Περισσότεροι από 5.000 νόμοι από τη μεταπολίτευση και μετά. Ανάμεσα σε αυτούς, ως προς τα θέματα των προστατευόμενων περιοχών, τομή θεωρήθηκε –ειδικά για την εποχή του– ο νόμος 1650/1986 «Για την Προστασία του Περιβάλλοντος». Ο νόμος αυτός ακολούθησε τις σχετικές συνταγματικές επιταγές για την προστασία του περιβάλλοντος (Άρθρο 24 του Συντάγματος[1]), σύμφωνα με τις οποίες η «προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός». Το κράτος επομένως οφείλει να προβαίνει σε θετικές ενέργειες για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω των απαιτούμενων νομοθετικών, διοικητικών, προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, παρεμβαίνοντας στον βαθμό που απαιτείται και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Η φιλοσοφία του ν. 1650, περιλάμβανε την αξιακή προσέγγιση του φυσικού περιβάλλοντος και την ανάγκη προστασίας του, με προβλέψεις όπως: «Η φύση και το τοπίο προστατεύονται και διατηρούνται, ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, η αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, η ισορροπία και η εξέλιξη των οικοσυστημάτων, καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα ή η μοναδικότητά τους». «Περιοχές […] μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα προστασίας και διατήρησης λόγω της οικολογικής γεωμορφολογικής, βιολογικής επιστημονικής ή αισθητικής σημασίας τους».
Αντίστοιχη φιλοσοφία σε ευρωπαϊκό επίπεδο ακολουθείται στην Οδηγία για τους οικότοπους και τα είδη, την Οδηγία που προβλέπει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 το 1992 (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ). Η Οδηγία λοιπόν έχει σκοπό «τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος» και «διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος».
Η αναφορά στα παραπάνω διαφορετικού τύπου νομικά μέσα (Σύνταγμα, νόμος, ευρωπαϊκή Οδηγία) γίνεται για την αποτύπωση ενός βασικού σημείου. Καθορίζεται μια διαδικασία (ή οφείλει να) στην οποία προτεραιότητα έχουν τα βιολογικά, οικολογικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις των προς προστασία περιοχών, με στόχο τη διατήρησή τους και όχι η ανθρωποκεντρική προσέγγιση της θεώρησης του περιβάλλοντος ως υποδοχέα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων.
Μετά τον «εκσυγχρονισμό» της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και «την προς τα μπρος πορεία μας» το 2020[2] με τον νόμο 4685, στο προς ψήφιση την επόμενη εβδομάδα νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ, εκτός των άλλων ιδιαίτερα προβληματικών προβλέψεων για σειρά άλλων θεμάτων, ως προς τις προστατευόμενες περιοχές περιλαμβάνονται:
- Αποδέσμευση των γενικών κατηγοριών χρήσεων γης (που είχαν προστεθεί στο ΠΔ 59/2018 με το ν. 4685/2020) που αφορούν τις περιπτώσεις (i) Ζώνη απόλυτης προστασίας της φύσης (ii) Ζώνη προστασίας της φύσης (iii) Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών (iv) Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων. Οι παραπάνω ζώνες «επανέρχονται» ως επιλογές για τις προστατευόμενες περιοχές στην αρχική λογική του ν. 1650. Δεν καταργείται βέβαια στο άρθρο 1 (ΠΔ 59) η αναφορά στις ΕΠΜ, ούτε το άρθρο 14 (ΠΔ 59) που περιγράφει τις ειδικές χρήσεις γης για τις προστατευόμενες περιοχές, την εξειδίκευση δηλαδή των αντίστοιχων «γενικών χρήσεων» με σχεδόν αποκλειστικά «πολεοδομικού» χαρακτήρα ειδικότερες χρήσεις. Οπότε παραμένει μετέωρη ή έστω μη ολοκληρωμένη αυτή η αποδέσμευση.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη, παρόλο που αποδεικνύει την αρχικά λανθασμένη επιλογή της επιβολής πολεοδομικών εργαλείων για τα θέματα της διαχείρισης της φύσης, δεν σημαίνει ότι θα οδηγήσει σε ορθά αποτελέσματα ως προς τις ανάγκες των προστατευόμενων περιοχών. Κάθε άλλο κρίνοντας από τα υπόλοιπα περιεχόμενα του νομοσχεδίου. Μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί ως μη περιορισμός για οποιουδήποτε είδους χρήση γης ή οποιασδήποτε δραστηριότητας / έργου σε οποιαδήποτε προστατευόμενη περιοχή.
- Εισάγεται η πρόβλεψη ότι «στις ζώνες και υποζώνες αυτές λαμβάνονται επίσης υπόψη οι υφιστάμενες δραστηριότητες και η γειτνίαση με οικισμούς και υπάρχει μέριμνα για την εξυπηρέτηση των λειτουργιών που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πολεοδομικό ή οικιστικό χαρακτήρα των περιοχών αυτών οι αποφάσεις για την προστασία των περιοχών άνευ δρόμων, καθώς και οι κατευθύνσεις του περιφερειακού χωροταξικού πλαισίου της οικείας περιφέρειας και των ειδικών χωρικών πλαισίων». Η παραπάνω ρύθμιση επιβεβαιώνει την εσφαλμένη προτεραιότητα για την «εξυπηρέτηση των λειτουργιών που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πολεοδομικό ή οικιστικό χαρακτήρα των περιοχών» έναντι των βιολογικών, οικολογικών και περιβαλλοντικών απαιτήσεων των προστατευόμενων περιοχών.
