Όταν ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ανακοίνωνε τη Δευτέρα το βράδυ την αναστολή της διαβόητης δικαστικής μεταρρύθμισης του, λίγοι από τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές που βρίσκονταν στους δρόμους ανακουφίστηκαν. Η «παύση του Πεσσάχ» είναι μια εύθραυστή μηνιαία ανακωχή σε μία αναμέτρηση που μοιάζει με κοινωνικό εργαστήρι. Η προσπάθεια του Μπίμπι να γλιτώσει τις κυρώσεις ως κατηγορούμενος για διαφθορά από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας του, ελέγχοντας άπαξ και δια παντός τον ορισμό των δικαστών και το πλαίσιο λειτουργίας τους, και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που αυτή επέφερε, άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου προς πάσα κατεύθυνση.

27 Μαρτίου: Εφτακόσιες χιλιάδες διαδηλωτές σε όλη τη χώρα, γενική απεργία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, συγκοινωνίες παραλύουν, χάος στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ. Το κύμα διαμαρτυρίας ξεπέρασε αυτό του 1984, όταν 400 χιλιάδες Ισραηλινοί κατήγγειλαν τη σφαγή σε Σάμπρα και Σατίλα. Αντικυβερνητικές συγκεντρώσεις και εκτός συνόρων: στις Βρυξέλλες, το εξεγερμένο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, πλακάτ και συνθήματα κατά της επαπειλούμενης πολιτειακής εκτροπής. Ακόμα και στην Ελλάδα, 54 μέλη της ισραηλιτικής κοινότητας με σπουδές σε ισραηλινά ανώτατα ιδρύματα υπέγραψαν και επέδωσαν στον υπουργό Επιστημών και Τεχνολογίας επιστολή με την οποία ζητούν την απόσυρση του επίμαχου νομοθετήματος. Ανάμεσα τους, η ηγεσία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου.

Η απροκάλυπτη πρόθεση κατάλυσης της διάκρισης των εξουσιών υπέρ της κυβερνητικής παντοδυναμίας ανέδειξε τις ιδιαιτερότητες του Ισραήλ ως κράτους, αλλά και τις ιστορικές κοινωνικές καταβολές του, αφού πολύ πριν την επίσημη συγκρότησή του ανθούσαν οι κομμουνιστικές, σοσιαλιστικές και αναρχικές επιρροές των κιμπούτς, ο ελευθεριακός ενθουσιασμός των νέων εποίκων, θρησκευόμενων και μη, που ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα πίστεψαν πως –με όλα τα τραύματα και τις αντιφάσεις τους– μπορούσαν να αλλάξουν τα πάντα: γη, γλώσσα, αντίληψη του συλλογικού. Από αυτές τις ρίζες και την παράδοση της βρετανικής εποπτείας, προέρχεται η λειτουργία του ως αστικής δημοκρατίας χωρίς Σύνταγμα. Την ευθύνη της προστασίας του πολιτεύματος φέρει η δικαστική εξουσία –αυτήν που η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα να καθυποτάξει.

Ο Νετανιάχου θεώρησε πως η συνεργασία του με υπερορθόδοξα και ακροδεξιά κόμματα αποτελεί ιδανική συνθήκη για την επίθεση κατά των δικαστών. Βασίστηκε στην απόλυτη στήριξη του κόμματος του, του Λικούντ, αλλά και στη διάθεση των συνεταίρων του να τελειώνουν με τον Θεμελιώδη Νόμο για την Ανθρώπινη Ελευθερία και Αξιοπρέπεια, που το Ανώτατο Δικαστήριο επικαλείται για την καταπολέμηση διακρίσεων είτε απέναντι σε ΛΟΑΤΚΙ, είτε σε αφρικανούς αιτούντες άσυλο, είτε σε άραβες πολίτες. Ο υπολογισμός του αποδείχτηκε λανθασμένος.

