Στις 21 και 22 Μαρτίου, η ισπανική Βουλή συζήτησε μια πρόταση μομφής που παρουσίασε το Vox. Ήταν η δεύτερη φορά σε αυτή τη νομοθετική περίοδο που το ακροδεξιό κόμμα υπό την ηγεσία του Σαντιάγκο Αμπασκάλ προσπάθησε, όχι τόσο να ρίξει την κυβέρνηση, όσο να ανακτήσει ορατότητα στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και να φέρει σε δύσκολη θέση το Λαϊκό Κόμμα (PP). Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: ψήφισαν υπέρ μόνο οι βουλευτές του Vox. Όμως, αντίθετα με την προηγούμενη φορά, στα τέλη του 2020, οι βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος απείχαν. Η άλλη ιδιαιτερότητα της πρότασης μομφής ήταν ότι εκείνος που εμφανιζόταν ως υποψήφιος να αντικαταστήσει τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ –στην Ισπανία η πρόταση μομφής είναι «εποικοδομητική»– δεν ήταν ο Σαντιάγκο Αμπασκάλ, ο ηγέτης του Vox, αλλά ένα ηλικιωμένο πρώην ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος των χρόνων της μετάβασης στη δημοκρατία, ο Ραμόν Ταμάμες, ο οποίος πέρασε ήδη στη δεκαετία του ενενήντα στον συντηρητικό χώρο. Ένα παράξενο γεγονός που, αν θέλουμε, μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η ακροδεξιά, όχι μόνο πέρα από τα Πυρηναία, παίζει με την ιδεολογική οριζοντιότητα και τον ιδεολογικό παρασιτισμό για να προσπαθήσει να διευρύνει την εκλογική της δεξαμενή.

 

Ισχυρή πόλωση

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποτυχημένη πρόταση μομφής του Vox δεν θα είναι παρά μια σημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας των βιβλίων ιστορίας του μέλλοντος. Παρόλα αυτά, είναι ενδεικτική για να κατανοήσουμε κάποιες από τις πολιτικές δυναμικές που χαρακτηρίζουν την ιβηρική χώρα σε μια κατ’ εξοχήν εκλογική χρονιά: τον Μάιο θα πραγματοποιηθούν οι αυτοδιοικητικές εκλογές και τον Δεκέμβριο οι βουλευτικές.

Πρώτα απ’ όλα, η πρόταση δείχνει όχι μόνο την υπάρχουσα ισχυρή πόλωση, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η χώρα είναι πολιτικά χωρισμένη σε δύο μπλοκ, παρόλο που η εποχή του δικομματισμού έχει τελειώσει εδώ και μια δεκαετία και ο κοινοβουλευτικός κατακερματισμός έχει αυξηθεί σημαντικά. Από τη μια πλευρά είναι η όλο και πιο ριζοσπαστικοποιημένη Δεξιά με το Vox σταθερό στις δημοσκοπήσεις στο 14-15% και το Λαϊκό Κόμμα στο 28-32%, ενώ οι Ciudadanos, ένα κόμμα που είχε στόχο να μοιάσει στον Μακρόν, αλλά πήρε θέσεις όλο και πιο δεξιές, κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Από την άλλη είναι η Αριστερά, εκπροσωπούμενη από το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), που υπολογίζεται στο 26-30%, και το Unidas Podemos στο 10-12%, στα οποία πρέπει όμως να προστεθεί το μεγαλύτερο μέρος των περιφερειακών και εθνικιστικών σχηματισμών οι οποίοι, μολονότι δεν είναι τμήμα της σημερινής κυβέρνησης, τη στηρίζουν εξωτερικά.  

