«Και τότε αποφάσισα να πάω στο γήπεδο. Καθώς ήταν πιο σημαντικό παιχνίδι από τα προηγούμενα, έπρεπε να πάω πιο νωρίς. Ομολογώ ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έφτασα κάπου τόσο νωρίς και δεν έφυγα τόσο κατάκοπος. Ο Αλφόνσο κι ο Χερμάν δεν είχαν πάρει ποτέ την πρωτοβουλία να με προσηλυτίσουν στη θρησκεία του κυριακάτικου ποδοσφαίρου, παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να υποπτευθούν ότι θα μετατρεπόμουν σε αυτόν τον τρελό, καθαρό από οποιαδήποτε γυαλάδα που μπορεί να θεωρηθεί ως το τελευταίο ίχνος πολιτισμού, όπως χθες στις κερκίδες του Μουνισιπάλ». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον σπουδαίο κολομβιανό λογοτέχνη Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος αν και στην αρχή δεν συμπαθούσε το ποδόσφαιρο, στη συνέχεια το αγάπησε. Ο Μάρκες τον Ιούνιο του 1950 ως νεαρός δημοσιογράφος πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο για να δει τον αγώνα της Ατλέτικο Τζούνιορ ντε Μπαρανκίγια απέναντι στους Μιγιονάριος της Μπογκοτά. Χωρίς ιδιαίτερη επαφή με το άθλημα μέχρι τότε και ζει για πρώτη φορά από κοντά το πάθος και την ένταση των κερκίδων. Ο Μάρκες είχε την ευκαιρία να δει σπουδαίους παίκτες ο Βραζιλιάνος Ελένο ντε Φρέιτας και ο Αργεντίνος Αλφρέντο ντι Στέφανο. Η επίσκεψή του αυτή θα του μείνει αξέχαστη, θα τον κάνει οπαδό της Τζούνιορ και θα γράψει ένα κείμενο με τίτλο «Ο Όρκος». Ένα κείμενο που φυσικά ξεφεύγει από τα απλά ποδοσφαιρικά κλισέ, αφού στο μυαλό του μετατρέπει τους ποδοσφαιριστές σε συγγραφείς.
Γράφει ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας: «...Η πρώτη στιγμή διαύγειας στην οποία κατάλαβα ότι μετατρεπόμουν σε πρώιμο οπαδό, ήταν όταν παρατήρησα ότι σε όλη μου τη ζωή είχα κάτι για το οποίο πολλές φορές υπερηφανευόμουν και χθες με ενοχλούσε με έναν απαράδεκτο τρόπο: το αίσθημα της ντροπής. Τώρα κατάλαβα γιατί αυτοί οι κύριοι, συνήθως τόσο τυπικοί, νιώθουν όπως το καλαμάρι στο μελάνι του όταν παίρνουν την θέση τους στις εξέδρες με τα καπελάκια τους σε διάφορα χρώματα. Με μόνο αυτή τη χειρονομία μετατρέπονται σε διαφορετικούς ανθρώπους, σαν αυτό το καπελάκι να μην είναι απλά ένα μέρος της στολής, αλλά μια νέα προσωπικότητα.
Δεν ξέρω αν αυτή η πρόσφατη εγγραφή μου ως οπαδός είναι αρκετή για να μου επιτρέψει μερικές προσωπικές παρατηρήσεις για το χθεσινό παιχνίδι, αλλά καθώς όπως συμφωνήσαμε ένας από τους θεμέλιους κανόνες του οπαδισμού είναι να χάνεις τελείως το αίσθημα της ντροπής, θα πω ό,τι είδα (ή ό,τι νομίζω ότι είδα) χθες στο γήπεδο, για να έχω την πολυτέλεια να φορέσω από νωρίς τις αθλητικές φόρμες που φυλούσα καλά. Κατ’ αρχήν, μου φάνηκε ότι η Ατλέτικο Τζούνιορ κυριάρχησε επί των Μιγιονάριος από την πρώτη στιγμή. Αν η άσπρη γραμμή που χωρίζει το γήπεδο στα δύο σημαίνει κάτι, τότε το προηγούμενο συμπέρασμά μου είναι ορθό, καθώς ελάχιστες φορές πέρασε η μπάλα στο μισό που βρισκόταν το τέρμα της Τζούνιορ (Πώς πάει το ντεμπούτο μου ως ποδοσφαιρικός σχολιαστής;)
Επιπρόσθετα, αν οι παίκτες της Τζούνιορ δεν ήταν ποδοσφαιριστές αλλά συγγραφείς, πιστεύω ότι ο “μαέστρος” Ελένο θα ήταν ένας υπέροχος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Οι υπολογισμένες και ακριβείς του κινήσεις και τα ξαφνικά του και αιφνιδιαστικά τελειώματα τού δίνουν τα απαραίτητα προσόντα για να γίνει ο δημιουργός ενός νέου ντετέκτιβ των αστυνομικών διηγημάτων. Από την άλλη, ο Χαρόλδο θα ήταν ένα είδος Μαρσελίνο Μέντεζ υ Πελάγιο, με την ευκολία που έχει ο Βραζιλιάνος να βρίσκεται σε όλα τα σημεία του γηπέδου και να κάνει δουλειά σε όλα, μαρκάροντας ταυτόχρονα έντεκα αντιπάλους σαν να μην είναι ο σκοπός του να βάλει γκολ, αλλά να γράψει όλους τους τόμους του Μαρσελίνο. Ο Μπερασκοσέα θα ήταν ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, αλλά αν είχε γράψει επτακόσιους τόμους και οι επτακόσιοι θα είχαν ως θέμα την σημασία της κεφαλής της καρφίτσας. Και τι μεγάλος κριτικός τέχνης θα ήταν ο Ντος Σάντος, που θα έκοβε την πορεία των φλύαρων συγγραφέων και τις ελπίδες τους να φτάσουν σε ένα γκολ που θα τους έδινε την αθανασία.
Ο ντε Λατούρ θα είχε γράψει μερικούς στίχους. Ποιήματα που θα ενέπνεαν ταινίες μεγάλου μήκους, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τον Άρι. Γιατί για τον Άρι δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, καθώς οι συμπαίκτες του της Τζούνιορ δεν του έδωσαν την ευκαιρία να δείξει έστω και τις πιο απλές φιλολογικές του δυνατότητες. Και όλα αυτά χωρίς να μιλήσουμε για τους Μιγιονάριος, των οποίων ο μέγας ντι Στέφανο, αν ξέρει από κάτι, σίγουρα είναι η ρητορική.
Δεν πιστεύω ότι έχασα τίποτα με αυτή την αμετάκλητη είσοδό μου, που σήμερα κάνω δημόσια, στην αγία αδελφότητα των οπαδών. Το μόνο που εύχομαι τώρα είναι να προσηλυτίσω κάποιον. Και πιστεύω ότι θα είναι ο αγαπημένος μου φίλος, ο δόκτωρ Αλνταμπέρτο Ρέγιες τον οποίο θα προσκαλέσω στις κερκίδες του Μουνισιπάλ στο πρώτο ματς του δευτέρου γύρου, με την πρόθεση να μη συνεχίσω να νιώθω (από αθλητικής άποψης) το απολωλός πρόβατο».
Πηγή: El Sombrero (sombrero.gr)