Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εν δυνάμει κίνημα, σε μία οργισμένη αντίδραση, σε ένα κύμα δυσαρέσκειας; Τι είναι αυτό που βιώνουμε τις τελευταίες βδομάδες, σε όλες τις πόλεις;
Είμαστε μπροστά σε ένα μεγάλο κύμα αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας, που απλώνεται σε όλη την Ελλάδα, από τα μεγάλα αστικά κέντρα μέχρι τις μικρές τοπικές κοινωνίες. Είναι η έκφραση μιας γενικευμένης δυσαρέσκειας, η οποία ήρθε να κορυφωθεί μετά το ατύχημα στα Τέμπη και τις εγκληματικές πολιτικές πράξεις και παραλείψεις που οδήγησαν στην απώλεια της ζωής τόσων ανθρώπων, που αγόρασαν αυτό το εισιτήριο προς τον θάνατο. Έχω την αίσθηση ότι εδώ και αρκετά χρόνια –κατά τη διακυβέρνηση της ΝΔ– μπορούσαμε να εντοπίσουμε ίχνη δυσαρέσκειας σε πολλές μερίδες της κοινωνίας, χωρίς όμως αυτή η δυσαρέσκεια να μετασχηματίζεται σε διαμαρτυρία και διεκδικητική δράση. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει τα Τέμπη ως ένα γεγονός που πυροδότησε υφιστάμενα παράπονα και μετέτρεψε τα συναισθήματα των ανθρώπων σε δημόσια, συλλογική διαμαρτυρία.
Είναι πολύ έντονη η παρουσία των νέων ανθρώπων, μαθητών κυρίως και φοιτητών, στις διαμαρτυρίες. Είμαστε μπροστά και σε ένα κύμα πολιτικοποίησης;
Σίγουρα. Αυτή η αίσθηση ότι η ζωή των νέων –αλλά και όχι μόνο των νέων– ανθρώπων βρίσκεται υπό διακινδύνευση σε αυτή τη χώρα, λειτουργεί παρακινητικά και για τη νεολαία και για άλλες μερίδες του πληθυσμού, ώστε να στραφούν προς την πολιτική. Καλώς ή κακώς, οι ζωές μας εξαρτώνται από τις πολιτικές αποφάσεις και τις πράξεις των κρατούντων. Υπό αυτή την έννοια, μια νέα γενιά που μέχρι πρότινος παρέμενε αφανής στον δημόσιο χώρο, πολιτικοποιείται.
Ανατράπηκε για μία ακόμα φορά η θεωρία για μια νεολαία αποπολιτικοποιημένη, το έχουμε βιώσει και στο πρόσφατο παρελθόν με τη «γενιά του φραπέ» ή τη «γενιά του καναπέ».
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Τη δεκαετία του ’60, πριν τον γαλλικό Μάη υπήρχαν αναλύσεις διανοουμένων που στρέφονταν απέναντι στη νεολαία της εποχής, κατακρίνοντάς την ως μια νεολαία ηδονιστική, στραμμένη στον καταναλωτισμό, που δεν ασχολείται με τα κοινά. Αυτή είναι μια επίκριση που συναντάμε στη διάρκεια πολλών δεκαετιών. Κατά καιρούς διαψεύδεται. Στην Ελλάδα διαψεύστηκε το 2008, την περίοδο των μνημονίων, κατά την προσφυγική κρίση με τη μαζική συμμετοχή των νέων στις δράσεις αλληλεγγύης προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Φαίνεται να διαψεύδεται και σήμερα, παρότι υπάρχουν πράγματι –σε παγκόσμιο επίπεδο– τάσεις εξατομίκευσης και απόσυρσης από τον δημόσιο χώρο και τη συλλογική δράση. Όμως, στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, η συλλογική δράση είναι πάντα μια διαθέσιμη οδός για την έκφραση των παραπόνων, της δυσαρέσκειας, τη διατύπωση αιτημάτων, την προβολή νέων νοηματοδοτήσεων της πραγματικότητας που στρέφονται ενάντια στις κυρίαρχες αντιλήψεις, με στόχο τον επανορισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων.
Ο τρόπος που αντιδρά το πολιτικό σύστημα και κυρίως η κυβέρνηση δεν μπορεί να δημιουργήσει μια αποστροφή στη συμμετοχή;
Ίσως πυροδοτεί τη συμμετοχή η στάση της κυβέρνησης. Έχουμε έναν πρωθυπουργό ο οποίος προβάλει τον εαυτό του ως τον άνθρωπο που στέκεται απέναντι στην «κακιά χώρα», ως τον άνθρωπο που μόνος του προσπαθεί να αντιπαλέψει με τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η επιχειρηματολογία, έχω την αίσθηση ότι δεν πείθει κανέναν, ότι αντίθετα εξοργίζει. Όπως δεν πείθει κανένα η νεφελώδης υπόσχεση ότι με αυτήν την κυβέρνηση και αυτόν τον πρωθυπουργό τα πράγματα εφεξής θα είναι εντελώς διαφορετικά. Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στην κυβέρνηση, απέναντι στο θεσμό της απονομής της δικαιοσύνης, απέναντι στους ανθρώπους που διαχειρίζονται τα ΜΜΕ. Όλα τούτα λειτουργούν ως κίνητρο για την ένταση της συμμετοχής, ιδίως εκείνων των κοινωνικών ομάδων που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα όπου λαμβάνονται οι καθοριστικές για τις ζωές μας αποφάσεις.
Από τα χειροποίητα πλακάτ και τα συνθήματα που έχουν προκύψει από τις διαδηλώσεις έχω την αίσθηση ότι υπάρχει και η διάθεση για να αλλάξει κάτι, όχι μόνο να καταγγελθεί αυτό που βιώνουν. Διαμορφώνεται ένα αίτημα ανατροπής;
Αυτή τη στιγμή έχει τρωθεί το αίσθημα της ασφάλειας. Και αυτό είναι πάρα πολύ θεμελιακό για τη ζωή των ανθρώπων. Στην καθημερινή μας ζωή έχουμε την αίσθηση ότι ο κόσμος μας είναι δεδομένος, προβλέψιμος και ασφαλής, ότι δηλαδή δεν διακυβεύεται η φυσική ύπαρξή μας. Αυτό έχει ραγίσει και αποτελεί πλέον ένα κίνητρο για κάθε πολίτη να διεκδικήσει αυτή η συνθήκη να ανατραπεί. Υπάρχει ανάγκη να επιβεβαιωθεί ξανά η αίσθηση ότι ο κόσμος είναι ασφαλής και τούτο συνεπάγεται την επαναξιολόγηση των όρων της κοινωνικής μας συνύπαρξης και τη ρήξη με τις πολιτικές που παραγνωρίζουν τις θεμελιακές αξίες της κοινωνικής συμβίωσης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ουκ ολίγες φορές αντιμετώπισε την νεολαία ως ανεύθυνη. Λειτούργησε σωρευτικά για τη σημερινή κατάσταση;
Όπως ζήσαμε και την περίοδο της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, υπήρχαν αντιδράσεις από τη νεολαία για την επιτηρητική πολιτική που ασκούταν. Τότε, στο δημόσιο λόγο, είδαμε να αντιμετωπίζεται η νεολαία ως συλλογικά ανεύθυνη και εν δυνάμει επικίνδυνη. Αν συνυπολογίσουμε τις δυσμενείς προοπτικές των νέων ανθρώπων, όσον αφορά την ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας, την υψηλή ανεργία, τους μισθούς πείνας ή τη δυνατότητά τους να συνεχίσουν τις σπουδές τους, μπορούμε να σκεφτούμε ότι η νεολαία δεν έχει σήμερα τις ευκαιρίες να διαμορφώσει ένα σχέδιο ζωής για το μέλλον, ένα μέλλον το οποίο βιώνεται με όρους διαρκούς επισφάλειας. Αυτό γεμίζει με υπαρξιακή αγωνία τη νέα γενιά, με άγχος και ίσως αυτό είναι που κάνει τη νεολαία σήμερα να είναι ενεργητική στη διαμαρτυρία. Το ατύχημα λειτούργησε ως παράγοντας πυροδότησης της γενικευμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά επιπρόσθετα στους δρόμους εκφράζεται η αγωνία των νέων ανθρώπων και η αβεβαιότητα για το μέλλον τους. Είναι προφανές ότι δεν θέλουν να ζουν σε μια τέτοια κοινωνία. Θέλουν να αλλάξει αυτή η συνθήκη. Να αισθανθούν ξανά ότι ο κόσμος είναι προβλέψιμος και ότι μπορούν πάνω σε αυτή τη δεδομενικότητα της πραγματικότητας να σχεδιάσουν τη βιογραφία τους, κάτι που αυτή τη στιγμή, υπό τις δεδομένες πολιτικές συνθήκες, φαντάζει ανέφικτο.
Η ανάγνωση ότι «όλοι φταίνε», ότι «όλοι μας έχουμε ένα μερίδιο ευθύνης» πού μπορεί να οδηγήσει;
Είναι μια επικοινωνιακή επιλογή της κυβέρνησης για να κρυφθεί η ένδεια, η αναποτελεσματικότητά της και κυρίως να συσκοτισθούν οι συνέπειες των πολιτικών που υιοθετεί στις ζωές των ανθρώπων. Με όρους άμυνας επιχειρείται η διάχυση των ευθυνών σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν τα κοινά τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό το επικοινωνιακό τέχνασμα κατασκευάζεται με τα μάτια στραμμένα προς τις επικείμενες εκλογές, για να μην καταμετρήσει σοβαρές απώλειες η ΝΔ και ο Μητσοτάκης προσωπικά. Ο θάνατος των ανθρώπων και οι ευθύνες παραμερίζονται με μόνο γνώμονα το κομματικό συμφέρον. Εμπεριέχει όμως και στοιχεία επίθεσης. Το «όλοι φταίνε» καταλήγει στη στοχοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδίως στον δημόσιο τομέα. Για παράδειγμα, τα συνδικάτα των εργαζόμενων στα τρένα που επεσήμαναν τα προβλήματα ασφάλειας στην κίνηση των αμαξοστοιχιών εμφανίζονται τώρα ως υπαίτια για τον μη εκσυγχρονισμό του ΟΣΕ, αποκρύπτοντας το πάρτι των εκατομμυρίων που καρπώθηκαν οι εθνικοί μας εργολάβοι για τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου. Σε τελική ανάλυση, η διάχυση της ευθύνης αποβλέπει στην ενίσχυση της αποπολιτικοποίησης, στην αποχή των οργισμένων νέων ανθρώπων από τη συλλογική δράση και την θεσμική πολιτική συμμετοχή, δίχως καμμιά συναίσθηση ότι αυτή η τροπή είναι ικανή να διαβρώσει την ίδια τη δημοκρατία στον τόπο μας. Στο ενδεχόμενο να αλλάξει ο καπετάνιος και η ρότα, στη διακυβέρνηση της χώρας, συνειδητά ή ασυνείδητα επιλέγεται το αύτανδρο ναυάγιο.
Ο τρόπος που γίνεται η δημόσια συζήτηση έχει έναν απίστευτο κυνισμό. Το κέντρο είναι το πολιτικό κόστος και όχι η ανθρώπινη ζωή. Τι μας δείχνει αυτό για την αξία που έχει ο άνθρωπος για το πολιτικό σύστημα;
Αυτό που εισπράττω και εγώ από τον λόγο που αρθρώνεται στα ΜΜΕ, κυρίως από τους πολιτικούς αλλά και από τους δημοσιογράφους που λειτουργούν ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης είναι ένας απίστευτος κυνισμός. Αυτός ο κυνισμός φαίνεται να συνιστά ένα δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κουλτούρας των νεοφιλελεύθερων ελίτ, μιας κουλτούρας με ρίζες ανιχνεύσιμες στον κοινωνικό δαρβινισμό του 19ου αιώνα. Επιπλέον αποτυπώνει ένα αξιακό έλλειμμα στο πολιτικό προσωπικό της κυβερνώσας παράταξης. Η σιωπή των βουλευτών, η απουσία φωνών κριτικής από τα στελέχη και τα μέλη της ΝΔ φανερώνουν το βάθος μιας κρίσης αξιών που μοιραία διαχέεται ευρύτερα σε όλη την κοινωνία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μας δείχνει πόσο δεν την απασχολεί αυτή την κυβέρνηση η αξία της ανθρώπινης ζωής. Το έκανε και στην πανδημία, αλλά και σε ατομικές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση απεργίας πείνας ενός κρατούμενου ή στο πώς αντιμετώπισε το θανατηφόρο τροχαίο έξω από τη βουλή.
Η μόνη μέριμνα της κυβέρνησης είναι να υπάρξει μια διάχυση των ευθυνών, ούτως ώστε να κρύψει τα προβλήματα που η ίδια δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ή προκαλεί με τις πολιτικές της. Στην ουσία, έχουμε απέναντί μας διαχειριστές που στέκονται απέναντι στην ανθρώπινη ζωή, με κυνισμό, χωρίς να υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή. Ακόμα και σήμερα έχουμε αρκετούς νεκρούς από κορονοϊό και κανείς δεν συζητά για αυτό ενώ αντίθετα επισπεύδεται η αποδιάρθρωση και η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας.
Ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στη δομή του πολιτικού συστήματος; Θα έχει αντίκτυπο;
Βιώνουμε ήδη μια κρίση νομιμοποίησης, η οποία απλώνεται πέρα και πάνω από το πολιτικό σύστημα. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση είναι απονομιμοποιημένη στα μάτια των πολιτών, δεν είναι πειστική σε σχέση με τα πεπραγμένα της ούτε σε σχέση με τις πολιτικές που θα αρθρώσει το επόμενο διάστημα. Ένα ερώτημα είναι αν αυτή η απονομιμοποίηση αφορά ευρύτερα όλα τα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα. Μένει να το δούμε στις εκλογές και κυρίως στα αποτελέσματα της πρώτης κάλπης. Η απονομιμοποίηση πλήττει και το θεσμό της δικαιοσύνης, όχι μόνο σε σχέση με τον καταλογισμό των ευθυνών σε σχέση με το ατύχημα στα Τέμπη, αλλά επίσης από τις παρεμβάσεις της και την αβελτηρία της για την αντιμετώπιση άλλων θεμάτων που έχουν ανακύψει στη δημοσιότητα, όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών. Φαίνεται ότι η Δικαιοσύνη στην κορυφή της λειτούργησε με μέλημα να συσκοτίσει και όχι να διαλευκάνει τα όσα έχουν συμβεί. Με αυτή την έννοια, έχω την εντύπωση ότι οι πολίτες δεν προσδοκούν, για μία ακόμα φορά, ότι τα αιτήματά στις πλατείες και τους δρόμους για απόδοση δικαιοσύνης θα βρουν κάποια ανταπόκριση.

Ο Νίκος Σερντεδάκις είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Κρήτης.