Συνέντευξη
με την Πάρη Ζαγούρα και τον Γιάννη Πράνταλο,
επιμελητές ανηλίκων
Ειδήσεις για βίαιες συγκρούσεις, εκβιασμούς, σεξουαλικές κακοποιήσεις κ.ά. μεταξύ ανηλίκων μεσουρανούν τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα, αλλά παρά τις δηλώσεις αποτροπιασμού, δεν φαίνεται να λαμβάνεται κάποιο ουσιαστικό μέτρο για την πρόληψή τους. Η «Εποχή» συζητά για την ανήλικη παραβατικότητα με την Πάρη Ζαγούρα, επιμελήτρια ανηλίκων, νομικό–εγκληματολόγο και πρόεδρο του Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων Ελλάδος, και με τον Γιάννη Πράνταλο, γραμματέα του συλλόγου. Οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων είναι οι δημόσιες υπηρεσίες που αναλαμβάνουν τη στήριξη των παιδιών στο πέρασμά τους από τη δικαιοσύνη και στο πλαίσιο της ποινικής τους μεταχείρισης στην κοινότητα. Σημειώνεται πως παρά το σημαντικό τους έργο, σε μια χώρα μάλιστα που απουσιάζει η ειδική εκπαίδευση των δικαστικών και άλλων αρχών σε ό,τι αφορά την ανήλικη παραβατικότητα, οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων σε 16 από τα 63 σε σύνολο πρωτοδικεία, δεν λειτουργούν καθόλου (αντίθετα με ό,τι προβλέπει ο νόμος), ενώ σε 25 υποστηρίζονται μόνο από έναν επιμελητή, ο οποίος μάλιστα εξυπηρετεί όχι μόνο ανήλικους παραβάτες του νόμου και τις οικογένειές τους, αλλά και ενήλικους που εκτίουν ποινές στην κοινότητα.
Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε συχνά ειδήσεις για βία μεταξύ ανηλίκων, bulling, μέχρι και revenge porn. Σημειώνεται αύξηση στο φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων ή πρόκειται για συχνότερη δημοσιοποίηση περιστατικών και ευαισθητοποίηση;
Πάρη Ζαγούρα: Σίγουρα υπάρχει έξαρση και επιδείνωση τόσο σε ποιοτικό όσο και σε ποσοτικό επίπεδο. Δηλαδή έχουμε περισσότερα αδικήματα βίας, φυσικής και ψυχολογικής, βίας μέσω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και επίταση της ομαδικής παραβατικότητας. Ταυτόχρονα, όμως δημοσιοποιούνται και περισσότερο απ’ ό,τι παλιότερα, σε ένα κλίμα αποτροπιασμού.
Γιάννης Πράνταλος: Φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να δημοσιεύονται δικογραφίες, οι οποίες έχουν διαρρεύσει προφανώς από πολύ συγκεκριμένες πηγές. Ή θέτουν τους αστυνομικούς να λένε πως ακόμα και αυτοί φρικιάσανε από το τάδε περιστατικό ανήλικης βίας. Προφανώς αυτά γίνονται προκειμένου να διαμορφωθεί μια κοινή γνώμη με συντηρητικά αντανακλαστικά, που θα επιζητά την ποινική τιμωρία κ.ο.κ, και δεν έχει να κάνει με τα πραγματικά περιστατικά, που κατά βάση είναι ελαφρότερα απ’ ό,τι περιγράφονται.
Αυτή τη στιγμή πώς αντιμετωπίζει η πολιτεία την ανήλικη παραβατικότητα; Παρατηρείται αυστηροποίηση σε ό,τι αφορά το ποινικό σκέλος;
Π. Ζ.: Ενώ η κοινή γνώμη καταβάλλεται από αυτές τις ειδήσεις, στη δικαιοσύνη διατηρούνται αντανακλαστικά ψυχραιμίας και μια πιο επεξεργασμένη και κατανοητική οπτική απέναντι στα γεγονότα. Βέβαια σε περιπτώσεις που διογκώνεται η είδηση, αναρωτιόμαστε για το κατά πόσο μπορεί η δικαιοσύνη να υπερασπιστεί τον φιλικό προς τα παιδιά χαρακτήρα της. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την προσωρινή κράτηση, καθώς ασκείται έμμεσα έντονη πίεση στην κατεύθυνση της εδώ και τώρα στέρησης της ελευθερίας ενός κατηγορούμενου παιδιού, σε αναμονή εκδίκασης της υπόθεσής του. Το σημαντικό πάντως είναι να δοθεί έγκαιρα η ευκαιρία στα παιδιά να συνεργαστούν μαζί μας, καθώς όταν οι οικογένειες ανταποκρίνονται στο κάλεσμα των υπηρεσιών μας, τα παιδιά κατά κανόνα νοηματοδοτούν εποικοδομητικά τις συμπεριφορές τους, αναστοχάζονται πάνω στις δυνατότητές τους και τα δικαστήριά τους έχουν θετική γι’ αυτά έκβαση. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να απογυμνώσουμε την ιστορία από τα εκφοβιστικά της στοιχεία και να δούμε τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης και των παιδιών.
