Πέρασα καιρό πολύ μες το κεφάλι μου. Έγκλειστος δεν θα το έλεγα. Περισσότερο μονωμένος. Αυτάρκης, συνεπής, ταυτόσημος του εαυτού μου. Κάθε εξωτερικό ερέθισμα λειτουργούσε ως το ξεκίνημα μιας εσωτερικής διαδικασίας. Με τέτοια έκταση ώστε το ερέθισμα τελικά να χάνεται κάτω από αλλεπάλληλες διαδοχές, στρώσεις, επικαλύψεις και να μην μπορείς να το ανασύρεις, ακόμα και αν επιθυμούσες κάτι τέτοιο. Ολόκληρος ο εξωτερικός κόσμος δεν ήταν τίποτα άλλο από μια σειρά μεταφορών. Μεταφορών όπου η κυριολεξία τους πάντοτε βρισκόταν μέσα στην εσωτερική περιπέτεια. Το αντικαθρέφτισμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα η σημασία του έξω κόσμου να ατροφήσει. Τα γεγονότα να μην έχουν τόση σημασία όση η αποτύπωσή τους, η παράφραση, η μεταβολή τους. Ταξίδευα διαρκώς ακίνητος, διέσχιζα διαρκώς σταθερός. Μέσα κόσμε, πόσο πολύ σε βάδισα.
Ω εσείς άνθρωποι του έξω κόσμου. Έχετε ζήσει τόσο πολύ στο κεφάλι μου, για τόσες ώρες, για τόσες μέρες που είστε εξίσου δικοί μου όσο είστε και δικοί σας. Είναι αυτή η άλλη σας βιογραφία που δεν θα μάθετε ποτέ. Έχουμε συνομιλήσει, έχουμε συγκατοικήσει, έχουμε βιώσει μαζί τόσα. Ακόμα και αν δεν γνωριστήκαμε ποτέ. Ακόμα και αν η μόνη μας επαφή ήταν μια βιαστική ανταλλαγή πρόχειρων φράσεων σε κάποια γωνία της γειτονιάς ή της ψηφιακής κοινότητας. Είναι το μεγάλο πλήθος του μέσα κόσμου αυτό που συναγωνίζεται το πλήθος του έξω. Πιο βολικό στις συναναστροφές, πιο εύκολο στις εκμυστηρεύσεις, πιο σύνθετο σε όσα αποκαλύπτει για τον εαυτό του, το πλήθος συγκροτούσε έναν κόσμο. Έναν κόσμο συνολικό, αυτάρκη και αυτοτελή. Κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την υπόθεση, τη δική μου προσωπική επιθυμία και το υποσυνείδητο, ο κόσμος χτίστηκε λεπτομερώς παίρνοντας ψηφίδες πραγματικότητας, διαμορφώνοντάς τις σε ένα νέο σύνολο. Αλλά κάθε κόσμος έχει και τα όριά του.
Ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που τα πράγματα άλλαξαν. Δεν θυμάμαι τι το προκάλεσε. Δεν είμαι σίγουρος ποιο ήταν το εξωτερικό αυτό ερέθισμα που έβαλε σε κίνηση αυτή τη διαδικασία (το είπαμε, άλλωστε, πως όπως πάντοτε το ερέθισμα πάντοτε χάνεται). Δεν είμαι σίγουρος καν για την ίδια τη διαδικασία. Τα στάδιά της, την εξέλιξη, τη διεκπεραίωση της. Το μόνο που ξέρω είναι πως το πλήθος αυτό, το μέσα πλήθος, άρχισε να μικραίνει. Πρόσωπα που χάνονται και μένουν άδεια βιογραφικά. Ονόματα που αντιστοιχούσαν σε ανθρώπους, τώρα στέκουν σαν αναμνήσεις που δεν θυμίζουν. Παρουσίες αντικατεστημένες από το βάρος της απουσίας τους. Ήταν η μεγάλη έξοδος. Μια διαδικασία όπου όλοι αυτοί που συγκροτούσαν τον μέσα κόσμο βρέθηκαν ξαφνικά έξω. Παίρνοντας μαζί τους τον κόσμο μου. Κομμάτι, κομμάτι. Σαν μια συλλογική εκπνοή που βαδίζει. Και όλο βαδίζει προς το πιο αμφίβολο πέρα.
Τώρα στέκομαι μόνος μου έξω. Πάω να συναντήσω τους ήδη γνωστούς μου αγνώστους. Αυτούς που αποτελούν τον κόσμο σας. Το έχω περάσει παλιότερα. Δεν είναι κάτι καινούριο. Δεν είναι βέβαια και κάτι ευχάριστο. Μια τυπική διαδικασία. Αργή, μα αναγνωρίσιμη. Είναι όμως και αυτή η υπόθεση που με κεντρίζει. Τι είναι άραγε αυτό το περίφημο Έξω; Ο κόσμος αυτός του οποίο αποτελώ κομμάτι. Και πως άραγε μπορούμε να είμαστε σίγουροι; Σίγουροι πως δεν αποτελούμε και εμείς ψηφίδες στον εσωτερικό κόσμο κάποιου άλλου που τώρα στέκει απέναντί μας, μας κοιτάζει εξεταστικά σαν να θέλει να κρατήσει τη μορφή μας, σαν να θέλει να την χρησιμοποιήσει αργότερα επεξεργαζόμενός τη, δημιουργώντας τη δική του αλήθεια για εμάς (που τη στιγμή αυτή ταυτίζεται με την αλήθεια που βιώνουμε αφού είμαστε κομμάτι της δικής του φαντασίας). Ποιοι είναι όλοι αυτοί που μας κοιτούν και ποιος ο ένας στον οποίο ανήκουμε;
Κοίτα γύρω σου. Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.