Χρειάστηκε ο Μαουρίτσιο Λαντίνι για να βγάλει τη Τζιόρτζια Μελόνι από τη μαύρη τρύπα στην οποία είχε πέσει. Η πρόσκλησή της στο 19ο Συνέδριο της CGIL της πρόσφερε το καλύτερο βήμα για να επιχειρήσει να ανακάμψει στο τέλος της πιο δύσκολης εβδομάδας της πολιτικής της σταδιοδρομίας, όταν έπεσε νοκ άουτ από μια ανείπωτη σειρά λαθών, γκάφες, δικά της και των πιο σημαντικών υπουργών της, πράξεις απανθρωπιάς και κακού γούστου, Και δεν εννοώ μόνο την πρόσκληση του γενικού γραμματέα του Συνδικάτου, που θα έπρεπε να εκπροσωπεί την αιχμή του δόρατος της κοινωνικής αντιπολίτευσης, αλλά τα λόγια και τον τόνο με τους οποίους την παρουσίασε σε ένα κοινό που θα φανταζόταν κανείς ως επαναστάτες και που αντίθετα μειώθηκε σε μια σιωπηλή και υπάκουη μάζα.
Ένα δώρο, όπως σωστά ειπώθηκε, «με αντάλλαγμα το τίποτα». «Ιστορική μέρα», σχολίασε αυτή, καθώς έφευγε «ικανοποιημένη» από το Αθλητικό Κέντρο του Ρίμινι, αφού τιμώρησε με μια μακρά ομιλία της τους 986 συνέδρους, αφού κινήθηκε από την πρώτη έως την τελευταία λέξη της σε μια επίμονη και αντίθετη κατεύθυνση με το «σχέδιο για το μέλλον» της CGIL, χωρίς να υποχωρήσει ούτε χιλιοστό από την εργοδοτική-συντεχνιακή γραμμή της και χωρίς καν να επιτραπεί ένα μουρμουρητό διαφωνίας ως φόρος τιμής στους καλούς τρόπους. Ήταν ένα σοβαρό λάθος, το λέμε χωρίς δισταγμό, αυτή η πράξη αδικαιολόγητης νομιμοποίησης της Μελόνι, που έβλαψε το δύσκολο έργο όλων μας για την οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής αντιπολίτευσης στη χειρότερη κυβέρνηση της δημοκρατικής ιστορίας. Ευτυχώς υπήρξαν εκείνοι οι τριάντα, τραγουδώντας το Bella ciao και με εκείνο το αρκουδάκι που τοποθετήθηκε στην πρώτη σειρά, για να μας θυμίζουν την ασυγχώρητη ενοχή και για να σώσουν την ψυχή του Συνδικάτου τους.
Γνωρίζω τον Μαουρίτσιο Λαντίνι πολλά χρόνια. Ήμουν πολύ κοντά του στα δύσκολα χρόνια που στο τιμόνι του συνδικάτου Εργατών Μετάλλου FIOM CGIL έδινε τη μάχη του για αξιοπρέπεια ενάντια στον διευθύνοντα σύμβουλο της FIAT, Μαρκιόνε και η CGIL που τώρα διευθύνει τον είχε απομονώσει σαν κυνηγημένο σκυλί. Εκτιμούσα την αδιαλλαξία και το θάρρος του να πολεμήσει για τους «δικούς του ανθρώπους» χωρίς να ενδίδει στην κυρίαρχη κολακεία. Και για μέρες βασανιζόμουν διερωτώμενος τι πέρασε από το μυαλό του όταν αποφάσισε να κάνει αυτή την «παρά φύση» πρόσκληση. Είπε ότι είναι «φυσιολογική» πρακτική για την CGIL να καλεί τον εκάστοτε αρχηγό της κυβέρνησης στα συνέδριά της, τουλάχιστον από το 1981 όταν ο Τζιοβάνι Σπαντολίνι συμμετείχε στο συνέδριο της CGIL. Μα είναι δυνατόν να αγνοεί ότι δεν πρόκειται για μια «κανονική» κυβέρνηση; Ότι το άτομο που την διευθύνει είχε ως δάσκαλο, και συνεχίζει να αναγνωρίζει «με περηφάνια» ως δάσκαλο, κάποιον σαν τον Τζιόρτζιο Αλμιράντε, τον αρχισυντάκτη του τρισάθλιου περιοδικού που ονομαζόταν «Άμυνα της Ράτσας», που υπέγραφε τις λίστες με τις θανατικές εκτελέσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου της Απελευθέρωσης; Ότι στην ταυτότητα του κόμματος που ίδρυσε και ηγείται υπάρχει, ως ρίζα και σύμβολο που αναγνωρίζεται, εκείνο της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας του Σαλό, που εξέφρασε το πιο σκοτεινό κομμάτι της εθνικής ιστορίας της χώρας; Η ιστορία δεν είναι νερό και ο Λαντίνι θα πρέπει να το θυμάται.
Επαναλαμβάνει επίσης ένα μάντρα που όλοι οι συνδικαλιστές ξέρουν απ΄ έξω, ότι δηλαδή κάθε συνδικάτο που σέβεται τον εαυτό του έχει το «χρέος» να μιλά με κάθε κυβέρνηση στην εξουσία, να κάθεται σε κάθε κυβερνητικό τραπέζι, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Και είναι αλήθεια, αλλά είναι άλλο πράγμα να πηγαίνεις στο πρωθυπουργικό μέγαρο για να ακούσεις και να διαπραγματευτείς, και είναι άλλο να προσκαλείς την αρχηγίνα της κυβέρνησης στο σπίτι σου, σαν να ήταν ένα πάρτι ευγένειας και να της προσφέρεις ένα δωρεάν βήμα και ένα μεγάφωνο για να νομιμοποιήσει τον εαυτό της. Είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Μέχρι στιγμής, παρά την «πρακτική» που επικαλέστηκε, μόνο τρεις αρχηγοί κυβερνήσεων έχουν παρευρεθεί στα συνέδρια CGIL, ο Σπαντολίνι που ανέφερα, ο Πρόντι και ο Κράξι, το 1986, δύο χρόνια μετά τα περίφημα διατάγματα του Αγίου Βαλεντίνου που πετσόκοψαν την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή. Ο Κράξι, ωστόσο, χρησιμοποίησε το βήμα για να κατηγορήσει τους βιομήχανους ότι ήθελαν να «βγάλουν χρήματα χωρίς να πληρώσουν», ενώ ο Μπερλουσκόνι το 2010 άφησε τον εαυτό του να εκπροσωπηθεί από τον θείο του Λέτα. Κανείς δεν είχε χρησιμοποιήσει το βήμα του συνεδρίου της CGIL για να νομιμοποιηθεί.
Η εντύπωση, δυστυχώς, είναι ότι ο γενικός γραμματέας του CGIL που είχε τροφοδοτήσει τόσες πολλές ελπίδες με τον διορισμό του, επέλεξε να πραγματοποιήσει κάτι περισσότερο από μια πράξη συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης και εκπροσώπησης, μια επιχείρηση μάρκετινγκ. Την προβολή μιας εικόνας, δηλαδή τη μετατόπιση του άξονα της προσοχής από την υλικότητα της εργασίας στην ελαφρότητα της επικοινωνίας. Ή, όπως ειπώθηκε, από την Φάμπρικα στην Πολιτική, τοποθετώντας δηλαδή το συνδικάτο των εργαζομένων στο πολύμορφο σενάριο του πολιτικού θεάτρου, με τους κανόνες της υποταγής και των αστικών καλών τρόπων. Επιχείρηση, που μπορούμε να το πούμε, απέτυχε. Γιατί στο επίπεδο του μάρκετινγκ η Μελόνι κέρδισε τα πάντα, διαπιστεύοντας τον εαυτό της με τον τίτλο της «γενναίας», που είχε εκμηδενιστεί με την άδοξη απόδραση της μπροστά στους συγγενείς των θυμάτων του ναυαγίου των δεκάδων μεταναστών που πνίγηκαν στο Κούρτο της Καλαβρίας, του προσόντος της «ανοιχτής» πρωθυπουργού και του σεβασμού των ιδεών του καθενός, με την εικόνα –εντελώς συντεχνιακή, μάλιστα– μιας κυβέρνησης που δεν είναι super partes, αλλά inter partes, με το καθήκον της ασύμμετρης ειρήνευσης μεταξύ των ισχυρών και των υποταγμένων. Ο Λαντίνι παρέμεινε –στο επίπεδο της εικόνας– το κουρελάκι της αναγνώρισης των συνηθισμένων τραγουδοποιών της κατάργησης της κοινωνικής σύγκρουσης, που ήταν μέχρι χθες οι χειρότεροι εχθροί του, που πανηγυρίζουν την τελική του «ωριμότητα», το καλώς ήρθες στον διαταξικό κόσμο των καλών τρόπων. Ένα πενιχρό επίτευγμα για έναν μαθητευόμενο μάγο του μάρκετινγκ που αγνόησε τον θεμελιώδη νόμο: μην αφήσεις ποτέ τον αντίπαλό σου σε μια θέση «win-win», στην οποία μπορεί να κερδίσει σε κάθε περίπτωση. Και η Μελόνι, μόλις της έγινε αυτή η απρόβλεπτη πρόσκληση, θα είχε κερδίσει ούτως ή άλλως, είτε την είχαν αποδοκιμάσει δυνατά, βάζοντάς την στη θέση να παρουσιαστεί ως αθώο θύμα, είτε την είχαν υποδεχτεί όπως την υποδέχθηκαν, από ένα συνδικαλιστή ηγέτη που φαινόταν πιο πρόθυμος να νομιμοποιηθεί από αυτή παρά να αγωνιστεί εναντίον της.
Ίσως να του μείνει η ικανοποίηση της επιβεβαίωσης του ρόλου του ως αρχηγού, που μαρτυρεί η αποτελεσματικότητα του περιορισμού που ασκήθηκε στον «λαό» του για να του επιβάλει αυτή την εξωφρενική παρουσία. Εκείνη η αναγκαστική σιωπή, έστω και αφύσικη, «ψυχρή» αποκαλέστηκε, που πιστοποιούσε τη βούλα της ιεραρχικής υπακοής. Τα χρονικά περιγράφουν αυτό το ευρέως διαδεδομένο «φυσικό» συναίσθημα, το οποίο αν μπορούσε θα είχε εκραγεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας: «τα σφυρίγματα αποδοκιμασίας ήταν έτοιμα ανάμεσα στις γραμμές της FIOM, αλλά κρατήθηκαν, οι συνταξιούχοι δάγκωναν τη γλώσσα τους, οι εκπρόσωποι των εργατών στις οικοδομές έβαλαν τα χέριά τους μπροστά στα πρόσωπά τους όταν η Τζιόρτζια Μελόνι είπε ξεκάθαρα ότι δεν συμφωνεί με τον νόμο για τον νόμιμο κατώτατο μισθό και ότι η φορολογική μεταρρύθμιση δεν θα αλλάξει».
Στο τέλος, όταν ένας σύνεδρος από την εξέδρα είπε τη μαγική φράση: «Δεν μου άρεσε!», είχαμε την έκρηξη ενός λυτρωτικού χειροκροτήματος. Αυτό τουλάχιστον αποτέλεσε σημάδι ζωής.
Μετάφραση – απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος
Ο Μάρκο Ρεβέλι είναι πανεπιστημιακός και διανοούμενος της ιταλικής Αριστεράς. Το σχόλιό του δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο www.volerelaluna.it στις 18 Μαρτίου του 2023.
Δείτε τα βίντεο από την εκδήλωση:
https://www.youtube.com/watch?v=CvgOT1cJN60
https://www.youtube.com/watch?v=Mj9r606OXH4