- Εξαιρούνται από το πεδίο των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών «οι περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια» και οι περιοχές «οι οποίες βρίσκονται εντός οργανωμένων υποδοχέων παραγωγικών δραστηριοτήτων».
- Εξαιρούνται από το πεδίο των ΕΠΜ οι περιοχές που ενδεχομένως έχουν αναγνωριστεί ή οφείλουν να αναγνωριστούν ως οικολογικοί διάδρομοι, ή περιφερειακές ζώνες σε προστατευόμενες περιοχές, ανεξάρτητα από τη σημασία τους στη διατήρηση και προστασία των περιοχών. Εξαιρείται ακόμα και η μελέτη αυτών των περιοχών.
- Εισάγονται ιδιαίτερα προβληματικές ρυθμίσεις που αφορούν την υφιστάμενη κατάσταση. Η καθυστέρηση της θεσμοθέτησης και της οριοθέτησης δραστηριοτήτων στις προστατευόμενες περιοχές (από το 1986 του ν. 1650 ή από το 1998 της ενσωμάτωσης της Οδηγίας για τις περιοχές Natura 2000) δημιούργησε μια κατάσταση που τελικά δεν διαφοροποιείται από τις μη προστατευόμενες περιοχές. Οι νέες προβλέψεις θεωρούν τα αδειοδοτημένα έργα είτε αυτά λειτουργούν είτε όχι, αλλά ακόμα και αν αυτά δεν έχουν κατασκευαστεί, ως «υφιστάμενη» κατάσταση και απλά προβλέπονται διάφορες διαδικασίες για την «εύρυθμη» συνέχιση της λειτουργίας τους. Δεν υπάρχει αναφορά στο αν και πώς λειτουργούν, στο αν έχουν επιφέρει ή ενδέχεται να επιφέρουν βλάβη στην ακεραιότητα των οικοτόπων, στο αν έχουν προηγούμενες περιβαλλοντικές παραβάσεις και πώς τις αντιμετώπισαν κ.λπ.
Ξανά από την αρχή και με ημερομηνία λήξης
Με όλα τα παραπάνω, στην υποθετική περίπτωση που είχαμε τελικά θεσμοθέτηση κάποιων περιοχών, αυτές θα θύμιζαν περισσότερο ελβετικό τυρί με τις «τρύπες» του παρά συνεκτικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών. Η περίπτωση της θεσμοθέτησης είναι κυριολεκτικά υποθετική, με δεδομένο ότι οι αλλαγές του νομοσχεδίου αφορούν τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες που έχουν ανατεθεί από τον Ιανουάριο 2019 με στόχο την ολοκλήρωσή τους τον Ιούνιο του 2021 και σήμερα (2023) έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση 11 από τις 24, λογικά θα έχουν υποβληθεί στο αρμόδιο υπουργείο και οι υπόλοιπες, και με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αλλάζουν και πάλι οι προδιαγραφές τους και το περιεχόμενό τους. Ξανά από την αρχή λοιπόν…
Επίσης, στο νομοσχέδιο δεν εισάγεται κάποια ρύθμιση για την ουσιαστική θεσμοθέτηση της πρωτοβουλίας του ΥΠΕΝ για τα «Απάτητα Βουνά» ή αλλιώς των «περιοχών άνευ δρόμων». Η πρωτοβουλία αυτή περιορίζεται στην εφαρμογή μιας μεταβατικής διάταξης με όριο την ολοκλήρωση της θεσμοθέτησης μέσω Προεδρικών Διαταγμάτων, οπότε και θα πάψουν να ισχύουν οι σχετικές αποφάσεις, ή όταν συμπληρωθεί ο ανώτερος χρόνος (2 + 3 χρόνια). Όμως στα ΠΔ, ειδικά μετά τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, δεν υπάρχει πρόβλεψη να ενσωματωθούν οι περιοχές άνευ δρόμων. Πρόκειται για «προστασία» με ημερομηνία λήξης λοιπόν.
Στο νομοσχέδιο, από την άλλη πλευρά, εισάγονται σειρά άρθρων που αφορούν στόχους για την αποκατάσταση της φύσης. Βασίζονται στο σχέδιο Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Φύσης που βρίσκεται ακόμα σε διαπραγμάτευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η σπουδή για την ενσωμάτωση προβλέψεων που δεν είναι ακόμα οριστικές αλλά και έτσι και αλλιώς θα αφορούν Κανονισμό ΕΕ, δηλαδή δεσμευτικό για τα κράτη - μέλη νομικό κείμενο και άμεσα εκτελεστό.
Η μόνη λογική απάντηση σε αυτό είναι ότι ακόμα και η σημερινή πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, αντιλαμβανόμενη τα προβλήματα που θα προκαλέσουν οι ρυθμίσεις της για το φυσικό περιβάλλον, θεσμοθετεί την αποκατάσταση γιατί την προστασία την χάσαμε…