Η κατάρρευση της Silicon Valley ήταν αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης της τράπεζας, δηλαδή της αδιαφορίας των διευθύνοντων συμβούλων για τους κινδύνους που χτυπούσαν καμπανάκι και της αύξησης των επιτοκίων που εφαρμόστηκε από την FED ως λύση στην αύξηση του πληθωρισμού. Το δεδομένο είναι ότι πρόκειται για τη νιοστή χρηματοπιστωτική κρίση από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα. Το υπόδειγμα να σώζονται οι τράπεζες πρώτα καταρρέει ξανά. Μια συζήτηση με τον οικονομολόγο και καθηγητή Οικονομικών στο Πάντειο πανεπιστήμιο Κώστα Μελά για το τραπεζικό σύστημα και τα δύσβατα μονοπάτια στα οποία κινείται.
Διανύουμε μια εποχή που τα τραπεζικά συστήματα είναι εύθραυστα και γνωρίζουν αλλεπάλληλες κρίσεις. Τι συνέβη με την Silicon Valley Bank (SVB) στις ΗΠΑ και πόσο μας αφορά;
Το τραπεζικό σύστημα της Αμερικής είναι σαφέστατα λιγότερο ρυθμισμένο από το ευρωπαϊκό. Μια κρίση σαν αυτή της SVB δείχνει πάντως ότι η κατάσταση που υπάρχει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, εξακολουθεί να είναι εύθραυστη, όπως και ότι το καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και επειδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαχειρίζεται ένα προϊόν που είναι κατ’ ουσίαν πλασματικό, έχουμε από το ’90 και μετά αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αυτό είναι το πλαίσιο. Όσοι έχουν κοντή μνήμη και νομίζουν ότι με ορισμένες ρυθμίσεις θα μπορέσουν να θέσουν σε υποταγή τον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι γελασμένοι. Τώρα έχουμε την κρίση μιας τράπεζας, που οφείλεται στο πώς διαχειρίστηκε τα δικά της κεφάλαια, και υπάρχουν επίσης εξωτερικοί παράγοντες, που λόγω του τρόπου διαχείρισης των τραπεζών, επέδρασαν δραματικά και οδήγησαν αυτή την τράπεζα σε κατάρρευση. Η SVB βρέθηκε με πάρα πολλή ρευστότητα λόγω της πανδημίας, επειδή ήταν τράπεζα που ειδικευόταν σε δάνεια και καταθέσεις σε όλο το τεχνολογικό τομέα της Καλιφόρνια, και κυρίως δεχόταν καταθέσεις αυτών των επιχειρήσεων. Αυτά τα χρήματα επειδή δεν μπορούσε να τα κάνει δάνεια, καθώς οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες δεν πήγαιναν σε αυτήν, αλλά στις μεγάλες τράπεζες, εξαναγκαζόταν να βάλει τα χρήματα σε μακροχρόνια ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Δηλαδή δανειζόταν βραχυπρόθεσμα και τοποθετούσε μακροπρόθεσμα, ότι χειρότερο για ένα τραπεζικό ίδρυμα. Σε κάποιο σημείο λόγω της κρίσης στον τεχνολογικό τομέα των ΗΠΑ, αυτές οι επιχειρήσεις άρχισαν να μην έχουν τα έσοδα που είχαν προηγουμένως, ενώ είχαν και υποχρεώσεις που έπρεπε να αποπληρώσουν. Παράλληλα αυξήθηκαν και τα επιτόκια του αμερικανικού δημοσίου, αυξάνοντας τις υποχρεώσεις των τραπεζών. Οι καταθέτες άρχισαν να ζητάνε τα χρήματά τους για να μπορούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Η τράπεζα βρέθηκε στην κατάσταση που δεν είχε ρευστό (οι τράπεζες δεν έχουν ρευστό στα ταμεία τους, έχουν εργαλεία ρευστότητας που μπορούν να ρευστοποιήσουν). Είχε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και βγήκε να τα πουλήσει (21 δισ.), ενώ λόγω μείωσης των τιμών τους χρειάστηκε να τα πουλήσει με ζημία 1,8 δισ. - ενώ η χρηματιστηριακή αξία της τράπεζας ήταν 6 δισ. Και δεν μπόρεσε να βρει στην αγορά το 1,8 δισ. Αυτό έγινε γνωστό και οι καταθέτες άρχισαν να ζητάνε τα χρήματά τους. Είχαμε, έτσι, τη σύζευξη δύο γεγονότων: από τη μία, η κακή διαχείριση της τράπεζας, που οφείλεται ξεκάθαρα στο ότι το θεσμικό πλαίσιο δεν είχε προβλέψει αυτές τις καταστάσεις (οι πολλές καταθέσεις σε μια τράπεζα είναι πρόβλημα γιατί πρέπει να πληρώνει τόκους). Από την άλλη, η αύξηση των επιτοκίων που επιβλήθηκε προκειμένου να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών των ομολόγων.
