Χρύσα Φάντη, «Σε θολά νερά», εκδόσεις Σμίλη, 2021
«Χτες έβρεχε πάλι. Ασταμάτητα. Σήμερα έχει ένα ήλιο καυτό. Στο σπίτι κρύο και σκότος. Τα χρόνια συνεχίζουν να τρέχουν μπροστά, τρέχουν και γλήγορα χάνονται. Ο ύπνος του φέρνει ύπνο χωρίς ξυπνημό. Ένα χταπόδι με κεφάλι μέδουσας απλώνει τα πλοκάμια του στην πλημμυρισμένη αυλή […]. Ψάχνει τον αδελφό του κάτω από τα σκεπάσματα.»
Το πιο πάνω απόσπασμα από το διήγημα «Θολά νερά» της Χρύσας Φάντη, που δίνει και τον τίτλο όλης της συλλογής, είναι χαρακτηριστικό του ύφους και του περιεχομένου του βιβλίου της. Η συγγραφέας παραπαίει ανάμεσα στα θολά νερά της ύπαρξης και τα θολά νερά της γραφής, δίνοντας το στίγμα της με ένα δικό της, εντελώς προσωπικό και διακριτό ύφος. Οι ήρωές της ακροβατούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα σε αυτό που είναι τώρα και σε αυτό που έχουν ήδη υπάρξει. Αποξενωμένοι, υποφέρουν από μοναξιά, από γηρατειά, τα σώματα τους είναι ρημαγμένα από μια μοίρα που μοιάζει προδιαγεγραμμένη. Πάσχουν από εσωτερική αγωνία, νιώθουν ορφανοί αλλά η πηγή του πόνου βρίσκεται μέσα τους. Γι’ αυτό καταφεύγουν στη μνήμη και συνομιλούν με το παρελθόν, αναζητώντας εκεί το καταφύγιο που μπορεί να τους γαληνέψει.
Σε μια διαλυμένη, αντιφατική κοινωνία δυσκολεύονται να ανταποκριθούν και να λειτουργήσουν. Κινούνται διαρκώς ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, από το κέντρο στην περιφέρεια και πάλι πίσω, με τρόπο εξουθενωτικά αργό, μάταια ψάχνοντας κάπου να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν. Από τον γιο που περιγράφει τη δύσκολη σχέση με την μητέρα του, μέχρι τον δάσκαλο που επιστρέφει πίσω στην πατρώα γη για να εργαστεί, τα πρόσωπα δείχνουν να λειτουργούν περισσότερο μέσω της σκέψης τους, παρά να ενεργούν ουσιαστικά. Υπάρχει παντού αυτή η έλλειψη τελικού νοήματος, αυτή η λαχανιαστή και κατακερματισμένη πορεία.
Με μια μεταμοντερνιστική γραφή που φλερτάρει έντονα με τον υπερρεαλισμό και ακουμπά σε ένα καφκικό σύμπαν, με επιρροές από τον Μπέκετ, τον Ιονέσκο, τον Χειμωνά, η Φάντη περιγράφει το βύθισμα στο ασυνείδητο και το παράλογο, με λυρισμό και εικόνες που φαινομενικά μοιάζουν ασύνδετες. Η απελπισία στη γραφή είναι η απελπισία που βιώνουν οι χαρακτήρες της. Οι λέξεις, το υλικό που γεμίζει το κενό τους. Ο θρυμματισμένος λόγος, το καθρέφτισμα της σπασμένης τους ψυχής.
Η μεταμοντερνιστική αυτή προσέγγιση σε καμία περίπτωση δεν είναι χωρίς οργάνωση. Η επιμελημένη ασάφεια δείχνει τη σπουδή της συγγραφέως στο να οργανώσει με αυτόν τον τρόπο τη γραφή, ώστε να αποδώσει με ακρίβεια έναν ανοίκειο, άναρχο κόσμο. Άλλωστε, αυτό που μετράει δεν είναι τόσο η ίδια η ιστορία αλλά ο τρόπος που θα διαλέξει να την εξιστορήσει. Στα Θολά νερά της, θέτει ερωτήματα αλλά δεν τολμά ή μάλλον δεν θέλει να δώσει απαντήσεις. Και αν είναι να δώσει μια απάντηση, αυτό είναι πως «εν αρχή είναι ο Λόγος».