 

Σταθερή, παρά την εύθραυστη πλειοψηφία

 

Κατά δεύτερο λόγο, η πρόταση μομφής είναι μια περαιτέρω απόδειξη ότι η κυβέρνηση, παρά ταύτα, είναι περισσότερο σταθερή από όσο λένε. Παρόλο που είναι μειοψηφική, παρόλο που πρέπει να διαπραγματεύεται κάθε φορά την κοινοβουλευτική στήριξη με διαφορετικούς σχηματισμούς και παρόλο που έχει βιώσει εντάσεις στο εσωτερικό της, κάποιες φορές, μάλιστα, πολύ μεγάλες, η κυβέρνηση με επικεφαλής τον Σάντσεθ όχι μόνο κατόρθωσε να υλοποιήσει μια θαρραλέα προοδευτική ατζέντα που οι περισσότεροι θεωρούσαν ανεφάρμοστη στην αρχή της νομοθετικής περιόδου, αλλά στάθηκε ικανή να διαψεύσει τις δυσοίωνες προβλέψεις για την αντοχή και τη διάρκειά της μέσα σε μια εξαιρετικά περίπλοκη διεθνή συγκυρία, επιπλέον, που την είχε σημαδέψει η πανδημική, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία.  

Η νομοθετική δραστηριότητα υπήρξε σημαντική με όλα τα πακέτα κοινωνικών μέτρων –μεταξύ των οποίων το πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου που έδωσε τη δυνατότητα της μείωσης στο ήμισυ των λογαριασμών σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και της ουσιαστικής μείωσης του πληθωρισμού–, με σημαντικές μεταρρυθμίσεις που αναίρεσαν τις αντίστοιχες νεοφιλελεύθερες που εγκρίθηκαν την εποχή του Μαριάνο Ραχόι –όπως οι μεταρρυθμίσεις της εργασίας και των συντάξεων– και με μια σειρά νόμων που διευρύνουν τα δικαιώματα, από την ευθανασία έως την ισότητα των διεμφυλικών ατόμων, από τους νόμους κατά της έμφυλης βίας έως τον νόμο δημοκρατικής μνήμης, αναφέροντας μόνο μερικούς. Όλα αυτά έγιναν χάρη και στα ευρωπαϊκά κονδύλια, των οποίων η Ισπανία είναι η δεύτερη ωφελούμενη χώρα, μετά την Ιταλία, επιτυγχάνοντας άριστα μακροοικονομικά αποτελέσματα: το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,5% το 2022 και το ποσοστό ανεργίας, μολονότι είναι ακόμη υψηλό, καθώς πρόκειται για ένα ενδημικό πρόβλημα της ισπανικής οικονομίας, είναι το χαμηλότερο από το 2008.

Ίσως η επίγνωση της εύθραυστης φύσης της πλειοψηφίας να είναι ακριβώς αυτή που εξασφάλισε την αντοχή της. Μαζί με έναν άλλο παράγοντα: την επίγνωση ότι η μοναδική υπαρκτή εναλλακτική θα ήταν μια κυβέρνηση πολωνικού, σουηδικού ή ιταλικού στιλ. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα τόσο οι βάσκοι εθνικιστές, (οι κεντρώοι –το PNV– και η ριζοσπαστική αριστερά –EH Bildu), όσο και οι πιο πραγματιστικές πλευρές του καταλανικού αυτονομισμού – το κεντροαριστερό Esquerra Republicana de Catalunya– να στηρίζουν σχεδόν πάντα την κυβέρνηση.  

 

Σε διαδικασία μετατροπής το Λαϊκό Κόμμα

 

Κατά τρίτο λόγο, η πρόταση μομφής του Vox έχει, στην πραγματικότητα, δώσει μια ανάσα στην κυβέρνηση, επιτρέποντάς της να ξαναβρεί ενότητα και ορμή, εκτός από το να βγει από την κυκλωτική κίνηση που προωθείται από μια ως επί το πλείστον συντηρητική δικαστική εξουσία και από ένα μιντιακό σύστημα στο οποίο ηγεμονεύει η δεξιά, που βλέπουν  σαν καρφί στο μάτι τους μια κυβέρνηση με υπουργούς της ριζοσπαστικής αριστεράς, μοναδική αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αρχή του 2023 υπήρξε στ’ αλήθεια πολύ δύσκολη για τον Σάντσεθ με την καταψήφιση από τη Βουλή της μεταρρύθμισης του νόμου για την ασφάλεια που είχε ψηφιστεί από τον Ραχόι ή με την αδυναμία να καταλήξει σε μια συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του νόμου για την ολοκληρωτική εγγύηση της σεξουαλικής ελευθερίας, μετά τις απρόοπτες μειώσεις ποινών που αποφάσισαν τα δικαστήρια για εκατοντάδες  καταδικασμένους για βιασμό.