Όταν λέμε κακή διαχείριση εννοούμε ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για αυτούς τους κινδύνους. Ένα μήνα πριν ο διευθύνων σύμβουλος είχε πουλήσει τις μετοχές του. Είναι ο τρόπος που έχει θεσμοθετηθεί να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα. Τι έγινε μετά; Παρενέβη το αμερικανικό δημόσιο, η Κεντρική Τράπεζα και ο οργανισμός ασφάλισης καταθέσεων, και σώθηκαν όλες οι καταθέσεις. Ήταν ασφαλισμένες ως τα 250.000 δολάρια, αλλά το 97% ήταν πάνω από αυτό το ποσό, διότι ήταν καταθέσεις επιχειρήσεων. Είναι πιθανό η αύξηση των επιτοκίων να προκαλέσει παρόμοιες καταστάσεις σε πολλές μικρές τράπεζες που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Είναι μια κρίση η οποία μπορεί να επεκταθεί. Πάντως το αποτέλεσμα είναι ότι εγκαταστάθηκε στο τραπεζικό σύστημα ένας πανικός, αλλά και μια έλλειψη εμπιστοσύνης που είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Εκδηλώθηκε με τη δραστική πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Έχω την εντύπωση ότι δεν θα έχουμε επιδράσεις άμεσα αρνητικές, διότι αυτή η τράπεζα δεν έχει διασυνδέσεις άμεσες όπως παλιά η Lehman Brothers. Όμως θα έχουμε εξάπλωση του πανικού –έμμεση επίδραση– που ήδη φαίνεται με την πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών και την κατάρρευση της ήδη προβληματικής ελβετικής τράπεζας Credit Suisse.
Σε αυτές τις διεθνείς συνθήκες, εμείς έχουμε άλλα προβλήματα, και άλλες πολιτικές σε ό,τι αφορά τις τράπεζες!
Στην Ελλάδα οι τράπεζες λειτουργούν σε άλλο πλαίσιο ρύθμισης: βγάζουν υπερκέρδη χωρίς να κάνουν τη δουλειά τους, τα δάνεια δεν είναι επαρκή, οι προμήθειες είναι υψηλές, εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και όχι τα συμφέροντα της οικονομίας.
Ενώ έχουμε ένα περιβάλλον με την παραγωγή να έχει καταρρεύσει, με τις επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης την προηγούμενη περίοδο, με την αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, η μόνη εξασφαλισμένη κερδοφορία είναι αυτή των τραπεζών. Πού μας οδηγεί αυτή η κατάσταση;
Μας οδηγεί σε ένα δύσκολο δρόμο, και κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί να διασώζονται μονίμως οι τράπεζες σε βάρος της κοινωνίας. Κάποια στιγμή πρέπει να εξασφαλιστούν στην κοινωνία οι εγγυήσεις που υπάρχουν τώρα για το τραπεζικό σύστημα. Στο ελληνικό δημόσιο έχει στοιχήσει πάνω από 50 δισ. ευρώ η διάσωση των τραπεζών από το 2008. Όλο το υπόδειγμα θέλει να σώζονται πρώτα οι τράπεζες. Γιατί να υπάρχουν τόσες πολλές ιδιωτικές τράπεζες, εκτός αν παράλληλα με τις δημόσιες, που πρέπει να υπάρχουν προφανώς, είναι απόλυτα ρυθμισμένες.
Το σημερινό καθεστώς πού οδηγεί την οικονομία;
Η ελληνική οικονομία είναι σε ένα δύσβατο μονοπάτι, έχει ένα δύσκολο μέλλον. Ψάχνοντας προσεκτικά όλα τα στοιχεία δεν βλέπει κανείς τίποτα από τα όσα λέγονται από τα κυβερνητικά χείλη, για θετικές προοπτικές. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε απόλυτα νούμερα, το ότι πέφτει ο λόγος προς το ΑΕΠ οφείλεται στον πληθωρισμό, το ιδιωτικό χρέος έχει αυξηθεί, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει φτάσει το 8,6 του ΑΕΠ, το οποίο καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί εξαγωγών και ανταγωνιστικότητας. Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι πιο χαμηλή από το 2019, η μεγέθυνση του ΑΕΠ έχει προέλθει από τα 50 δισ. που δαπανήθηκαν τα χρόνια της πανδημίας. Και από τη στιγμή που από το 2024 θα πάμε πάλι στους δημοσιονομικούς περιορισμούς που βάζει η ΕΕ η οικονομία θα πρέπει να παράγει πλεονάσματα 2%, με ρυθμό μεγέθυνσης 2% από μόνη της, χωρίς δηλαδή τους δημόσιους πόρους που σιγά σιγά αποσύρονται, ενώ η παραγωγική βάση της οικονομίας δεν μεταβάλλεται παρά το επίχρισμα της ψηφιοποίησης στον δημόσιο τομέα. Συνεχίζουμε να εξάγουμε τα προϊόντα που εξάγαμε το 2020, το 2010, το 2000 και το 1990. Τι μπορούμε να κάνουμε; Χρειάζονται κάποιοι που να έχουν μυαλά, αλλά μυαλά στο κεφάλι τους και όχι στο στόμα τους!