Εκ προοιμίου έθεσε απέναντι του την Αριστερά και το μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας, αυτό που πριν την πανδημία κατασκήνωνε στις πλατείες, διαδηλώνοντας κατά της κρίσης στέγης, της ανεργίας, της ακρίβειας και συνέβαλε στη μετέπειτα εκλογική του ήττα, σε ένα κράτος με χαμηλό μέσο όρο ηλικίας ψηφοφόρων. Σε αυτούς προστέθηκαν δημοκράτες κεντρώοι, με τους Γιάιρ Λαπίντ και Μπένι Γκάντς –ηγέτες της προηγούμενης κυβέρνησης– να επισείουν τον κίνδυνο αντιδημικρατικής εκτροπής. Ωστόσο, καθοριστική υπήρξε η αντίδραση στελεχών του Λικούντ, οι οποίοι δεν είχαν πρόθεση να υποστούν το πολιτικό κόστος μίας κίνησης για την οποία δεν είχαν ερωτηθεί και δεν υπήρχε στις προεκλογικές εξαγγελίες. Έτσι, ο υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκάλαντ σε τηλεοπτική δήλωσή του ζήτησε να αποσυρθεί το σχέδιο υπέρ ενός διακομματικού διαλόγου. Αποτέλεσμα, η αποπομπή του από την κυβέρνηση.

Με εκκρεμή την απόλυση Γκάλαντ, ο Νετανιάχου δημιούργησε το προσωπικό του αδιέξοδο. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε από αξιωματικούς περιφρόνηση του στρατού, ενώ στρατευμένοι και επίστρατοι αρνούνται να υπηρετήσουν εφόσον εμπαίζονται. Στη χώρα όπου η πολιτική ισχύς συναρτάται με τον φόβο του εξωτερικού κινδύνου, η υπόνοια υπονόμευσης της ασφάλειας εξεγείρει τους συντηρητικούς πολίτες. Μαζί λοιπόν κι αυτοί, για τη Δημοκρατία και την Πατρίδα, σε ερμηνευτική ποικιλία.

Οι εξελίξεις ενοχλούν τον αμερικανό πρόεδρο και η πολυπόθητη πρόσκληση για την Ουάσιγκτον αναβλήθηκε. Εν μέσω γεωπολιτικών καταιγίδων, το γεγονός δυσχεραίνει την ισραηλινή διπλωματία, της οποίας οι εκπρόσωποι στο εξωτερικό απείχαν των καθηκόντων τους. Αδιανόητη πλέον η αναφορά σε μειοψηφίες υπονομευτών. Ο ισραηλινός πρόεδρος Ισάακ Χέρτζοκ ζήτησε να τελειώσει η μεταρρυθμιστική προσπάθεια, οι Γκαντς και Λαπίντ αποδέχτηκαν διάλογο υπό την προεδρική αιγίδα.

Η συγκυβερνώσα ακροδεξιά δεν εγκαταλείπει την ευκαιρία. Υπό το πρόσχημα πιθανής αποσταθεροποίησης, ο υπουργός Ιταμάρ Μπεν–Γκβιρ απαίτησε τη δημιουργία εθνοφρουράς υπό τον απόλυτο έλεγχο του, ενός «ιδιωτικού στρατού» που ο Νετανιάχου του εκχώρησε ώστε να μην εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό, ενώ ο ηγέτης του «Θρησκευτικού Σιωνισμού» διαμήνυσε ότι η μεταρρύθμιση θα συνεχιστεί με περισσότερα νομοσχέδια –θανατική ποινή σε «τρομοκράτες», αυξημένες αρμοδιότητες των ραβινικών δικαστηρίων, αναθεώρηση της ισότητας των φύλων, οτιδήποτε συνθέτει το θεακρατικό ιδεώδες.

Τα κοινωνικά μέτωπα καλούν σε εγρήγορση, ριζοσπαστικότεροι όροι αναφύονται: Σύνταγμα και θεσμική θωράκιση του λαϊκού κράτους, επαναπροσέγγιση της Δημοκρατίας, ριζική αναθεώρηση των σχέσεων Εβραίων- Παλαιστινίων. Όποια η έκβαση της σύγκρουσης, τίποτα δε θα είναι όπως πριν.

 

Πρόσφατα άρθρα ( Μέση Ανατολή )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet