Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Το τάνγκο», μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου, εκδόσεις Πατάκη, 2023
Πέρυσι το καλοκαίρι, τις μέρες του Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά, ο βάσκος συγγραφέας Μπερνάρντο Ατσάγα περιέγραφε πώς είχαν φτάσει στα χέρια του μερικές μαγνητοταινίες με κάποιες διαλέξεις περί τάνγκο, που αποδείχτηκε ότι ήταν οι διαλέξεις που είχε κάνει γι’ αυτό το θέμα ο Μπόρχες στο Μπουένος Άιρες, το 1965. Η περιπέτεια των μαγνητοταινιών αυτών και το πώς έφτασαν στο χέρια του Ατσάγα, καθώς και η έρευνα για την ταυτότητα του ομιλητή και ο δρόμος προς την έκδοση, περιγράφονται εν συνόψει και στο εκδοτικό σημείωμα αυτού του βιβλίο, που περιέχει τις συγκεκριμένες διαλέξεις του Μπόρχες.
Πράγματι, λοιπόν, τον Οκτώβριο του 1965, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε κάνει τέσσερις ομιλίες στην αργεντίνικη πρωτεύουσα, «κάθε Δευτέρα του Οκτωβρίου στις 19:00, στον πρώτο όροφο, διαμέρισμα 1, της οδού Χενεράλ Όρνος 82». «Το τάνγκο στήνει θολά ένα παρελθόν ονειρικό», λέει σε έναν στίχο του ο Μπόρχες, έναν στίχο από τάνγκο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Από ένα τέτοιο θολό παρελθόν ξεκινάει, λοιπόν, ο Μπόρχες, επιλέγοντας και σημαδεύοντας έναν τόπο και έναν χρόνο ως αρχή της περιπλάνησής του: Μπουένος Άιρες, 1880.
Στις διαλέξεις του ο συγγραφέας θα πραγματευτεί, με το μάτι τόσο του μελετητή όσο και του λογοτέχνη, μια μεγάλη γκάμα από θέματα που είχαν σχέση με το τάνγκο: από την ιστορία και τις απαρχές του («οι γυναίκες γνώριζαν την κακόφημη προέλευση του τάνγκο και δεν ήθελαν να το χορέψουν») μέχρι την παγκόσμια διάδοσή του μέσω της αποδοχής του στο Παρίσι· από την ετυμολογία της λέξης μέχρι τα όργανα που έπαιζαν οι ορχήστρες του τάνγκο και την εισαγωγή του –γερμανικής προέλευσης– μπαντονεόν («που σήμερα μοιάζει αχώριστο από το τάνγκο [αλλά] δεν υπήρχε στις πρώτες ορχήστρες [και] μπορεί να επηρέασε τη μουσική του τάνγκο, την εξέλιξη του τάνγκο»)· από τις κοινωνικές κατηγορίες που συνδέθηκαν με το τάνγκο μέχρι τον ρόλο του σε αυτή τη φασματική αφαίρεση που ονομάζει «αργεντίνικη ψυχή»· από τη στιχουργική και τη γλώσσα του μέχρι τα συναισθήματα που εκφράζει· από τα πρώτα τάνγκο μέχρι τον Κάρλος Γαρδέλ που «παίρνει το τάνγκο και το κάνει δραματικό».
Γιώργος Ι. Αλλαμανής «Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα: Φλου», εκδόσεις Οξύ, 2023
Ίσως είναι η ηλικία ή τα γούστα, αλλά πάντα θεωρούσα εύκολη την ερώτηση για έναν δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας που άφησε βαθύ σημάδι στις μέρες του αλλά και μετά: το Φλου, ήταν η σχεδόν αυθόρμητη απάντηση, ένας «απ’ τους σπάνιους δίσκους που ακούγεται ολόκληρος», ακόμα και σήμερα, 45 χρόνια μετά.
Την ιστορία αυτού του δίσκου έρχεται λοιπόν να ανιχνεύσει εδώ ο Γιώργος Αλλαμανής, ξεκινώντας από τη συνάντηση της Σπυριδούλας με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, στα τέλη του 1977, περνώντας στην προετοιμασία, την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του δίσκου, τον Μάιο του 1979, και τελειώνοντας με την κατοπινή επίδραση του δίσκου αλλά και το τέλος της συνεργασίας και την απομάκρυνση ανάμεσα στο συγκρότημα και τον Σιδηρόπουλο.
Οι Σπυριδούλα, «με πανίσχυρη κινητήρια δύναμη τις ηλεκτρικές κιθάρες του Βασίλη και του Νίκου Σπυρόπουλου», δημιουργήθηκαν στα τέλη του 1977. Μετά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας του πολιτικού τραγουδιού, άνοιγαν σιγά σιγά οι δρόμοι και για άλλες αναζητήσεις, αν και η άποψη ότι το ροκ δεν κολλάει με την ελληνική γλώσσα ήταν ακόμα πολύ ισχυρή. Ο Σιδηρόπουλος είχε ήδη μια παρουσία στη δισκογραφία (π.χ. τα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου), έχοντας όμως έτοιμο υλικό, στίχους και μουσική, έψαχνε μουσικούς και εταιρεία για να το κυκλοφορήσει.
Αυτή τη γόνιμη συνάντηση αποτυπώνει με πολύπλευρο τρόπο ο συγγραφέας του βιβλίου, με όλες τις δυσκολίες αλλά και τις δημιουργικές κορυφώσεις της. «Το τελικό πάντρεμα, η τελική φόρμα του τραγουδιού, χρεώνεται στο γκρουπ, στους μουσικούς. Το ροκ δεν είναι μοναχική δουλειά, είναι συλλογική δουλειά», λέει κάπου ο Σιδηρόπουλος. «[Ο Σιδηρόπουλος] είχε και την γκρουπική κουλτούρα, την κουλτούρα του γκρουπ. Ήθελε τις ιδέες των άλλων, δεν ήτανε ότι “εγώ τα ’χω όλα στο κεφάλι μου”», λέει ο Βασίλης Σπυρόπουλος. «Στις ηχογραφήσεις του Φλου άκουγε τα πάντα», λέει ο Τόλης Μαστρόκαλος, που έπαιζε μπάσο στον δίσκο.
Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε το Φλου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο έχει βέβαια η ξεχωριστή συζήτηση για κάθε τραγούδι του δίσκου, για τους στίχους, τη μουσική, την ιστορία του, από τον «Μπάμπη τον Φλου» (και ποιος ήταν άραγε ο Μπάμπης ο Φλου; – ερώτημα στο οποίο απαντάει αποστομωτικά ο Μαστρόκαλος στις σελίδες του βιβλίου) μέχρι το κορυφαίο, αν έχει σημασία μια προσωπική γνώμη, κλείσιμο του δίσκου: «δεν υπάρχει happy end στο Φλου», όπως μας λέει ο συγγραφέας.
Ανέστης Μπαρμπάτσης «Μπαγιαντέρας», εκδόσεις Μετρονόμος, 2022
Λιγότερα από ογδόντα τραγούδια άφησε στη δισκογραφία ο Δημήτρης Γκόγκος, ο Μπαγιαντέρας, άρκεσαν όμως για να τον καταξιώσουν ως έναν από τους πιο σημαντικούς μουσικούς και στιχουργούς του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Αυτόν τον ιδιαίτερο δημιουργό παρουσιάζει το βιβλίο του Ανέστη Μπαρμπάτση, που έχει προκύψει από μια εκτενή έρευνα σε διάφορες πηγές και περιλαμβάνει τόσο βιογραφικά στοιχεία και αδημοσίευτα χειρόγραφα του Μπαγιαντέρα όσο και μια μουσικολογική προσέγγιση του ηχογραφημένου υλικού. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μέθοδό του για την εκμάθηση του μπουζουκιού, καθώς ο Μπαγιαντέρας υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας μεθόδου μπουζουκιού στην Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Γκόγκος γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903. Τελειώνει το δημοτικό, αρχίζει το γυμνάσιο και παράλληλα πηγαίνει σε νυχτερινή σχολή να σπουδάσει ηλεκτρολόγος. Αρχίζει να μαθαίνει μουσική, μπαγλαμά πρώτα, και «στην ηλικία των 13 ετών έχει την πρώτη επαφή με το μπουζούκι». Μεγαλώνει στον κόσμο του «πειραιώτικου ρεμπέτικου» και σε ηλικία 20 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στο Ναυτικό. Την εποχή που υπηρετεί στον Ναύσταθμο γνωρίζει τον Γιώργο Μπάτη. Μπλέκει σε λαθρεμπόριο δυναμίτιδας και φυλακίζεται: «εκεί, στη φυλακή της Αίγινας, γνώρισα και τους πρώτους ιδεολόγους κομμουνιστές. […] Οι κομμουνιστές με βοήθησαν αργότερα να ξεφύγω από τον βούρκο. Αυτοί με βοήθησαν, κι αυτοί μ’ έσωσαν αργότερα έξω στην κοινωνία να σταθώ στα πόδια μου, να κάνω οικογένεια, να δημιουργήσω έργα. Στους κομμουνιστές χρωστάω ένα μεγάλο μέρος όλων αυτών», έλεγε ο Μπαγιαντέρας, που από τότε και ύστερα είναι πάντα «συμπαθών», ενώ η κόρη του περιγράφει «έναν προοδευτικό φιλελεύθερο άνθρωπο, με αριστερή συνείδηση». Το 1941 τυφλώνεται, θα μείνει τυφλός μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1985.
Το βιβλίο του Μπαρμπάτση, που προφανώς σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς, πραγματεύεται μια σειρά από θέματα (τα χασικλίδικα και τα ερωτικά τραγούδια του, τα τραγούδια της ξενιτιάς και τα «πατριωτικά», το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής και τη λογοκρισία, το «νέο αστικό λαϊκό τραγούδι» και άλλα πολλά), σκιαγραφώντας έτσι με πολύ πλήρη τρόπο την προσωπικότητα και το έργο ενός δημιουργού που το αποτύπωμά του στην ιστορία του ρεμπέτικου υπερβαίνει κατά πολύ εκείνο που άφησαν κάποια πασίγνωστα τραγούδια του («Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», η υπέροχη «Νυχτερίδα»).
Οι τελευταίες ηχογραφήσεις του Μπαγιαντέρα έγιναν το 1983· προηγουμένως, το 1975, είχε ηχογραφήσει τον «Καθρέφτη», μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο.