«To be possessed». Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου
«Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να είσαι υπερβολικά μοντέρνος. Διατρέχεις τον κίνδυνο να γίνεις υπερβολικά ξεπερασμένος ξαφνικά» έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ του οποίου οι ευφυείς αφορισμοί όχι μόνο δεν λένε να ξεθυμάνουν, αντιθέτως είναι παντός καιρού.
Το Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων στη Στέγη, στα 10α γενέθλιά του φέτος, μετονομάζεται σε Onassis Dance Days και, θέλοντας να αποδείξει πόσο updated ή επί το ορθότερον πόσο odd είναι (όπου odd, ο τίτλος της φετινής διοργάνωσης), προστρέχει στα φώτα του τρανς φιλόσοφου και συγγραφέα Πολ Μπ. Πρεθιάδο, ο οποίος στο βιβλίο του «Είμαι το τέρας που σας μιλά» αμφισβητεί ως ξεπερασμένη την «έμφυλη διαφορά» από την ίδια την πραγματικότητα των κοινωνικών κινημάτων –queer, τρανσφεμινιστικά κινήματα, #MeToo, Black Lives Matter–, καλώντας τους ψυχαναλυτές μέσα από το μανιφέστο του να αλλάξουν παράδειγμα. Φυσικά, ο πολύς Πρεθιάδο δεν κομίζει γλαύκαν, είναι απλά αυτοβιογραφικός: έχει προηγηθεί η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1970 στην Αμερική, ενώ η Τζούντιθ Μπάτλερ δημοσιεύει την Αναταραχή φύλου, από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης φεμινιστικής θεωρίας, ήδη από το 1990 –βιβλίο που μεταφράζεται στην Ελλάδα 20 χρόνια αργότερα–, όπου διατυπώνονται θέσεις που αναθεωρούν τα περί «φυσικότητας» του φύλου και μαζί τις σταθερές έμφυλες «ταυτότητες».
Η αγάπη της εκκεντρικότητας και η πρόκληση των αισθήσεων σε ένα κόσμο σε σύγχυση και γενικευμένη αβεβαιότητα προσφέρεται στον χώρο της τέχνης ως κάποια διέξοδος. Το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων», ο αντι-διανοουμενισμός της σύγχρονης κοινωνίας και η αμφισβήτηση της παντοκρατορίας της κριτικής έχει θολώσει τα νερά και δικαιώνει τις παρατηρήσεις του Αλέν Μπαντιού για τον «αποπροσανατολισμό του κόσμου».
Με ρητορικά ερωτήματα όπως, «Είναι αυτό χορός;» ή «Τι σκέφτεστε όταν σκέφτεστε τον σύγχρονο χορό;» η επιμελητική ομάδα της Στέγης δείχνει να πετάει την μπάλα στην εξέδρα, ενώ στην ουσία επιθυμεί να βάλει ένα πλαίσιο απευθυνόμενη στο κοινό του χορού στην εποχή της αμεσότητας και της έλλειψης κριτηρίων, με τη φιλοδοξία της ηγεμονίας σε ένα κέντρο που χάνεται. Κατά παράδοση στον τομέα του χορού, όπως και στα εικαστικά, οι curators αγαπούν να επιδίδονται σε ορισμούς εννοιών –βλέπε, post-dance που αντιστοιχεί στη μετα-βιομηχανική κοινωνία– και σε κατατάξεις. Αρκεί η θεωρητική τεκμηρίωση να μην υπερβαίνει το δείγμα, γιατί είναι προτιμότερα τα ερωτήματα από τις εύκολες απαντήσεις. Επί του προκειμένου, η επιλογή αποκλειστικά γυναικείων ονομάτων για τη φετινή διοργάνωση μόνο παράδοξη δεν φαντάζει στο κατ’ εξοχήν γυναικοκρατούμενο πεδίο του χορού. Όσο για τα γυναικεία σόλο, έχουν μακρά παράδοση στην ιστορία του σύγχρονου χορού ενώ έχουν επανέλθει στο προσκήνιο για διαφορετικούς λόγους: εν μέσω αμφισβήτησης της κοινωνίας του θεάματος προσφέρονται ως προνομιακός χώρος πειραματισμών.
Με δεδομένη την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κοινωνικό και το χορευτικό σώμα, η σωματοποιημένη εμπειρία μεταγράφεται σε παραστασιακό υλικό ως αναπαράσταση φύλου ή σεξουαλικότητας. Όσο για την κατάργηση των ορίων ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης δεν είναι σημερινή υπόθεση. Θυμήθηκα ένα κείμενο της διάσημης για την εποχή της αμερικανίδας κριτικού, Sally Banes (Village Voice, 1984)με τίτλο «Almost dance» όπου επιχειρούσε να απαντήσει στο επίμαχο ερώτημα «τι είναι χορός;» που πλανιόταν και τότε. Οι θιασώτες του μεταμοντέρνου χορού έχοντας αποκηρύξει τη μονολιθική ακαδημαϊκή παράδοση, προχώρησαν σε υβριδικές ενσωματώσεις στοιχείων από τον χώρο της περφόρμανς, του θεάτρου, του λόγου, των εικαστικών, κ.λπ. Τα τελευταία χρόνια επικρατεί η ενσωμάτωση αυτοβιογραφικών στοιχείων στα δρώμενα.
Με γκεστ σταρ, την πρωτοεμφανιζόμενη στην Ελλάδα Μαρίνα Οτέρο, περφόρμερ και χορογράφο από την Αργεντινή, με το δίπτυχο «Fuck me» / «Love me»έχουμε, πριν ξεκινήσει η παράσταση, έναν προβοκατόρικο τίτλο να υπερ-καθορίζει τις προσδοκίες του θεατή αφού προοκαλεί τις αισθήσεις του. Το «Γάμα με πρώτα, αγάπα με μετά», όπως η ίδια το διευκρινίζει, θα μπορούσε να αποτελεί πεδίο δόξης λαμπρό για τη σχέση της πορνογραφίας με τη χορογραφία, για να επικαλεστώ τον André Lepecki, θεωρητικό του χορού με δοκίμιο επί του θέματος. Με το σεξ να είναι για την πορνογραφία, ό,τι ο χορός για τη χορογραφία, βρήκα το δεύτερο μέρος, «Αγάπα με» (Κυριακή, 5.3) μάλλον προβλέψιμο. Στο corpus των 55΄του παραστασιακού υλικού εμφανίζεται καθισμένη στη σκηνή η χορογράφος - περφόρμερ - αφηγήτρια. Πίσω της στην οθόνη ρέει «σεξουαλικοποιημένη» η αφήγηση της ζωής της, που καταλήγει σε ένα 10λεπτο περφόρμινγκ, στιλ οργισμένο ροκ. Δεν είμαι σίγουρη ότι στο σώμα της κατάφεραν να εγγραφούν οι λέξεις ως βιωμένος χρόνος. Το φαντασιακό απόδρασης μιας ξένης, φυγάδας, μετανάστριας από τη Νότιο Αμερική στην Ευρώπη που επικαλείται τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, θα μπορούσε να είναι συναρπαστικό σκηνικό αφήγημα για τη μοναχική περιπέτεια στην Άγρια Δύση αλλά έμεινε στις προθέσεις, μαζί με μια δόση κυνισμού. Αλλά και η Έλενα Αντωνίου από την Κύπρο με ένα strip show χωρίς strip, αν και περίοπτο και υπαινικτικό σαν σκηνική σύλληψη, δεν κατάφερε να μεταγράψει την πρόθεση σε αποτέλεσμα. Δεν αρκεί να «τουρλώνεις τον κώλο», όπως αναφέρει ο δραματουργός του «Landscape», Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου για να μεταμορφωθείς σε σεξουαλικό αντικείμενο διεγείροντας τον αμφιβληστροειδή.
Ατυχώς, δεν τα κατάφερα να παραβρεθώ στην παράσταση της Ξένιας Κογχυλάκη. Η χορογραφία της Χαράς Κότσαλη, «tο be possessed», μια σύγχρονη ερμηνεία της πνευματοκαταληψίας και του εξορκισμού από τους δαίμονες που την (μας) καταδιώκουν, ανέδειξε τα πολλά χαρίσματα της χορογράφου-ερμηνεύτριας που κατάφερε να μεταγράψει στοιχεία του βιωματικού της χώρου σε υλικό της παράστασης οπτικό, κινητικό-χειρονομιακό, ηχητικό. Τέλος, η νεότερη όλων, Νεφέλη Αστερίου, με το «bestiaire», ένα απελευθερωτικό σόλο με έντονη σωματοποίηση για τα διαφορετικά στάδια που διέρχεται μια γυναίκα από την πρώιμη ως την έφηβη και την ενήλικη σεξουαλικότητα, ήταν αυθεντική, ιδιοσυγκρασιακή και εστιασμένη στο ουσιώδες σε όλες τις μεταμορφώσεις της!