Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Έχοντας πια μια δημοσκοπική εικόνα για το πώς επηρέασε το πολιτικό σύστημα η πολύνεκρη σύγκρουση στα Τέμπη, συζητάμε με τον πολιτικό επιστήμονα και διδάσκοντα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης, Κωστή Πιερίδη για το νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται, τη διπλή επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης, την αποτυχία του επιτελικού κράτους, την ευκαιρία της Αριστεράς να προτάξει πολιτικό πρόγραμμα και προσανατολισμό.
Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, το οποίο έχει προκαλέσει ένα μαζικό κύμα οργής και διαμαρτυρίας. Πώς βλέπεις τη διαχείριση αυτής της κρίσης από πλευράς κυβέρνησης;
Από τις πρώτες ώρες καταλάβαμε ότι θα αποτελέσει ένα γεγονός-τομή, μία πολύ μεγάλη καμπή στην εικόνα της κυβέρνησης και ένα ορόσημο ως προς τις εκλογικές διαδικασίες που έρχονται. Η διαχείριση των Τεμπών από τη ΝΔ είναι επικοινωνιακά πρωτοφανής. Η κυβέρνηση προσπαθεί πρακτικά να παρουσιάσει το έγκλημα του δυστυχήματος σαν μια ευθύνη που χάνεται στον χρόνο και αφορά όλες τις πολιτικές δυνάμεις και την ελληνική κοινωνία ισόποσα. Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να ξεχαστεί η διακυβέρνησή της, δημιουργώντας την αίσθηση ότι είναι αντιπολίτευση ή μια κυβέρνηση που μόλις ανέλαβε. Εντελώς αντιφατικά, η κυβέρνηση κρατάει αναμμένη τη φωτιά του ανθρωπίνου λάθους. Τελευταίο παράδειγμα είναι όσα συνέβησαν στην Λάρισα με την τηλεδιοίκηση, που δεν είναι τηλεδιοίκηση, είναι ένας πίνακας τοπικού ελέγχου που βλέπει ελάχιστα χιλιόμετρα πριν και μετά της Λάρισας, άρα δεν θα μπορούσε να είχε αποτρέψει το δυστύχημα. Ουσιαστικά, η ΝΔ -στην πιο κυνική επικοινωνιακά της στιγμή- έχει υιοθετήσει δύο επικοινωνιακές στρατηγικές, ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Από τη μία η διαχρονική και ισόποση απόδοση ευθυνών, την οποία απευθύνει στους νέους και από την άλλη το ανθρώπινο λάθος, την οποία απευθύνει στους 60+. Ο δε κυνισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν επικαλούνται και το αφήγημα της θυσίας όσων έχασαν τη ζωή τους.
Οι κινήσεις αυτές εκπέμπουν πανικό ή είναι μια στρατηγική στη λογική «θα σε πάρω μαζί μου στον πάτο»;
Και τα δύο. Ο πανικός φαίνεται ξεκάθαρα και εκπέμπεται με έναν αποκρουστικό τρόπο. Πυροδοτείται δε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ήδη οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σημάδια κατάρρευσης και γίνεται ορατός στους ανθρώπους που κατάλαβαν από την πρώτη στιγμή ότι είναι ένα γεγονός που θα καθορίσει την επόμενη κάλπη. Από την άλλη, παρότι εντοπίζεται ένας σωρευμένος θυμός, αυτός δεν έχει κατασταλάξει σε πρόθεση ψήφου, πέραν της ενδυνάμωσης των μικρότερων κομμάτων και επομένως η ΝΔ δεν νιώθει την κατάρρευσή της με ταυτόχρονη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, προσπαθεί να στήσει το αφήγημα της εξίσωσης των πέντε χρόνων διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, στη λογική ότι από τη στιγμή που καταρρέω θα τραβήξω μαζί μου τον βασικό εκλογικό μου αντίπαλο. Το ίδιο πράγμα δηλαδή που δείχνει να διαλύει τη ΝΔ, την θρέφει ως προς το ότι δεν θα παραδώσει εκεί που φοβάται.
