Νικόλας Ζηργάνος «Επιχείρηση “Νόστος”. Ένα χρυσό στεφάνι και μια Κόρη για τον Αλέξη Καρρά», εκδόσεις Τόπος, 2023
Είναι μια βαθιά βουτιά, αυτό το βιβλίο, στον σκοτεινό βυθό του διεθνούς κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας και του συστήματος που το συντηρεί και το καλλιεργεί. Το πρώτο μυθιστόρημα ενός καταξιωμένου γραφιά, δάσκαλου σε μια από τις ουσιαστικότερες εκδοχές της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ένα γνήσιο αστυνομικό μυθιστόρημα, συναρπαστικό στην ανάγνωσή του, κρισιμο στο περιεχόμενό του. Η «Επιχείρηση “Νόστος”» είναι ένα μυθιστόρημα που τιμά το είδος «docu-fiction»: της μυθοπλασίας που αξιοποιεί, συνθέτει, εγκιβωτίζει, αληθινά τεκμήρια, αληθινά γεγονότα, αληθινά πρόσωπα, αληθινές έρευνες. Όλα κεντημένα πάνω στα διεθνή και ακλόνητα μοτίβα της αρχαιοκαπηλικής δράσης, πασπαλισμένα με ελληνικό αλάτι. Διότι η «Επιχείρηση “Νόστος”» χαρτογραφεί το διεθνές δίκτυο της παράνομης διακίνησης ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων με την ελληνική πτυχή του από την κορυφή μέχρι τη βάση της πυραμίδας. Σε τούτο το νουάρ μυθιστόρημα χωρίς χάπι-εντ διασταυρώνονται το κεφάλαιο, η πολιτική, ο πολιτισμός, τα ΜΜΕ με τα διαπλεκόμενα συμφέροντά τους, οι θεσμοί (Δικαιοσύνη, Αστυνομία) και ο υπόκοσμος.
Η ιδιαιτερότητα σ’ αυτό το δίκτυο είναι ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια μια χούφτα άνθρωποι έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο παγκόσμιο λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων (και πινάκων των μεγάλων μετρ), αλλά οι περισσότεροι έχουν ζήσει, και ζουν, στο απυρόβλητο. Είναι τα «λευκά κολάρα», πρόσωπα με μεγάλη κοινωνική επιφάνεια, νεόπλουτοι που αναζητούν κύρος στην αγορά, ισχυροί επιχειρηματίες που φτιάχνουν προφίλ, μεγιστάνες που διαμορφώνουν αόρατες περιουσίες οι οποίες θα αξιοποιηθούν κάποια στιγμή εκβιαστικά, αλλά και συλλέκτες τρελαμένοι, και ντίλερ-έμποροι τέχνης με ακραία φιλοδοξία, και έφοροι ονομαστών ιδιωτικών μουσείων… Όλος αυτός ο χρυσός κόσμος βολεύεται με το αποικιακό αφήγημα ότι διασώζει «ορφανές αρχαιότητες» που φτάνουν σ’ αυτόν από άγνωστους δρόμους, και με τη δική του συμβολή αποκτούν τη θέση που αξίζουν στο σήμερα. Όμως ο Ζηργάνος μάς λέει: «Όχι! Συμβαίνει το αντίθετο! Είναι αρχαιότητες που νοσταλγούν την πατρίδα τους!»
Αυτήν την αποστολή αναλαμβάνει το πρωταγωνιστικό δίδυμο του μυθιστορήματος, ο Αλέξης Καρράς και ο Γρηγόρης Γεωργίου, που συναντιούνται περίπου στη μέση του βιβλίου. Αλλά ως τότε, μέσα από μια αφήγηση με διπλή προοπτική, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, έχουν αγκιστρώσει την προσοχή μας. Ο Καρράς είναι ένας παροπλισμένος ρεπόρτερ, πεισμωμένος, που ξαναμπαίνει στο παιχνίδι με την επίγνωση ότι δεν πάει για σπριντ αλλά για μαραθώνιο. Λέει λίγα, μαθαίνει πολλά, συνδυάζει περισσότερα, κρατάει μυστικά. Κινείται σαν σε παρτίδα σκάκι. Ο Γεωργίου είναι επικεφαλής στη Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας στην Ασφάλεια, αλλά κινείται σαν σε ναρκοπέδιο. Κινδυνεύει να παγιδευτεί τόσο από τους ανωτέρους του όσο και από την «Greek Mafia». Υποψιασμένος, παράτολμος, μπαίνει στη φωτιά διακινδυνεύοντας τη ζωή του. Από τον Καρρά μαθαίνει κάτι ακόμη: ότι η καλή συνεργασία φέρνει καλύτερα αποτελέσματα. Διότι ο Καρράς δεν είναι ένας μοναχικός λύκος όπως στα σκανδιναβικά ή στα αμερικανικά νουάρ. Πιστεύει στην ομαδική προσπάθεια και διαμορφώνει γύρω του μια «διεθνή των Καλών» με αρχαιολόγους, εισαγγελείς, αστυνομικούς, δημοσιογράφους, στην Ιταλία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, για να αντιμετωπίσουν τη «διεθνή των Κακών».
Υποθέσεις με τεκμήρια
Αυτή είναι η σφραγίδα του συγγραφέα, που είναι δημοσιογράφος «πεδίου» όπως θα λέγαμε, ο οποίος από το ’90 αφοσιώθηκε στο διεθνές ρεπορτάζ και μπήκε στη φωτιά των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής κ.α. Από τις αρχές του 2000 βυθίστηκε και στα ζητήματα του λαθρεμπορίου αρχαιοτήτων, και από το 2003, παράλληλα με κάποιους ξένους δημοσιογράφους, έφερε στο φως με αρθρογραφία στην Ελευθεροτυπία, στους Los Angeles Times κ.α., την υπόθεση «Σχοινούσα» και τον θησαυρό (33 αποθήκες, 17.000 αντικείμενα) του ισχυρότερου διδύμου εμπόρων τέχνης στον κόσμο, των Ρόμπιν Σάιμς και Χρήστου Μιχαηλίδη (ο οποίος είχε πεθάνει το 1999 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες). Πρόσφατα, ο Ζηργάνος, πάντα στηριγμένος σε διασταυρωμένα στοιχεία, αμφισβήτησε από τις στήλες της Εφημερίδας των Συντακτών τη νομιμότητα μέρους της συλλογής Κυκλαδικών ειδωλίων του αμερικανού μεγιστάνα Στερν, που εκτέθηκε στο (ιδιωτικό) Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, και για την οποία τόσο καμάρωνε το δίδυμο Μητσοτάκη-Μενδώνη (παρά την παραίτηση-καρφί του διευθυντή του Μουσείου). Σ’ αυτό λοιπόν το πρώτο μυθιστόρημα του Ζηργάνου, η αρχαϊκή Κόρη και το Μακεδονικό Στεφάνι του τίτλου λειτουργούν σαν μίτος της Αριάδνης στον λαβύρινθο της «αρχαιοκαπηλίας των λευκών κολάρων». Ήταν προϊόντα λαθρανασκαφής που είχαν αγοραστεί από το ιδιωτικό Μουσείο Γκετί και, με την ουσιαστική συμβολή της έρευνας του συγγραφέα, επαναπατρίστηκαν το 2007. Γεγονός που γυάλισε το προφίλ του τότε υπουργού Πολιτισμού, Γιώργου Βουλγαράκη, αλλά για λίγο, αφού ο ίδιος το υπονόμευσε λίγο αργότερα με την εμπλοκή του στην υπόθεση «Βατοπέδι»...
«Ό,τι γράφουμε συνέβη, τίποτα δεν συνέβη όπως το γράφουμε», σημειώνει ο Ζηργάνος ως μότο στο μυθιστόρημα που ισοδυναμεί εντέλει με μια σύνθεση των υποθέσεων τις οποίες ο συγγραφέας έχει εξερευνήσει εξονυχιστικά την τελευταία εικοσαετία. «Ξεναγεί» λοιπόν το αναγνωστικό κοινό …από τα αλώνια στα σαλόνια, στην Ελλάδα από τους τυμβωρύχους και τους ντίλερ μέχρι τους υπεράνω υποψίας Εφόρους Μουσείων, στην Ιταλία, στην Ελβετία (και ειδικά στο Free Port της Γενεύης όπου δεν γίνεται κανένας τελωνειακός έλεγχος), στην Αγγλία ή στη Γερμανία, φωτίζοντας πλήθος εκδοχές αυτού του σκοτεινού παιχνιδιού. Διότι πέρα απ’ όλα τον ενδιαφέρει να μας ευαισθητοποιήσει. Ανήκει στη γενιά τού «με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».
Δεν του αρκεί η λύση του γρίφου
Στέκεται κριτικά απέναντι στο υλικό του και δεν του αρκεί η λύση του γρίφου. Βλέπουμε λοιπόν στην Επιχείρηση «Νόστος» έναν κόσμο με ηθικούς κώδικες, να συγκρούεται με έναν κόσμο ιδιοτελή, αδίστακτο, άπληστο, κυνικό, που επιδίδεται σε ύπουλα χτυπήματα και κάποιες φορές φτάνει στον φόνο. Είναι αναγκαίο, μας λέει ο Ζηργάνος με το βιβλίο του, ένα κανονιστικό πλαίσιο με διεθνή ισχύ για τους κατόχους αρχαιοτήτων. Και μας αφυπνίζει, διότι πίσω από τη δράση φωτίζει φαινόμενα που χτυπούν το καμπανάκι για το «πού πάει αυτός ο ασύδοτος κόσμος», «πού πάει το δημόσιο συμφέρον;». Φωτίζει στάσεις ζωής και νοοτροπίες. Νοοτροπίες π.χ. των αρχαιολόγων, των εισαγγελέων, των ποινικολόγων, των αστυνομικών, των συλλεκτών (γίνεται λόγος π.χ. για τη «Συλλογή Μητσοτάκη») ή και των διευθυντών σε ΜΜΕ, που μετακινούνται στο πολιτικό εκκρεμές και, ανάλογα, αναδεικνύουν ή θάβουν κάποιες έρευνες… Έτσι αντιλαμβανόμαστε και τη νοοτροπία της Άννας Τσιρώνη, γενικής γραμματέα Πολιτισμού στο μυθιστόρημα, για την οποία υπάρχει ένα ενοχοποιητικό τεκμήριο, και κατοπινής υπουργού Πολιτισμού.
Στη συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Νικόλας Ζηργάνος το είπε καθαρά: «Η Τσιρώνη δεν είναι η ίδια η Λίνα Μενδώνη, αλλά αυτό που αποπνέει. Η στάση της παραπέμπει όχι σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο αλλά στην εξουσία-αλά-ελληνικά. Η Τσιρώνη είναι όπως οι «γιέσμεν» (Yes-men) με τα αφεντικά και τις μηχανορραφίες τους. Οι κινήσεις της υπαγορεύονται όχι από το θεσμικό αλλά από το προσωπικό συμφέρον».