Όπως και τα αίτια του φαινομένου. Η έξαρση που αναφέρατε σε τι οφείλεται; Σχετίζεται με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, με τις νέες μορφές κοινωνικοποίησης των νέων;
Γ. Π. Αυτή είναι μια εξαιρετικά δύσκολη ερώτηση και δεν μπορείς να αποφύγεις το γενικό. Μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, δηλαδή, δεν μεσολαβεί κενό. Υπάρχει μια συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας στο φιλελεύθερο-καπιταλιστικό σύστημα, με συγκεκριμένες αξίες, που αυτές λειτουργούν και φθάνουν στα όριά τους. Όταν συζητάμε με τα παιδιά κυριαρχεί η σκέψη που μεταδίδει η κοινωνία μας. Αν θέλω δηλαδή να βγάλω χρήματα, υπάρχουν οι επιλογές να δουλέψω, να κλέψω, να πουλήσω ναρκωτικά και σε αρκετές περιπτώσεις γίνονται αντιληπτές σαν αξιακά ταυτόσημες. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια ατομική ιδιοσυγκρασία του παιδιού, αλλά σε κοινωνικές επιλογές. Πού διαφέρει η σκέψη ενός τραπεζίτη με αυτή ενός παιδιού που παραβατεί; Πουθενά. Ούτε διαφέρει από πολιτικές γραμμές που υπάρχουν στην κοινωνία μας και μιλούν για «επιτυχία» με κάθε κόστος. Αυτό μας διδάσκει η κοινωνία μας, να τα καταφέρεις με όποιον τρόπο, αρκεί να μην σε πιάσουν.
Π. Ζ. Τα παιδιά εισπράττουν βία και έπειτα την αναπαράγουν, και μέσω αυτής δηλώνουν ότι υπάρχουν. Όλο και λιγοστεύει ο χώρος έξω από αυτή την κοινωνική βία, όπου τα παιδιά, και ιδίως τα πιο ευάλωτα παιδιά και τα παιδιά από κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, μπορούν να συγκροτηθούν και να εκφραστούν.
Γ. Π. Δεν είναι και τυχαία επίσης τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παιδιών που συλλαμβάνονται, αν είναι κάποιο φτωχός ή από κάποια ευάλωτη ομάδα, είναι πολύ πιο πιθανό να συλληφθούν και να πάρει δημοσιότητα το περιστατικό.
Αναφερθήκατε σε πολιτικές γραμμές που ωθούν σε αυτή τη βία. Ξαναβλέπουμε, όπως τα παλαιότερα χρόνια, προσέγγιση των παιδιών από ακροδεξιές ομάδες; Και πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά αξιακά την πρακτική της βίας, με τι πολιτικές ιδέες γαλουχούνται;
Π. Ζ. Εδώ ασχολούμαστε με την ένδικη βία και παραβατικότητα, αλλά υπάρχει και η γκρίζα ζώνη που σπάνια φθάνει σε εμάς. Ανάλογα με την περίοδο και την πολιτικο-κοινωνική συγκυρία φωτίζονται διαφορετικές όψεις της παραβατικότητας. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες π.χ., διάφορες μορφές παραβατικότητας έλαβαν μικρότερη θεατότητα και έτυχαν άλλης διαχείρισης από την αστυνομία και από τους κοινωνικούς φορείς. Εμείς, λοιπόν, βλέπουμε μόνο ό,τι συλλαμβάνεται. Εγκλήματα που σχετίζονται με ακροδεξιές ομάδες δεν έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση.
Γ. Π. Να σημειωθεί επίσης ότι το να καταλήξει ένα παιδί να βρίσκεται σε ακροδεξιά ομάδα είναι μάλλον το τέλος της πορείας. Πιο πριν υπάρχει ένας ολόκληρος δρόμος που διανύουν τα παιδιά, αλλά και εν γένει η κοινωνία, και μετέχει σε φασιστικές αντιλήψεις και ρητορείες. Το ότι θα πετύχω τον σκοπό μου με οποιοδήποτε μέσο, είναι μια λογική που σε οδηγεί σε τέτοιες ομάδες. Τα σχολεία προσπάθησαν να δείξουν αντοχές απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, η στρατολόγηση όμως γίνεται απ’ έξω. Ο φασισμός είναι πλέον συνειδητή αστική πολιτική επιλογή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στα πλαίσια που συζητούμε. Δεν είναι εξαίρεση.
Τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί τι ρόλο μπορούν και πρέπει να παίξουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου; Προκάλεσε αίσθηση η τοποθέτηση του προέδρου του Αρσάκειου σε ανάλογο περιστατικό πως δεν χρειάζεται να το κάνουν θέμα οι γονείς.
Π. Ζ. Περιστατικά βίας υπήρχαν πάντα στα σχολεία ή γύρω από τη σχολική ζωή, αλλά δεν προβάλλονταν τόσο, ενώ στα ιδιωτικά σχολεία τα διαχειρίζονταν εσωτερικά. Πλέον μας έρχονται σωρηδόν αιτήματα συνδρομής από δημόσια σχολεία, όχι μόνο λόγω της φύσης, της σφοδρότητας ή της συχνότητας των περιστατικών, αλλά και επειδή απουσιάζει η κουλτούρα, η εκπαίδευση και η καθοδήγηση για την εσωτερική επίλυση των συγκρούσεων, με διαμεσολαβητικές και αποκαταστατικές διεργασίες ανάμεσα σε παιδιά, δασκάλους και γονείς. Καλείται η σχολική κοινότητα να αναλάβει τέτοιες πρωτοβουλίες, δεν μπορούμε να καταφεύγουμε στην ποινικοποίηση της κοινωνικής ζωής των παιδιών, πρέπει να το αποκωδικοποιούμε και να το αναγνωρίσουμε ως πρόβλημα της κοινωνίας και όχι του εισαγγελέα.
Γ. Π. Δυστυχώς αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό κράτος πρόνοιας είναι σε σαφή υποχώρηση και δεν τονίζεται πια η ανάγκη ύπαρξής του. Η υπηρεσία μας, όπως και τα σχολεία, είναι από τους λίγους τέτοιους μηχανισμούς που έχουν απομείνει. Συνεργαζόμαστε, για παράδειγμα, με φορείς ψυχικής υγείας και η λίστα αναμονής είναι έξι μήνες για ένα παιδί. Όσο καταρρέει, όμως, το κοινωνικό κράτος, τόσο θα αυξάνουν τα περιστατικά ανήλικης παραβατικότητας. Ακόμα και για εμάς, έχουν υπάρξει σχέδια από το υπουργείο να αποσυνδεθούμε από τον στενό πυρήνα της απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Αντίστοιχα με την ανήλικη παραβατικότητα, παρατηρείται και αύξηση της θυματοποίησης των παιδιών; Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε πάλι την ιστορία της 12χρονης από τον Κολωνό, που έπεσε θύμα παιδοβιασμού και μαστροπείας. Έχουμε συχνά τέτοια φαινόμενα;
Π. Ζ. Δεν διαθέτουμε τέτοιες καταγραφές, καθώς δεν είναι το αντικείμενο της υπηρεσίας μας. Σίγουρα, όμως, τα δικαιώματα των παιδιών και η προστασία τους δεν υποστηρίζεται όπως απαιτείται από την πολιτεία σε κανένα επίπεδο. Ακόμα και όταν έρχονται αυτά τα περιστατικά στη δικαιοσύνη, τα παιδιά θύματα εγκαταλείπονται σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο και βιώνουν δευτερογενή θυματοποίηση. Το βλέπουμε και στην περίπτωση της 12χρονης, όπου δεν ελήφθησαν ούτε τα ελάχιστα προστατευτικά μέτρα.
Τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν, ως κοινωνία και ως πολιτεία τόσο για το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας, όσο και της θυματοποίησής τους, πέραν δηλώσεις αποτροπιασμού;
Π. Ζ. Να ασχοληθούμε με το φαινόμενο σοβαρά, μέσα από οριζόντιες πολιτικές διαρκείας και όχι μόνο επιφανειακά, πυροσβεστικά και επικοινωνιακά. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σοβαρές πλημμέλειες της πολιτείας να διατηρήσει και να ενισχύσει εξειδικευμένες δομές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στην ψυχική υγεία, στην οικογενειακή πολιτική και στη σχολική ζωή. Υπάρχουν εκατοντάδες παιδιά που χρειάζονται μια οργανωμένη πολυεπίπεδη προστασία των δικαιωμάτων τους.