Η ελευθερία είναι ένας πρωτεϊκός όρος, έγραψε ο Isaiah Berlin, που μπορεί να λάβει κάθε δυνατή ερμηνεία. Πράγματι, τα περισσότερα φιλοσοφικά ηθικά συστήματα αναφέρονται σε αυτή, ενώ κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα την θέτει ως βασικό στόχο. Παρότι κάποιες φορές οι άνθρωποι αναγκάζονται να την ανταλλάξουν με κάτι άλλο (π.χ. ασφάλεια), κανείς δεν θα δεχόταν ότι αυτή δεν παραμένει η σπουδαιότερη αξία. Αυτό ισχύει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο πεδίο της πολιτικής. Εκεί, μάλιστα, τις περισσότερες φορές, το αντίτιμό της είναι το υψηλότερο: «Δώστε μας την ελευθερία ή αλλιώς τον θάνατο», έλεγαν οι αμερικανοί επαναστάτες, «Ελευθερία ή θάνατος», φώναζαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Λέγοντας ελευθερία, όμως, δεν εννοούσαν όλοι το ίδιο.1
Μιλώντας όμως για πολιτική ελευθερία, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο πράγματα. Πρώτον, αν και η ελευθερία ως έννοια είναι συνήθως καθολική, η πολιτική ελευθερία προσδιορίζεται πάντοτε από το συμφέρον. Δεύτερον, στο πεδίο του πολιτικού, ελευθερία είναι πάντοτε και μόνο η δυνατότητα ελεύθερης και ισότιμης συμμετοχής στα κοινά. Πολιτικά ελεύθερος μπορεί να είναι μόνο αυτός που έχει την ιδιότητα του πολίτη. Ωστόσο, η ιδιότητα αυτή δεν απονέμεται πάντοτε και παντού σε όλους και από όλους.
Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης μπορούμε να διακρίνουμε δύο στρατόπεδα: Ένα πιο μετριοπαθές, όπου τα όρια μεταξύ αριστοκρατικής και δημοκρατικής έννοιας της ελευθερίας είναι ρευστά, και ένα πιο ριζοσπαστικό, όπου η έννοια του ελεύθερου πολίτη συμπεριλαμβάνει και τις λαϊκές τάξεις.2 Την πρώτη εκφράζει, για παράδειγμα, ο Βενιαμίν Λέσβιος που δεν θεωρεί ότι οι πολίτες είναι ίσοι από την άποψη της αρετής και της φρόνησης.3 Τη δεύτερη εκφράζει, πάλι για παράδειγμα, ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, για τον οποίο η Νομαρχία, παρότι δεν εξασφαλίζει την απόλυτη ισότητα, μετριάζει τη φυσική ανισότητα και επιτυγχάνει την κοινωνική αρμονία.4 Οι Έλληνες δεν καινοτομούσαν. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιλήψεων καθόρισε την ιστορία της πολιτικής σκέψης και πράξης καθ’ όλη τη διάρκεια των νεότερων χρόνων. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο Toqueville θα επεσήμαινε τις διαφορές μεταξύ αριστοκρατικής και δημοκρατικής ελευθερίας.5
Η μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης δεν φαίνεται να επικοινωνεί με τη σχετική συζήτηση. Η επανάσταση του 1821 φαίνεται να αρδεύει αποκλειστικά από τις δημοκρατικές ιδέες της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Η αριστοκρατική ελευθερία που πρέσβευε η αγγλική gentry, καθώς και άλλες γαιοκτημονικές τάξεις, προκειμένου να περιφρουρήσει την αυτονομία της έναντι των κατά τόπους δεσποτών και μοναρχών, φαίνεται να υποτιμάται στην ελληνική περίπτωση.
Δεν ήταν, όμως, δείγμα μιας τέτοιας ιδέας της ελευθερίας η συστηματική προσπάθεια των Πελοποννήσιων προεστών να αποσπάσουν τον Μοριά από τον έλεγχο του Σουλτάνου μέσα από τη συμμετοχή τους σε πολέμους στο πλευρό των Βενετών στα τέλη του 17ου αιώνα ή στο πλευρό των Ρώσων στα Ορλωφικά του 1770; για να διευρύνουν την αυτονομία τους;6 Τι σημαίνει, άραγε, η παρατήρηση του Νικηφόρου Διαμαντούρου ότι στόχος των προεστών προεπαναστατικά «ήταν μια αλλαγή στην κορυφή της εξουσίας που θα συνίστατο στην αποβολή των οθωμανικών αρχών και τη μεταβίβαση της εξουσίας στις ιθαγενείς ηγετικές ομάδες, οι οποίες, στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, είχαν αποκτήσει και ήδη ασκούσαν μεγάλη και συχνά καταλυτική επιρροή»;7
Φυσικά, εμείς θέτουμε το ερώτημα. Η απάντησή του απαιτεί τη μελέτη των τεκμηρίων που άφησαν πίσω τους οι ελληνόφωνες ελίτ, ώστε να διακριβωθεί η ύπαρξη ή μη μιας ιδέας αριστοκρατικής ελευθερίας σαν αυτή από την οποία εμφορούνταν οι Ευρωπαίοι γαιοκτήμονες που υπερασπίζονταν τις μεσαιωνικές πραγματικές ή φανταστικές τους ελευθερίες έναντι του μοναρχικού συγκεντρωτισμού. Χωρίς πρόθεση να προσπεράσουμε το ερώτημα κατά πόσο οι προεστοί «σύρθηκαν» στην επανάσταση από τη Φιλική Εταιρία και τα λαϊκά στρώματα ή το ερώτημα κατά πόσο «σύρθηκαν» να ψηφίσουν δημοκρατικά συντάγματα και θεσμούς από τους φιλελεύθερους διανοουμένους, το διαμορφούμενο συσχετισμό δύναμης και την ανάγκη του πολέμου, σίγουρα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η αντιπαραβολή της ελευθερίας και του συμφέροντος δεν έχει στέρεη θεωρητική ή εμπειρική βάση, ώστε κάποιοι να πολεμούν για την ελευθερία χωρίς να τους καθοδηγούν τα συμφέροντά τους και άλλοι να πολεμούν μόνο γι’ αυτά τα τελευταία χωρίς να εμφορούνται από την επιθυμία να είναι, έστω μόνοι αυτοί, ελεύθεροι.
Κώστας Γαλανόπουλος,
Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Σημειώσεις
1. Για τις διαφορετικές εκδοχές της στην Αμερικανική Επανάσταση, βλ. G. Wood, The Radicalism of the American Revolution, Vintage Books: Nέα Yόρκη 1993.
2. Βλ. σχετικά, Ρ. Αργυροπούλου, Νεοελληνικός ηθικός και πολιτικός στοχασμός, Βάνιας: Θεσσαλονίκη 2003.
3. «Πρόκειται για μια αντίληψη για την ανισότητα των ανθρώπων που εντοπίζεται στους περισσότερους Γάλλους Διαφωτιστές και Φυσιοκράτες», Ρ. Αργυροπούλου, Βενιαμίν Λέσβιος. Οραματιστής και θεμελιωτής της ελευθερίας στην Ελλάδα, ΒΔΓ: Αθήνα 2019, 119.
4. Βλ. Α. Γλυκοφρύδη, «Η έννοια της ελευθερίας στην Ελληνική Νομαρχία», στο Η έννοια της ελευθερίας στον νεοελληνικό στοχασμό, τ. ΙΙ, Ημίτομος ΔεύτεροςΑκαδημία Αθηνών: Αθήνα 1997, σ. 212-214. Βλ. και Φ. Παιονίδης, Α. Παπαγεωργίου, Α. Τάκης, Γ. Τασόπουλος, Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η Ελληνική Επανάσταση, ΙΒΕ: Αθήνα 2012, για τις συνεχείς προτροπές του Μπένθαμ για υιοθέτηση της ριζοσπαστικής δημοκρατικής αντίληψης στα καταστατικά κείμενα του νέου κράτους, που εν τέλει δεν εισακούστηκαν.
5. Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, Ατομικισμός, επανάσταση και δημοκρατία, Σαββάλας: Αθήνα 2008, σ. 165-178.
6. Πέτρος Πιζάνιας, Η ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400c έως το 1820, Εστία: Αθήνα (από 2014 ανατυπώνεται), σ. 343-4, 357, 366.
7. Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, ΜΙΕΤ: Αθήνα 2006, σ. xx-xxi. Την παρατήρηση αυτή είχαν κάνει τόσο ο συγκαιρινός της επανάστασης του 1821 ιστορικός George Finlay όσο και ο κατοπινός ιστορικός Arnold Toynbee.