Κατά τέταρτο λόγο, όπως είπαμε, η παραδοσιακή δεξιά του Λαϊκού Κόμματος έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, πιεζόμενη συνεχώς από τον ανταγωνισμό στα δεξιά της. Η αποχή σε μια πραγματικά σουρεαλιστική πρόταση ήταν η περαιτέρω απόδειξη της ανικανότητας των Λαϊκών να κρατηθούν σε απόσταση από τις ανελεύθερες προτάσεις που εκπροσωπεί το Vox, το οποίο φωνάζει από την αρχή της νομοθετικής περιόδου κατά μιας υποτιθέμενης παράνομης κυβέρνησης που θέλει να μετατρέψει τη χώρα σε μια νέα Βενεζουέλα τύπου Τσάβες. Από την άλλη, σε τοπικό επίπεδο οι Λαϊκοί διοικούν διάφορους Δήμους με την εξωτερική στήριξη του κόμματος του Αμπασκάλ και στην περιφέρεια της Καστίλης και Λεόν έχουν σχηματίσει μια διοίκηση συνασπισμού. Ούτε καν η εκλογή πριν από ένα χρόνο στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος ενός στελέχους που θεωρείται ότι εκπροσωπεί τη μετριοπαθή πτέρυγα, του Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, άλλαξε  ουσιαστικά τη γραμμή του κόμματος που βιώνει μια διαδικασία μετατροπής του σε κόμμα τύπου Τόρις, παρόμοια με αυτήν που βίωσε το Ηνωμένο Βασίλειο από το Συντηρητικό Κόμμα.

 

Μέσα από τις σταγόνες

 

Στον ορίζοντα, εν τέλει, δεν φαίνεται εναλλακτική γι’ αυτά τα δύο μπλοκ. Και οι δημοσκοπήσεις, καλώς ή κακώς, δείχνουν ότι το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί πιθανά από μια χούφτα ψήφους. Θα παίξει σημαντικό ρόλο το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών: μια νίκη της δεξιάς στις περιφέρειες-κλειδιά όπως η Βαλένθια θα μπορούσε να γείρει τη ζυγαριά εν όψει των βουλευτικών εκλογών. Θα παίξει όμως ρόλο και η ικανότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς να κατορθώσει να επιτύχει μια συμφωνία με βάση τη νέα πλατφόρμα,  Sumar, που διαμορφώνει η υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ. Υπάρχουν εντάσεις με το Podemos: ο κίνδυνος είναι, αν η αριστερά εμφανιστεί με δύο σχήματα, να βγει τσακισμένη και ο Σάντσεθ, ο οποίος θα αναλάβει τον Ιούλιο το εξάμηνο προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να μην έχει έναν εταίρο αναγκαίο για να διατηρηθεί στην κυβέρνηση.  

Οι εκδοχές είναι δύο: ή στη Μαδρίτη θα συνεχιστεί στο τέλος του χρόνου η εμπειρία της κυβέρνησης προοδευτικού συνασπισμού –δίνοντας προσοχή στην πολυεθνική διάσταση της χώρας– ή και η Ισπανία θα ευθυγραμμιστεί με τον υπερσυντηρητικό άνεμο που πνέει στην Ευρώπη με μια κυβέρνηση που θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο, μετά από την Ιταλία και τη Σουηδία, στη συμμαχία μεταξύ Λαϊκών και Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών εν όψει των ευρωπαϊκών εκλογών της άνοιξης του 2024.

 

Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

 

Στίβεν Φόρτι Ο Στίβεν Φόρτι είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και ερευνητής του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Νέου Πανεπιστημίου της Λισαβόνας. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet