Κατερίνα Κωστίου «…ως όνομα ψιλόν. Η συγκρότηση και η λειτουργία του προσωπείου στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη», εκδόσεις Νεφέλη, 2022
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα εκφραστικά όπλα του Καβάφη είναι η πανίσχυρη, διαπεραστική ως το κόκαλο ειρωνεία του. Απασχόλησε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κριτικούς και συγγραφείς του καιρού του, μεταφέρθηκε ως ειδικό αντικείμενο μελέτης στις νεότερες φιλολογικές γενιές και εξακολουθεί να συνεγείρει με απαραμείωτη δύναμη όσους διαβάζουν σήμερα τον Καβάφη στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάτοχος μιας εξαιρετικά λεπτής όσο και έντονα διαβρωτικής γλώσσας, που αποκτά δραστικότερο χαρακτήρα με τη συνεχή αιώρησή της μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας ή, για να το πω με διαφορετική διατύπωση, μεταξύ λόγιου αναστοχασμού και προφορικής ομιλίας, ο Αλεξανδρινός βρήκε στην ειρωνεία την καλύτερη και την πλέον εμπνευσμένη φλέβα του. Και το περίτεχνο αυτό πνεύμα είχε, τόσο κατά το παρελθόν όσο και στις ημέρες μας, τέτοιο μέγεθος υποδοχής, ώστε συχνά πέρασε στον καθημερινό λόγο με τη μορφή κοινού γνωμικού.
Σε αυτό το ποιητικό, κριτικό και φιλολογικό τοπίο εντάσσεται με τη συνθετική της έρευνα η Κατερίνα Κωστίου, που μελετά επί δεκαετίες τα θέματα της σάτιρας, της ειρωνείας, της παρωδίας και του χιούμορ στην ελληνική λογοτεχνία, έχοντας στις αποσκευές της γερή θεωρητική και φιλολογικο-κριτική αρματωσιά. Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει με την ειρωνεία του Καβάφη, και από πού αντλεί την εμβέλειά της την ώρα που αποκαλύπτει σε ποικίλες κλίμακες το ηθικό, το πολιτικό, αλλά και το υπαρξιακό της κοσμοείδωλο;
Στην επιφάνεια του σπασμένου ή κατά τόπους θολωμένου καθρέφτη, όπου ο Καβάφης προβάλλει τον πολυπρόσωπο θίασό του, καμία ανθρώπινη πράξη και ενέργεια δεν εμφανίζεται ολοκληρωμένη και ακέραια. Σκιές, μισές κινήσεις, πικροί συμβιβασμοί, έλλειψη πίστης, καθώς κι ένας βαθιά ριζωμένος σχετικισμός, ο σχετικισμός της Δεύτερης Σοφιστικής (η αναζωπύρωση της ελληνικής ρητορικής και παιδείας από τον 1ο μέχρι τον 3ο μ.Χ. αιώνα), που συγχωρεί την τυραννία του φόβου, την ανάγκη της υποχώρησης και τη ματαιότητα της φιλοδοξίας, χωρίς, ωστόσο, παράλληλα, να κλείνει τα μάτια ενώπιον των συνεπειών τους, προσπερνώντας αβρόχοις ποσί τους ακρωτηριασμούς με τους οποίους εκ των πραγμάτων σημαδεύουν τη συνείδηση: ιδού, σε πυκνή ανάπτυξη, ένα μεγάλο κομμάτι της καβαφικής ποιητικής σφαίρας. Ιδού και το ερευνητικό πεδίο της Κωστίου, που συγκροτεί και αναλύει εξαντλητικά τη λειτουργία των ποιητικών προσωπείων του Καβάφη. Προσωπεία ιστορικοφανή (που υποδύονται μια ορισμένη ιστορική ατμόσφαιρα) και ιστοριογενή (που εκκινούν από μια πραγματική ιστορική βάση), προσωπεία αφηγηματικά (όταν αναλαμβάνουν να μιλήσουν για τα ποιητικά περιστατικά και για τους ποιητικούς χαρακτήρες) και δραματικά (όταν δρουν ως ποιητικοί χαρακτήρες), διασταυρώνοντας τα ξίφη τους στην αναπεπταμένη σκηνή μιας εν προόδω θεατρικής παράστασης, όπου ο Καβάφης θα εξορύξει ποιητικά διαμάντια από την ειρωνική απόσταση την οποία κρατάει αφενός από το ποιητικό και το φυσικό του εγώ, αφετέρου από τα σκηνικά δρώμενα και από τους ρόλους των ηθοποιών του. Το εύρος δεν είναι όσο το εύρος των ετερωνύμων του Πεσόα (ήταν πολύ νεότερος του Καβάφη πλην μοιράστηκαν την ίδια εποχή). Αν, όμως, όπως έχει παρατηρηθεί, ο κάθε ετερώνυμος είναι σωσίας ενός άλλου ετερωνύμου και όλοι μαζί σωσίες του ίδιου του Πεσόα, το παιχνίδι της φαντασίας με τα πρόσωπα και τα προσωπεία του Καβάφη είναι αναλόγως έντονο –και εντατικό– και η Κωστίου καταφέρνει δια μέσου της συνομιλίας της με την παλαιότερη καβαφική κριτική και με τη σύγχρονη θεωρία και έρευνα να ρίξει άπλετο φως σε όλα τα ζητούμενά της.
Tα προσωπεία και ο ειρωνικός τους κόσμος
Ας δούμε ένα προς ένα τα προσωπεία που κατασκευάζει ο Καβάφης και τα οποία ξεκλειδώνει η Κωστίου. Πρώτα είναι τα ερωτικά προσωπεία για την ομοφυλοφιλία και για τους κοινωνικοπολιτικούς περιορισμούς της – συν τις προσπάθειες καταστολής. Πόθος, μνήμη, ματαίωση, διεκδίκηση, απόρριψη, σώμα, τέχνη, αρχαιότητα, κάλλος, φθορά και θάνατος θα συγκατοικήσουν εδώ σε προσωπεία με ρευστά πολιτισμικά και ταξικά όρια. Ακολουθούν τα προσωπεία για τις εικαστικές τέχνες, ο τρόπος με τον οποίο δεξιώνεται ο Καβάφης τις απόψεις του Τζον Ράσκιν και του Μποντλέρ για τις σχέσεις ζωγραφικής και ποίησης. Ζωγράφοι, χρυσοχόοι, αργυροχόοι, γλύπτες, ποιητές λένε όχι στην ευτελή τέχνη, αποθεώνουν την υψηλή αισθητική, επαινούν τα γράμματα και την παιδεία έναντι του φανταχτερού κομπασμού και του άδοξου πλούτου. Και μαζί, η καβαφική ποίηση και η ποιητική της: η μοίρα της πολιτικής εξουσίας, το κυνήγι της απόκρυψης και η τόλμη της φανέρωσης, οι ιστορικές πηγές, η ποίηση ως φόρος τιμής στην ηδονή ή ως έστω και μερική λύτρωση. Ο κύκλος συμπληρώνεται με τα ιστορικά προσωπεία. Ηγεμόνες, ηγετίσκοι, αυλικοί και αυλοκόλακες, αλλά και ο συμπεριληπτικός νους του Έλληνα της Διασποράς, του ποιητή που μένοντας πάντοτε ελληνικός στα ποιήματά του, σπεύδει να υιοθετήσει τις πιο διαφορετικές σημασίες και ειρωνικές χρήσεις του ελληνισμού με φόντο τους ελληνιστικούς χρόνους και όχημα μεταφοράς τη μικτή εθνική καταγωγή των προσωπείων – προσωπεία σε αγώνες πολιτικής ισχύος και σε τροχιές παρακμής μέχρι οι άλλοτε γενναίες και άλλοτε αστόχαστες επιλογές και οι διαδοχικές ήττες να επιτρέψουν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία να παραγκωνίσει την πολυφωνία της ελληνιστικής εποχής. Όσο για τα βυζαντινά ποιήματα και προσωπεία, θα μιλήσουν για το φτωχό κράτος και για την απώλεια και την πτώση της εξουσίας.
Η ιστορία και τα ψιλά της
Η Κωστίου αποδεικνύει το πώς η ιστορία και τα ψιλά της μετατρέπονται σε πρώτη ύλη για τις καβαφικές ψυχικές περιπέτειες, καθώς και το πώς επενεργεί προς την ίδια κατεύθυνση η καβαφική μέθοδος της «νοητικής διείσδυσης στα συναισθήματα τρίτων». Με τη συνεπικουρία του μέτρου, του διασκελισμού, των ρηματικών χρόνων, της σύνταξης, της στίξης, των εύγλωττων παύσεων και των αποσιωπήσεων, των επιτονισμών και των παρατονισμών, των ήχων και των ομοήχων, και των παρηχήσεων, η μελετήτρια χτίζει πόντο τον πόντο την ερμηνευτική και τη φιλολογική της δεινότητα, διεκδικώντας καθ’ ολοκληρίαν τον έπαινο.
Αρκεί να κοιτάξουμε ξανά, έστω και τυχαία ή επί τροχάδην, τα ποιήματα του Καβάφη και δεν θα αργήσουμε να μπούμε στο οπτικό πεδίο της πλάγιας όρασής τους: εκεί όπου κάθε αξία ανεβαίνει σε διπλή ζυγαριά, για να μετρηθεί στο θετικό και στο αρνητικό της πρόσημο, χωρίς, όμως, ποτέ να καταλήγει σ’ ένα παρήγορο και βολικό για όλους ισοζύγιο. Το μοναδικό εκείνο «…και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα», που καμία αγωνία δεν καθησυχάζει, βεβαίως, και κανένα αίσθημα ασφάλειας, όπως κι αν το σκεφτούμε, δεν εμπνέει, είναι η εμβληματική κωδικοποίηση της κληρονομιάς με την οποία μας προικοδότησε ο Καβάφης: μιας κληρονομιάς που αμφιβάλλει συνεχώς για το οτιδήποτε μέσα από ένα σαρδόνιο μόνο και στραβό χαμόγελο.