Οι πολίτες πώς εισπράττουν αυτές τις κινήσεις; Έχουν αποδοχή;
Εάν δούμε πώς απαντάει ο κόσμος σε αυτές τις δημοσκοπήσεις (για τις οποίες έχουμε μιλήσει πολλές φορές για τα μεθοδολογικά προβλήματα που εμφανίζουν, αποκλείοντας από τη συμμετοχή τα νεανικά κοινά με τον τρόπο που διενεργούνται) το αφήγημα της κυβέρνησης σίγουρα δεν βρίσκει αποδοχή στην κοινωνία. Όλη αυτή η αποτύπωση των αρνητικών συναισθημάτων, με την οργή και την αγανάκτηση να υπερτερούν, δείχνει ότι το κυβερνητικό αφήγημα δεν πείθει. Από την άλλη, η δυσκολία είναι να πούμε με τι πείθεται πλέον ο κόσμος. Πείθεται με κάποιο αφήγημα της αντιπολίτευσης; Θα ήταν αφελές να το ισχυριστούμε αυτό.
Αλλά η τάση προς συμμετοχή στις εκλογές αυξήθηκε…
Πράγματι. Πολλές φορές όμως το «θα πάμε να ψηφίσουμε» δεν το βλέπουμε να συμβαίνει. Όμως, το δυστύχημα ενεργοποίησε πολιτικά χαρακτηριστικά. Γενικά, έχουν συμβεί τρία πράγματα. Το ένα είναι ότι αναφανδόν η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι η προσπάθεια μετάθεσης των εκλογών στα τέλη του Μάη είναι μια προσπάθεια να ξεχαστεί το γεγονός, διότι συνδέεται με την εκλογική συμπεριφορά. Το δεύτερο είναι ότι η συζήτηση περί αυτοδυναμίας από την πρώτη Κυριακή έχει πλέον εξανεμιστεί. Και το τρίτο ότι έχουμε συνειδητά για τον περισσότερο κόσμο, ένα αφήγημα διπλής κάλπης όπου μπορεί η πρώτη εκλογική διαδικασία να είναι η απόλυτη έκφραση της αγανάκτησης και του ωμού, πολιτικοποιημένου συναισθήματος. Άρα μια αντισυστημική κάλπη, τιμωρητική, που ξέρουμε όμως ότι δεν θα διαμορφώσει κυβερνητική πλειοψηφία. Και μετά να πάμε στην ορθολογικοποίηση της δεύτερης κάλπης, όπου θα ψάξουμε να βρούμε τον «κυβερνήτη» μας και ενδεχομένως θα κάνουμε ιδεολογικές, πολιτικές, εκλογικές συμμαχίες, για να ψηφίσουμε με βάση του τι θέλουμε λιγότερο. Το δυστύχημα φαίνεται να διαμορφώνει ένα τέτοιο σκηνικό.
Το ότι ακόμα δεν έχουν ανακοινωθεί εκλογές, με την κυβέρνηση να έχει εργαλειοποιήσει πλήρως μια δημοκρατική διαδικασία, προκειμένου να έχει την λεγόμενη πρωτοβουλία των κινήσεων, πώς ερμηνεύεται από τον κόσμο;
Εντελώς αρνητικά και εργαλειακά. Η κυβέρνηση πια θα ανακοινώσει τις εκλογές όταν νιώσει ότι τα Τέμπη δεν είναι το πρώτο πράγμα που απασχολεί την κοινωνία. Γιατί έχει το φόβο, που μπορεί να είναι και αληθινός, ότι όταν ξεκινήσει επίσημα η προεκλογική περίοδος θα αναπαραχθεί η ατζέντα που υπερισχύει εκείνες τις μέρες. Εάν τις προκηρύξει τώρα, θα είναι σαν να αποδέχεται να πάμε στις κάλπες με το θυμό του δυστυχήματος. Πιστεύω ότι θα πληθύνουν στο κυβερνητικό επιτελείο οι φωνές που θα λένε να απομακρυνθούν και άλλο οι εκλογές από το συμβάν.
Η ΝΔ μπορεί με τις καθυστερήσεις που κάνει να επουλώσει τις πληγές της και να επαναπατρίσει ψηφοφόρους;
Στις πρώτες εκλογές, δεν το βλέπω. Είναι σημειολογικά πολύ σημαντικό αυτό που συνέβη στα Τέμπη και θα αποτυπωθεί και εκλογικά. Εάν πάλι προκύψει στην πρώτη κάλπη μια προοπτική κυβερνησιμότητας από τον ΣΥΡΙΖΑ με άλλες προοδευτικές δυνάμεις, δεν ξέρω αν το αντίβαρο του αντικομμουνισμού μπορεί να κάνει κόσμο που πλέον δεν θα ψηφίσει την ΝΔ, να ξαναγυρίσει σε αυτή την επιλογή. Το δυστύχημα στα Τέμπη δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για το τρένο που το παίρνουν όλοι, το τρένο που ενώνει τις δύο μεγάλες πόλεις. Είναι και μια πολύ σημειολογική αποτύπωση όλων όσα η διακυβέρνηση Μητσοτάκη βαυκαλιζόταν ότι θα αλλάξει στη χώρα και δεν έκανε. Είναι συλλογικό αποτύπωμα αποτυχίας του επιτελικού κράτους σε κάθε σημείο της αυτή η τραγωδία, ορθότερα όπως φωνάζουν οι καθημερινές κινητοποιήσεις το έγκλημα. Είχαμε τον διορισμό ενός ανθρώπου που βρέθηκε στη θέση του από την κυβέρνηση των αρίστων εντελώς αναξιοκρατικά. Είχαμε τη μετέπειτα σταύρωσή του από τους ανθρώπους που τον έβαλαν σε αυτή τη θέση, επειδή το ανθρώπινο λάθος καλύπτει τις ευθύνες του επιτελικού κράτους. Η κυβέρνηση είναι γυμνή μπροστά σε αυτό που συνέβη και συνεχίζει να συμπεριφέρεται ως αντιπολίτευση.
Αυτά θα αναδειχθούν προεκλογικά διαμορφώνοντας ένα δίπολο του δημοσίου αγαθού και του κράτους, ενάντια στην ιδιωτική πρωτοβουλία και διαχείριση; Ίσως έτσι ξεφύγουμε και από την προδιαγεγραμμένη πορεία οι εκλογές να είχαν τη μορφή μονομαχίας μεταξύ αρχηγών και να έρθουν στο προσκήνιο τα προεκλογικά προγράμματα.
Αυτό το δίπολο ήταν πάντα δυνατό στην Ελλάδα και ευθυγραμμισμένο με την διαίρεση Αριστερά – Δεξιά. Προφανώς σε κάποιες εκφάνσεις της Δεξιάς χαλάρωνε, γιατί υπήρχαν και πιο χαλαρές φωνές από τη νεοφιλελεύθερη γραμμή της απόλυτης ιδιωτικοποίησης. Αυτό το δίπολο ενισχύει πάρα πολύ η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακόμα και τώρα, με όσα έχουν συμβεί στα Τέμπη: με την ιδιωτικοποίηση του ογκολογικού νοσοκομείου Παίδων ή την ιδιωτικοποίηση του νερού. Όλα αυτά δείχνουν ότι ακόμα και στην απόλυτη ήττα της ιδιωτικοποίησης, υπάρχει μια τεράστια ιδεοληπτική εμμονή. Εδώ είναι και η ιστορική ευκαιρία της Αριστεράς. Επειδή δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά θέμα διαλεκτικής σύνθεσης και ανασύνθεσης της κοινωνίας, εδώ πλέον είναι ένας ιδεολογικός πόλεμος αντιλήψεων για το κράτος. Εάν στο νεοφιλελεύθερο σπαραγμό των απόλυτων ιδιωτικοποιήσεων, αυτή τη στιγμή η Αριστερά πρέπει να εξηγήσει τι θα πει κοινωνικό κράτος και πώς -ανεξαρτήτως προσώπων- οι διαδικασίες και οι θεσμοί εμπλουτίζουν τη δημοκρατία μέσα από το δημόσιο χαρακτήρα. Στον δημόσιο χώρο, η λειτουργικότητα είναι σημαντικότερη προτεραιότητα από το κέρδος. Το αφήγημα λοιπόν που πρέπει να στηθεί αντιπολιτευτικά είναι γιατί κάτι πρέπει να δημόσιο. Ναι είναι ζήτημα προγραμμάτων πλέον.
Γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν θα υπάρξει μια αντισυστημική διέξοδος από το εκλογικό σύστημα εξαιτίας των Τεμπών. Δεν προκύπτει αυτό από τις δημοσκοπήσεις, παρότι θα συνέφερε την ΝΔ μία τέτοια εξέλιξη, όμως η αντισυστημική τάση τι ακριβώς δείχνει;
Ο αντισυστημισμός μπορεί να στρέφεται κατά του υπάρχοντος συστήματος με πάρα πολλούς όρους. Επειδή τον όρο προκαλεί αυτό που γκραμσιανά λέμε ηγεμονία των αστικών ιδεών, στο τσουβάλι του αντισυστημισμού θα μπει και μια προοδευτική ευρωκομμουνιστική δύναμη και θα συμπορεύεται με τον Κασιδιάρη. Έτσι βλέπει το αστικό κράτος τον αντισυστημισμό. Θεωρεί σύστημα τον εαυτό του και καθεστηκυία τάξη και οτιδήποτε εναντιώνεται στην κοσμοαντίληψή του είναι αντισυστημικό. Επομένως, πρέπει πρωτίστως να καταλάβουμε τι θεωρούμε αντισυστημισμό. Μπορεί να είναι κάτι πάρα πολύ προοδευτικό και παραγωγικό ή κάτι πάρα πολύ σκοτεινό, που εν τέλει συμφέρει το σύστημα. Ιστορικά όταν η αστική τάξη κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο και πάει να γίνει μια ανατροπή αρκετά ριζοσπαστική, βρίσκει προφασικούς αντισυστημισμούς που είναι καθαροί συστημικοί. Αν κοιτάξουμε την Μελόνι πόσο συστημικά αντισυστημική είναι, αν δούμε ποιοι είναι οι κίνδυνοι για το φοβερό κοινωνικό εκκρεμές που συμβαίνει στην Γαλλία, βλέπουμε ότι υπάρχει κίνδυνος σκοταδιού από τη μία και από την άλλη όλο το φως του κοινωνικού κινήματος που μιλά για έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν του νεοφιλελευθερισμού. Η λέξη αντισυστημικός όπως χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση έρχεται να αποπροσανατολίσει. Προσπάθησε να το κάνει και τον προηγούμενο καιρό ο κ. Βορίδης χρησιμοποιώντας πολύ εργαλειακά το αν θα μπλοκάρει την κάθοδο του Κασιδιάρη στις εκλογές. Ήθελε έτσι να γυρίσουν στο μαντρί του αντικομμουνισμού όσοι στρέφονται στην ακροδεξιά. Αντισυστημική ροπή προς μια ακροδεξιά κατάσταση δεν διαφαίνεται αυτή τη στιγμή στη χώρα. Ίσα ίσα βλέπω μια κεφαλαιοποίηση ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με τα κοινωνικά κινήματα στον ευρύ χώρο της Αριστεράς. Εάν αυτό θα πάρει τη μορφή του 2008, που έδωσε μια ριζοσπαστικοποίηση στη νέα γενιά και τη χαρακτήρισε μέχρι και σήμερα, θα φανεί στον επόμενο καιρό. Παρόλα αυτά είναι ορατή μια συνθήκη ριζοσπαστικοποίησης που έρχεται σωρευτικά με τις προηγούμενες συνθήκες και καταστάσεις: πανδημία, οικονομική κρίση, τεράστια έκπτωση σε όλους τους δείκτες δημοκρατίας και κυρίως ένας κοινωνικός αποπροσανατολισμός ως προς το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών.
Σε επίπεδο εκλογικού ανταγωνισμού, έχουμε συνθήκες που κάνουν το παιχνίδι αμφίρροπο πλέον;
Ναι. Αν σε αυτές τις δημοσκοπήσεις βλέπουμε μια διαφορά κάτω των πέντε μονάδων, σημαίνει ότι στην πραγματικότητα, στην ειλικρινή πρόθεση ψήφου της Κυριακής, με την ενσωμάτωση νεολαιίστικης ψήφου, έχουμε ντέρμπι. Και το ντέρμπι θα φανεί μεταξύ πρώτης και δεύτερης διαδικασίας, που θα έχουμε επιστροφή μεγάλης πόλωσης. Η Αριστερά εκεί δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα των προσώπων, αλλά να προτάξει σαφές πολιτικό πρόγραμμα και προσανατολισμό.