Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στη Γαλλία, πάνω από δύο μήνες τώρα, με βασικό τους στόχο την απόσυρση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Μακρόν–Μπορν, συνεχίζονται.
Στις αρχές της εβδομάδας, 28 Μαρτίου, πραγματοποιήθηκε η δέκατη πανεργατική γενική κινητοποίηση με απεργίες και διαδηλώσεις. Και αυτή τη φορά, πάνω από δυο εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν στους δρόμους, στο Παρίσι, στις μεγάλες πόλεις –ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιφέρειες.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της κινητοποίησης ήταν η τεράστια συμμετοχή και μαχητικότητα της νεολαίας –η οποία συμμετέχει από την αρχή στο διασυντονιστικό και διασυνδικαλιστικό των οργανώσεων– με απεργίες και καταλήψεις στα λύκεια και τα πανεπιστήμια. Αυτή η τεράστια συμμετοχή ήταν και μια απάντηση στην πολιτική της κυβέρνησης να εκφοβίσει και να περιορίσει τη μαζικότητα των διαδηλώσεων. Ο υπουργός Εσωτερικών είχε με έμφαση τονίσει ότι ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός ήταν σε θέση να προλάβει κάθε «παραβατική συμπεριφορά». Αυτό που κατόρθωσε ήταν, πέρα από την επίδειξη δύναμης, η παραβίαση κάθε έννοιας δημοκρατικής συμπεριφοράς της αστυνομίας, με συλλήψεις δεκάδων διαδηλωτών και με την αλόγιστη χρήση δακρυγόνων και κροτίδων κρότου–λάμψης, που, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, ερέθισαν ακόμη περισσότερο τους διαμαρτυρόμενους.
Το διασυντονιστικό όργανο των συνδικάτων – νεολαίας, μετά τη λήξη της τελευταίας κινητοποίησης, προχώρησε στην προκήρυξη νέας γενικής απεργιακής κινητοποίησης για τις 6 Απριλίου –με την ιδιαίτερη επιμονή της νεολαίας– ακριβώς πριν τις διακοπές του Πάσχα.
Η συνέχιση των κινητοποιήσεων ανησυχεί και προβληματίζει την κυβέρνηση Μακρόν–Μπορν, καθώς εκτιμούσε πως μετά την υιοθέτηση της μεταρρύθμισης –με την προσφυγή στο 49.3– θα άλλαζε η σελίδα της πολιτικής της. Τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι θα έπρεπε αναγκαστικά να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Διαψεύστηκαν. Ξέχασαν το προηγούμενο με την κυβέρνηση Σιράκ που αναγκάστηκε να πάρει πίσω τις ρυθμίσεις για τη «σύμβαση πρώτης πρόσληψης». Τώρα βρίσκονται «μπροστά σε νέο και άγνωστο τοπίο», όπως ομολόγησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Η κυβέρνηση Μακρόν–Μπορν δείχνει αδύναμη να πάρει κάποια πρωτοβουλία και επιμένει πεισματικά στη μεταρρύθμισή της.
Τα συνδικάτα από την πλευρά τους, πέρα από τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, έχουν παρέμβει με προτάσεις διεξόδου από την κατάσταση αυτή, και επί της διαδικασίας και επί της ουσίας, να ακυρωθεί η μεταρρύθμιση. Το πρώτο βήμα, όμως, προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν η ουσιαστική διαπραγμάτευση ανάμεσα στους εργαζόμενους και την κυβέρνηση. Με βάση το πνεύμα αυτό, ο γ.γ. της CFDT Λοράν Μπερζέ, αμέσως μετά την τελευταία απεργία, κάλεσε τον Εμμανουέλ Μακρόν να προχωρήσει «στην παύση της μεταρρύθμισής του», προκειμένου να γίνει διάλογος και διαπραγμάτευση με τα συνδικάτα. Με την πρόταση αυτή συμφώνησαν και τα άλλα μέλη του διασυνδικαλιστικού οργάνου. Στην περίπτωση αυτή, ο πρόεδρος Μακρόν και η κυβέρνησή του «θα είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τις προτάσεις των συνδικάτων, ώστε να ξεμπλοκαριστεί η κατάσταση», όπως τόνισε ο Λ. Μπερζέ στην Ουμανιτέ. Ο ίδιος επίσης, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η σιωπή του Μακρόν είναι μια ανεύθυνη στάση. Ο Μακρόν απέρριψε και την ιδέα της διαμεσολάβησης, ενώ έχουν αρνηθεί αυτός, η πρωθυπουργός του και ο υπουργός Εργασίας, να μας συναντήσουν».
Και μετά από όσα έχουν συμβεί ο πρόεδρος συνεχίζει την ίδια τακτική, αυτή της σιωπής. Όμως η πρωθυπουργός που βρίσκεται στο στόχαστρο της κριτικής –και οι συζητήσεις είναι πλέον ανοιχτές ως προς το εάν θα βρίσκεται στη θέση της την επόμενη μέρα– δέχτηκε να συναντηθεί με τους συνδικαλιστές, βάζοντας όρο ότι δεν θα τεθεί στο τραπέζι των συνομιλιών το συνταξιοδοτικό! Έτσι, από την περασμένη Τετάρτη, έχει αρχίσει μια διελκυστίνδα μεταξύ της πρωθυπουργού και των συνδικαλιστών, με τους τελευταίους να τονίζουν ότι θα προσέλθουν στο πρωθυπουργικό γραφείο και θα θέσουν αυτοί οι ίδιοι το συνταξιοδοτικό… Η συνάντηση των δύο πλευρών έγινε γνωστό πως θα πραγματοποιηθεί στις 5 Απριλίου, μια ημέρα πριν την εξαγγελθείσα κινητοποίηση. Κύκλοι προσκείμενοι στον πρόεδρο διέρρευσαν πως αυτός ενδεχομένως θα παρέμβει μετά την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου, το οποίο καλείται να απαντήσει, αφενός, για τη νομιμότητα ή μη της μεταρρύθμισης και, αφετέρου, για την αποδοχή του δημοψηφίσματος που ζητούν οι εργαζόμενοι, τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς (NUPES), για το ίδιο θέμα.
Η αντιδημοκρατική στάση του Μακρόν έχει φέρει τη χώρα σε αδιέξοδο. Τα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος, ιδιαίτερα μετά την προσφυγή στο 49.3, παρόξυναν την κατάσταση. Η βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων και, κυρίως, κατά της νεολαίας είναι χαρακτηριστικές της αδιαλλαξίας της κυβέρνησης.
Παράλληλα, δεν πέρασαν απαρατήρητα τα τραγικά γεγονότα στην περιοχή της Σαιν Σελίν, οι κάτοικοι της οποίας ξεσηκώθηκαν για να ματαιώσουν τα σχέδια κατασκευής αποταμιευτήρα νερού για την εξυπηρέτηση μεγάλων αγροτο-βιομηχανιών… Ως συνέπεια της αστυνομικής βαρβαρότητας, δύο νεαρά άτομα βρίσκονται σε κώμα στο τοπικό νοσοκομείο.
Όσο ανυποχώρητος εμφανίζεται ο Μακρόν, άλλο τόσο εντείνει η Αριστερά την επίθεσή της στην κυβέρνηση. Μάλιστα, ο Ζαν Λυκ Μελανσόν καταγγέλλει ότι «ο ίδιος ο Μακρόν προκαλεί το χάος στη χώρα». Και ενώ ο πρόεδρος επιχειρεί να αλλάξει την ατζέντα με οικολογικά θέματα –«με το πλάνο του νερού» που ανακοίνωσε στη λίμνη Serre Ponson των Άλπεων– τα συνδικάτα είναι αποφασισμένα να συνεχίσουν τον αγώνα κατά του συνταξιοδοτικού. Το κλειδί για την επιτυχία τους είναι «η ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος», τόνισε ο απερχόμενος γ.γ. της CGT, Φιλίπ Μαρτινέζ, στο τακτικό συνέδριο της οργάνωσης που άρχισε την περασμένη Δευτέρα και θα ολοκληρωθεί με την εκλογή νέας ηγεσίας, σήμερα Σάββατο. Για το κρίσιμο και ενδιαφέρον αυτό συνέδριο, στο επόμενο φύλλο.