Αποκαλύπτοντας μια ακόμη από τις πολλές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους, η τραγωδία στα Τέμπη ανακίνησε ένα ζήτημα ανέκαθεν κομβικό στους πολιτικούς προβληματισμούς και τις ιδεολογικές αναζητήσεις της Αριστεράς. Τη διαλεκτική σχέση Μεταρρύθμιση-Επανάσταση.
«Στο παρελθόν η λέξη μεταρρύθμιση συνυπήρχε σε μια ανταγωνιστική σχέση με την επανάσταση. Το βιβλίο της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» σηματοδοτούσε αυτή την αντιπαράθεση σε μια θερμή επαναστατική εποχή, στην οποία αυτό το δίλημμα ήταν επίκαιρο. Στη πορεία οι μεταρρυθμίσεις […] αποκτούσαν στη συλλογική συνείδηση θετικό συμβολισμό. Αναγνωριζόταν το θετικό αποτέλεσμα τους ακόμη και αν δεν οδηγούσαν άμεσα σε γενικευμένη ριζική ανατροπή. Με τις συμβολές του Γκράμσι για τη σημασία του μακρόσυρτου πολέμου για την κατάκτηση θέσεων, οι μεταρρυθμίσεις άρχισαν να αποκτούν μια άλλη σχέση με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και μια αναβαθμισμένη θέση στα προγράμματα της Αριστεράς. Στη συλλογική συνείδηση έγιναν συνώνυμο της αλλαγής και της ελπίδας […] Η μεταρρύθμιση δεν ήταν απλώς το αντίθετο της αδράνειας αλλά και συνώνυμη της κίνησης σε θετική για την κοινωνία κατεύθυνση. Άλλωστε οι μεταρρυθμίσεις ήταν αποτέλεσμα σκληρών κοινωνικών αγώνων που σε ορισμένες περιπτώσεις κράτησαν δεκαετίες και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν αιματηροί. Η Αριστερά αγωνιζόταν ώστε οι μεταρρυθμίσεις να μην είναι αποσπασματικές αλλά να εντάσσονται σε ευρύτερα σχέδια και σε μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού.
«Βέβαια το περιεχόμενο και το βάθος των μεταρρυθμίσεων δεν ορίζεται a priori, είναι συναρτημένο με τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά όταν υποχώρησε το εργατικό κίνημα και η Αριστερά και επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός και η λεγόμενη ‘‘Συναίνεση της Ουάσιγκτον’’. Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά οικειοποιείται έννοιες όπως ‘‘μεταρρύθμιση’’, ‘‘μετασχηματισμός’’, ‘‘διαρθρωτικές αλλαγές’’ και προσδίδει σε αυτές ένα αρνητικό για την κοινωνία και τους εργαζομένους περιεχόμενο. Τώρα οι μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνουν διεύρυνση, αλλά ακύρωση κατακτήσεων, μέτρα που απαλλάσσουν το κεφάλαιο από τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, περιορίζουν την προστασία της εργασίας, συρρικνώνουν το κοινωνικό κράτος […] Από ελπιδοφόρα υπόσχεση οι μεταρρυθμίσεις γίνονται συνώνυμο φόβου και απειλής».1
Στην ανατροπή --άδηλη προς το παρόν ως προς την εξέλιξη και το εύρος της-- που πυροδοτήθηκε από την πολύνεκρη τραγωδία, το συνώνυμο του «φόβου και της απειλής» φαίνεται τώρα να αναιρείται. Στην υπό διαμόρφωση νέα συλλογική συνείδηση η μεταρρύθμιση μοιάζει να ξαναγίνεται «συνώνυμη της κίνησης σε θετική για την κοινωνία κατεύθυνση», απέναντι σε ένα κράτος αδιάφορο για την ασφαλή μετακίνηση των πολιτών, εγκληματικά απαθές στις εκκλήσεις για έγκαιρα μέτρα αποτροπής, σε ένα διεφθαρμένο πελατειακό κράτος εθισμένο να τοποθετεί σε υπεύθυνες θέσεις ανεκπαίδευτους και εργασιακά επισφαλείς ανθρώπους.
Απέναντι σε ένα κράτος στο οποίο η Δικαιοσύνη έχει πέσει σε κώμα. Όπου οι κρατική πρόνοια, η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση των απομάχων της ζωής, το μέλλον των νέων ανθρώπων, έχουν εγκαταλειφθεί στο έλεος των ιδιωτικοποιήσεων. Όπου η ασφάλεια του καθημερινού βίου έχει μεταλλαχθεί σε πρότυπο διαφθοράς και παρακμής, στενών σχέσεων ανάμεσα σε υψηλόβαθμους αστυνομικούς και οργανωμένο έγκλημα. Όπου πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφοι και ηγετικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων παρακολουθούνται από την ΕΥΠ προς υπηρέτηση όχι της συλλογικής ασφάλειας αλλά της ανασφάλειας των ενοίκων του Μεγάρου Μαξίμου.
Απέναντι σε ένα κράτος λάφυρο στα χέρια μιας κυβέρνησης αποφασισμένης να σαρώσει όλες τις θεσμικές κατακτήσεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Λάφυρο στα χέρια ενός επιεικώς μέτριου πολιτικού ανδρός, που συγκρότησε στα μέτρα του μια κυβέρνηση μετρίων, στηριζόμενος στην προβολή του ως καινοτόμου ανανεωτή από τα εξαγορασμένα ΜΜΕ.
Στη συλλογική συνείδηση πυκνώνει το αίτημα για ένα άλλο κράτος, αποτελεσματικό, ισχυρό, με στρατηγικό προσανατολισμό την υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ένα κράτος με σχέδιο, χωρίς το οποίο η σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποβαίνει όχι απλώς αναποτελεσματική, όχι απλώς οικονομικά επιζήμια, αλλά κυριολεκτικά θανατηφόρα.
Η τραγωδία στα Τέμπη δεν θρυμμάτισε απλώς το μεταρρυθμιστικό αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν ανέδειξε μόνο τις ευθύνες των κυβερνητικών στελεχών που επί τέσσερα χρόνια παράγουν πολιτική με μοναδικό γνώμονα την επικοινωνιακή εκμετάλλευσή της. Αποκαλύπτοντας το μέγεθος της κοινωνικής αναλγησίας, της διαφθοράς, του πελατειασμού, της πολιτικής ανευθυνότητας, η πολύνεκρη τραγωδία κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και την πολιτεία.
Επιβάλλεται, στο όνομα του διαρκούς ζητούμενου που είναι η Δημοκρατία, να αποκατασταθεί το ταχύτερο η εμπιστοσύνη. Ο τόπος οδεύει στον όλεθρο αν συνεχίσει στους ρυθμούς που του επέβαλε μια κυβέρνηση αδιάφορη για το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρεπή διαβίωση. Η χώρα πρέπει να αλλάξει βηματισμό. Αυτό προϋποθέτει μια κυβέρνηση με κοινωνικό προσανατολισμό ριζικά διαφορετικό από εκείνον άλλων κυβερνήσεων, όπως του Κ. Σημίτη και του Κ. Καραμανλή, που απέτυχαν, παρά τις διακηρύξεις τους, να μεταρρυθμίσουν και να ανασυντάξουν το κράτος, επειδή δεν είχαν το πολιτικό σθένος και την ταξική παρόρμηση να αποτανθούν στα πιο δυναμικά και ρηξικέλευθα στοιχεία της λαϊκής βάσης.
Σε αυτά τα στοιχεία –με προέχουσα τη νέα γενιά— οφείλει να αποτανθεί η όποια προσπάθεια μεταρρύθμισης του κράτους στην υπηρεσία του πολίτη. Με αίσθημα επείγουσας ιστορικής ευθύνης. Στη βάση ενός σχεδίου μακράς πνοής, προϊόν ειλικρινούς και ουσιαστικού δημοκρατικού διαλόγου.
Δύσκολο; Εφικτό; Ουτοπικό; Οπωσδήποτε μια τελευταία ευκαιρία πριν η χώρα εισέλθει σε ακόμη μία σκοτεινή περίοδο πολιτικής οπισθοδρόμησης και κοινωνικής αναλγησίας.
Θα είναι το σημείο τομής με το νοσηρό παρελθόν. Το γκραμσιανό σημείο όπου η διαλεκτική της Μεταρρύθμισης συναντιέται με τη διαλεκτική της Επανάστασης.
Σημείωση:
1. Από την ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη στην εκδήλωση, τον περασμένο Σεπτέμβριο, του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Μεταρρυθμίσεις προς ποια κατεύθυνση; Από τους καταναγκασμούς των μνημονίων στον δρόμο για δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη», με αφορμή το βιβλίο του Δημήτρη Σερεμέτη «Οι μνημονιακές μεταρρυθμίσεις».