές» από τα πρώην μέλη, τους νεολαίους των κινημάτων και από τη διογκούμενη δεξαμενή των απεχόντων, που συνέχιζαν να αυτοπροσδιορίζονται στον πολιτικο χώρο της αριστεράς αλλα όχι στο κόμμα που την εκπροσωπούσε, μπορούσαν να ενδιαφερθούν και να εμπλακούν στο έργο της ανασυγκρότησης.
Η Έλι Σλάιν, έκφραση μιας κοσμοπολίτικης ριζοσπαστικοποιημένης αριστεράς (γεννημένη στην Ελβετία από ουκρανό - αμερικάνο πατέρα και ιταλίδα μητέρα, με καλές σπουδές στις ΗΠΑ, δια φυλετικές και φεμινιστικές θέσεις, ευρωβουλευτής, αντι-περιφερειάρχης στην «κόκκινη» Εμίλια Ρομάνα, μέλος του ιταλικού Κοινοβουλίου), κατάφερε να διαμορφώσει σε μικρό χρονικό διάστημα μια εκλογική δύναμη πυρός για να αντιμετωπίσει τον συστημικό, κομματικό συναγωνιστή Μπονατσίνι (περιφερειάρχη στην ίδια περιφέρεια).
Η νίκη της Σλάιν είναι «εσωτερικής και εξωτερικής» προέλευσης. Σύμφωνα με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Noto Sοndaggi μόνο το 50% όσων ψήφισαν είχε ψηφίσει στις πολιτικές εκλογές του 2022 το PD, ενώ το 22% είχε ψηφίσει Πέντε Αστέρια. Το 78% των υποστηρικτών της Σλάιν δεν είναι μέλη του PD και αντίστοιχα το 68% του Μπονατσίνι.
Όπως γράφει ο πολιτολόγος L. Zamponi, ένα μέρος του αριστερού εκλογικού σώματος, λόγω έλλειψης εναλλακτικών επιλογών, αποφάσισε να επιλέξει την πρόταση Σλάιν, εκφράζοντας προαίρεση για ριζοσπαστική αλλαγή στον μόνο διαθέσιμο και προσφερόμενο κομματικό πόλο, το PD.
Τα βασικά στοιχεία του προγράμματος ανέδειξαν με σαφήνεια, μετα από δεκαετίες, την αριστερή του διάσταση: διαρκή πάλη ενάντια σε όλες τις μορφές ανισοτήτων, στην επισφαλή εργασία, αγώνας για αξιοπρεπή εργασία, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (η Ιταλία δεν διαθέτει ακόμη), άμεση και αποφασιστική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων η Σλάιν δήλωωε: «Θα είμαστε δίπλα σε οσους υποφέρουν, είμαστε εδώ γι’ αυτούς! Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στους χώρους του αγώνα για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των πιο αδύνατων».
Το 2007, στο ιδρυτικό συνέδριο του PD στο Τορίνο, στο συνεδριακό κέντρο της απο-βιομηχανοποιημένης εθνικής βιομηχανίας «σοβιετικού τύπου» FIAT, εγκαινιάζεται από τον γραμματέα Βάλτερ Βελτρόνι η πορεία προσαρμογής του κόμματος σε συστημικό πόλο αναφοράς και στήριξης της νεοφιλελεύθερης μετατροπής της δυναμικής, αλλά με όρους ευρωπαϊκούς, ακόμη «επαρχιακής» ιταλικής βιομηχανίας. Το ειδύλλιο μετα-κομουνιστών και χριστιανοδημοκρατών που συγκροτούν ιστορικά το PD, αδυνατεί να παράξει στις νέες συνθήκες, νέες ιδέες και προγράμματα και εγκαταλείπεται στις επελαύνουσες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού, υπό την ηγεσία του Ματέο Ρέντζι.
Στην πορεία αυτή το PD χάνει την πολιτική του φυσιογνωμία και την εκπροσώπηση των παραδοσιακών υποστηρικτών (εργατική τάξη) και κοινωνικών συμμάχων (συνδικάτα) και αναδεικνύεται, σταδιακά, σε εκφραστή συμφερόντων άλλων κοινωνικών στρωμάτων (μέση και ανω κοινωνικοοικονομική τάξη) και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η προβληματική πολιτική των οριζόντιων κομματικών συμμαχιών των τελευταίων ετών δεν μπόρεσε να συγκροτήσει κοινούς σταθερούς τόπους συνάντησης με τα συνεχώς ελισσόμενα Πέντε Αστέρια του Κόντε, ούτε να αντιμετωπίσει τη διείσδυση στην εκλογική του βάση της ξενοφοβικής και λαϊκίστικης Λέγκας του Σαλβίνι και της ανερχόμενης «ρετουσαρισμένης» μεταφασιστικής δεξιάς της Μελόνι.
Τελικά, η εμμονική στήριξη στην «ατζέντα Ντράγκι που εγκαινιάζει και νομιμοποιεί την αποπολιτικοποίηση και την εκφύλιση του αξιακού ιδεολογικού δημοκρατικού λόγου, επιφέρει τo καθοριστικό κτύπημα στο PD. Ο δρόμος για την έκρηξη των ανισοτήτων, της υποχώρησης των δικαιωμάτων έχει ανοίξει διάπλατα με την κυβέρνηση Μελόνι.
Για το PD η ανασύνθεση των συμμαχιών για τη δημιουργία ευρύτερου και ισχυρού αντιπολιτευτικού μετώπου με τα Πέντε Αστέρια και η αναζωογόνηση της συνεργασίας με τα συνδικάτα (π.χ. CGIL) μπορεί να εμπλουτίσει και να ισχυροποιήσει τον νέο προγραμματικο λόγο απέναντι στη νεοφασιστική κυβέρνηση, αλλα και να προσφέρει στηρικτικά ερείσματα στη νέα γραμματέα.
Το κόμμα δέσμιο της μόνιμης επιδίωξης για κυβερνητική εξουσία και υπο το βάρος του αντιπολιτευτικού πρωταγωνιστικού του ρόλου, θα βρίσκεται διαρκώς και ταυτόχρονα κάτω από εσωτερικές φίλιες και εξωτερικές εχθρικές πιέσεις.
Η εξέλιξη των νέων ή επανακαμψάντων δυνάμεων (10.000 εγγραφές σε μία εβδομάδα) σε οργανωμένη συλλογική συμμετέχουσα βάση, είναι η απαραίτητή συνθήκη για την επιτυχία.
Η εξέλιξη των κομμάτων από διαμεσολαβητικούς οργανισμούς βάσης-ηγεσίας-εξουσίας σε «πλαστικούς» και ρευστούς χώρους αναφοράς (παράταξη big-tent), χαρακτηρίζει και αντανακλά τα σύνθετα προβλήματα εκπροσώπησης που οι συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού και μονιμοποίησης των κρίσεων παράγουν.
Η ανάδειξη της Σλάιν μετατοπίζει προς τα αριστερά την ιταλική πολιτική, ευνοώντας, ταυτόχρονα την ενδυνάμωση της ισχύος των οργανωμένων κινημάτων της αριστεράς.
Και όπως προκύπτει από τις τελευταίες εξελίξεις στον ευρωπαϊκό περίγυρο, ίσως όχι μόνο στην Ιταλία!