Η 21η Μαρτίου έχει κατοχυρωθεί ως παγκόσμια ημέρα ποίησης. Είναι η μέρα που συμβαίνουν οι περισσότερες σε αριθμό ποιητικές εκδηλώσεις στην πόλη, στη χώρα, στον κόσμο. Άλλες καλές, άλλες κακές, άλλες αδιάφορες. Ταυτόχρονα, είναι η μέρα που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμίζουν με σχετικές αναρτήσεις. Ποιήματα, σχόλια για την ποίηση και κυρίως παρωδίες. Αποσπάσματα από ελληνικές ταινίες και ελληνικές σειρές που διακωμωδούν τη φιγούρα του ποιητή. Ο ποιητής φανφάρας, ο ποετάστρος, ο δήθεν καταραμένος, ο δήθεν ποιητής. «Απαράδεκτοι», «Της Ελλάδος τα παιδιά» και λοιπά φρέσκα θεάματα. Όλος αυτός ο καταρράκτης στερεοτύπων θα ήταν προσβλητικός αν δεν ήταν αφόρητα βαρετός, χλιαρά προβλέψιμος, επιδερμικά επαναλαμβανόμενος. Όπως αντίστοιχες στάσεις απέναντι σε κάθε κοινωνική ομάδα που αντιμετωπίζεται με την υπεραπλουστευτική χλεύη των στερεοτύπων.
Δεν είμαι σίγουρος γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ούτε θέλω να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα. Απλώς μια σειρά από ερωτήματα έρχονται και φεύγουν. Γιατί κάτι τέτοιο συμβαίνει με την ποίηση και όχι με οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική κατηγορία; Γιατί δεν χλευάζεται ο μουσικός, ο ηθοποιός, ο πεζογράφος με τον ίδιο κοινότοπο και στερεοτυπικό τρόπο; Τι είναι αυτό που γεννά τη στιγμιαία απαξία; Που οδηγεί κάποιον (που έχει ή δεν έχει σχέση με την ποίηση) να ταυτίζει το φαινόμενο με την παράφρασή του; Γιατί τοποθετεί ως εκπρόσωπο του φαινομένου αυτόν που δεν βρίσκεται καν μέσα στη διαδικασία (αφού αποτελεί καρικατούρα της); Είναι μια συνολική απόρριψη της ποίησης ή μια παράδοξη περιφρούρησή της τονίζοντας την υποκρισία και την πόζα που όντως υπάρχει σε ένα κομμάτι της; Και αν κάτι τέτοιο ισχύει, γιατί δεν συνυπάρχει με ένα θετικό αντιπαράδειγμα, μια πρόταση σύγχρονη ή έστω παλιά;
Υπάρχουν υπεύθυνοι πίσω από την κοινωνική κατοχύρωση του ψόγου; Είναι οι ίδιοι οι ποιητές και η απόσταση που έχουν από την κοινωνία, τον δημόσιο λόγο, τα συμβάντα (και είμαστε σίγουροι πως ακόμα και αυτή η απόσταση δεν είναι ένα ακόμη στερεότυπο;). Φταίει μήπως μια λαϊκίστικη κληρονομιά άλλων δεκαετιών που θεωρούσε κάθε στοιχείο καλλιέργειας άχρηστο αν όχι απόδειξη βλακείας («Όλα τά ’χε η Μαριωρή, ο Ντεριντά της έλειπε»); Και ταυτόχρονα ύποπτο στοιχείο εκθήλυνσης σε μια μάτσο και ντούρα κουλτούρα που το αρσενικό οφείλει να αποδεικνύει την αρσενικότητα του κυρίως στη διασκέδασή του; Μια διασκέδαση που ήταν άλλωστε και η αποκλειστική πολιτιστική έκφανση μιας παρηκμασμένης κοινωνίας σε τροχιά καθίζησης. (Συνειδητά δεν αναφέραμε τις γυναίκες ποιήτριες. Αυτές αντιμετωπίστηκαν –και μάλλον ως έναν βαθμό ακόμη– ως πρωτίστως γυναίκες και δευτερευόντως ποιήτριες σε ένα γενικότερο σεξιστικό πλαίσιο που μια χαρά υπήρχε εξίσου –και μάλλον ως έναν βαθμό υπάρχει ακόμη– και στον χώρο της λογοτεχνίας).
Είναι η έκπτωση του λόγου με την κυριαρχία της κουλτούρας της καφρίλας από την ιδιωτική τηλεόραση, την ξέφρενη μιζέρια της πλειοψηφίας της δημοσιογραφίας και των εντύπων της, την μπουζουκοπόπ κυριαρχία πάνω σε μια κοινωνία λίγο πριν την χρεοκοπήσει οικονομικά, κοινωνικά, αλλά και αισθητικά μια ελίτ που μέρος της περιέγραφε τους ποιητές ως «λαπάδες» (για την ιστορία η δήλωση ανήκει στον μέγα φωστήρα πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης, πρώην βουλευτή και υπουργό της ΝΔ, Σωτήρη Κούβελα).
Δεν έχω απαντήσεις. Αυτό που ξέρω είναι πως εγώ προσωπικά στην Ελλάδα δεν μπορώ ποτέ να πω πως είμαι ποιητής. Όχι σε εκδηλώσεις ή σχετικές με την ποίηση συναντήσεις και ενέργειες. Αλλά στην καθημερινότητα, στη συναναστροφή, στην παρέα. Κάτι που ως εμπειρία έχω μοιραστεί με πολλούς ομότεχνους. Δεν συμβαίνει το ίδιο στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Φιλανδία, στην Κροατία ή όπου αλλού έχει τύχει να δηλωθεί μια τέτοια ιδιότητα. Είναι αυτή η αίσθηση ενοχής, μια αυτογνωσία του πομπώδους τρόπου με τον οποίο θα ακουστεί κάτι τέτοιο και οι ενδεχόμενες στερεοτυπικές συμπαραδηλώσεις που σε κάνουν να το αποφεύγεις (ακόμα και σε αυτό το άρθρο έπρεπε να φτάσω στην τελευταία παράγραφο για να το πω). Ας πω συγγραφέας, αρθρογράφος, οτιδήποτε αρκεί να ξεμπερδεύω χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις.
Μήπως είναι η ώρα της ποίησης να βγει απ’ την ντουλάπα; Μήπως είναι η ώρα της να διεκδικήσει την περηφάνια που της αντιστοιχεί θέτοντας τέλος στα στερεότυπα που τρώνε το πρόσωπό της; Και μήπως είναι ώρα οι νεότεροι να βγούμε στην επίθεση απέναντι σε μια κουλτούρα που κληρονομήσαμε και έχει γίνει πια αποπνικτική; Αυτές οι ερωτήσεις έχουν απάντηση. Και η απάντηση είναι: Ναι.