Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις με διαδηλώσεις και απεργίες σε όλη τη χώρα, με βασικό σύνθημα – αίτημα την απόσυρση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Η πιο πρόσφατη ήταν αυτή της 6ης Απριλίου, που είχε την ίδια μαζικότητα και συμμετοχή με τις προηγούμενες. Οι προβλέψεις των φιλικά προσκείμενων στην κυβέρνηση μίντια για εκτόνωση της κατάστασης διαψεύστηκαν για άλλη μια φορά. Όπως διαψεύστηκαν και οι προσδοκίες της κυβέρνησης για διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος. Αντίθετα, η ενότητά των συνομοσπονδιών και της νεολαίας είναι «όσο ποτέ πιο δυνατή σήμερα», διαπιστώνει στον κεντρικό της τίτλο η εφημερίδα των βιομηχάνων Les Echoes.
Η ενότητα αυτή εκφράστηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και στην συνάντηση των συνδικάτων με την πρωθυπουργό, μια ημέρα πριν, στις 5 Απριλίου, όταν αυτή εισέπραξε ένα ομόφωνο «αποσύρετε τη μεταρρύθμιση». Η συνάντηση αυτή κατέληξε σε μια «πλήρη αποτυχία», είναι η κοινή διαπίστωση των ΜΜΕ. Όσο για τα σχέδια και την πρόταση της κυβέρνησης να τεθούν και άλλα ζητήματα στο τραπέζι των συζητήσεων, όπως «η πλήρης απασχόληση» και η «αναδιανομή του πλούτου», η απάντηση ήταν «Όχι. Πρώτα η απόσυρση».
Μέσα σε αυτό το αγωνιστικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί από το ξέσπασμα των κινητοποιήσεων μέχρι σήμερα, πραγματοποιήθηκε το συνέδριο της CGT από τις 27 έως τις 31 Μαρτίου. Ένα συνέδριο πολύ δύσκολο, καθώς διεξήχθη εν μέσω έντονων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, με αποτέλεσμα τον διχασμό των συνέδρων και την καταψήφιση –με ένα οριακό 50,3%– της δράσης της απερχόμενης ηγεσίας με επικεφαλής τον Φιλίπ Μαρτινέζ, ο οποίος στα δύσκολα χρόνια της πανδημίας είχε μια πολύ πλούσια δράση αντιστεκόμενος στην πολιτική του Μακρόν στο οικονομικό, το εργασιακό και το συνταξιοδοτικό πρόβλημα. Οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν αρχικά στο συνέδριο, φάνηκε να ξεπερνιούνται με τη συζήτηση των προγραμματικών θέσεων και των γενικών κατευθύνσεων της CGT για την επόμενη περίοδο –και την ψήφισή τους με 72,9%.
Όμως, την τελευταία ημέρα, με τη διαδικασία εκλογής του νέου οργάνου και, κυρίως, του επικεφαλής, επανήλθε η οξύτητα. Η απερχόμενη διοίκηση πρότεινε ως γ.γ. μια συνδικαλίστρια από τον χώρο των εκπαιδευτικών, η οποία δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Το ίδιο συνέβη και με την εναλλακτική πρόταση, η οποία προερχόταν από τον χώρο της δημόσιας διοίκησης. Αλλά και ο προερχόμενος από τη Μασσαλία υποψήφιος αποσύρθηκε, καθώς οι εκτιμήσεις τον έφερναν να αποσπά μόνο ένα 25% των συνέδρων.
Μετά τις άγονες προσπάθειες, η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας πρότεινε τη Sophie Binet, μια νέα γυναίκα 41 ετών, με δράση στην UNEF από τα φοιτητικά της χρόνια και στη συνέχεια στη CGT, καθώς και με έντονη παρουσία στα οικολογικά και τα φεμινιστικά κινήματα. Η ίδια είναι και συγγραφέας του βιβλίου «η CGT, οι γυναίκες, η εργασία τους και η συνδικαλιστική δράση». Είναι μάλιστα και επικεφαλής του τμήματος των τεχνικών και μηχανικών της συνομοσπονδίας. Η πρόταση – έκπληξη αυτή έγινε δεκτή από τους συνέδρους και όχι μόνον. Η Le Monde έγραψε «η CGT με την επιλογή της αυτή προχώρησε σε μια διπλή επανάσταση, καθώς πραγματοποίησε, κατά θεαματικό τρόπο, μια ιστορική αλλαγή, τοποθετώντας γυναίκα στο τιμόνι της, για πρώτη φορά από το 1895, έτος της ίδρυσής της… Και επειδή η νέα γ.γ. μπορεί να παντρέψει την εργασιακή κουλτούρα με τους σύγχρονους προβληματισμούς».
Η Sophie Binet, μετά την εκλογή της, κλείνοντας τις εργασίες του συνεδρίου, ευχαρίστησε τους συναδέλφους της που «βίωσαν μια δύσκολη διαδικασία πάνω σε ένα ηφαιστειακό πεδίο. Απέφυγαν ωστόσο την έκρηξη –αν και υπήρξαν στιγμές που οι σχέσεις μας δεν ήταν οι καλύτερες. Φιλοδοξία μας είναι να ξαναβρούμε τις σχέσεις μας που απορρέουν από την κουλτούρα του διαλόγου και του αγώνα». Για τις αποφάσεις του συνεδρίου ανέφερε πως η CGT θα ξεκινήσει μια καμπάνια για το άνοιγμα και τη μαζικοποίηση των συνδικάτων, θέτοντας παράλληλα και την ατζέντα για τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και εργασιακά προβλήματα μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Στη συνέχεια εξέφρασε την ελπίδα η CGT να συνεχίσει τον αγώνα κατά των διακρίσεων και εναντίον της σεξουαλικής βίας, ευχαριστώντας τον Φιλίπ Μαρτινέζ που είχε παίξει έναν σημαντικό ρόλο για τα θέματα αυτά ως επικεφαλής της.
Οι κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος έχουν βοηθήσει τα συνδικάτα να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων. Η νέα γ.γ. της CGT γνωρίζει ότι για να ανοιχτεί στον νέο κόσμο, θα πρέπει να ξεπεράσει τις εσωτερικές τριβές. Το έργο αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, καθώς ορισμένες δυνάμεις δεν βλέπουν με καλό μάτι τη συμμετοχή στην κοινωνική, περιβαλλοντική και ανθρωπιστική συλλογικότητα «Ποτέ πια έτσι», ενώ δεν δέχονται και την πιο στενή συνεργασία με την FSU και την Solidarite. Επιπλέον, ζητούν την ένταξη και συμμετοχή στην PSO (Παγκόσμια Συνδικαλιστική Οργάνωση), από την οποία η CGT είχε αποχωρήσει το 1995.
Πέραν, όμως, από τις διαφορές αυτές, τα μέλη και τα στελέχη της CGT έχουν βαθύτερους δεσμούς με την συνδικαλιστική τους οργάνωση, που έχει βάλει τη σφραγίδα της σε όλες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις, όπως είναι οι συλλογικές κατακτήσεις και δικαιώματα, η κοινωνική ασφάλιση και ο χρόνος εργασίας. Η ενότητα και η δράση της είναι τώρα πιο αναγκαία από ποτέ για τους Γάλλους, αλλά και τους ευρωπαίους εργαζόμενους.