«Συντελούνται αλλαγές που δεν έχουμε δει εδώ και εκατό χρόνια. Και είμαστε εμείς που οδηγούμε μαζί αυτή την αλλαγή». Αυτά λέγοντας αποχαιρέτησε ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντίμιρ Πούτιν, μετά το πέρας της συνάντησής τους στη Μόσχα πριν δύο εβδομάδες.
Η επίσκεψη του προέδρου Σι Ζινπίνγκ στη Μόσχα το Μάρτιο, και η δημοσιοποίηση, με την επίνευση της Ρωσίας, νωρίτερα τον Φεβρουαρίου, του λεγόμενου «σινικού πλαισίου ειρήνευσης» στην Ουκρανία, δεν ήταν μόνο ένα καθαρό μήνυμα προς την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της ότι η Μόσχα έχει την πολυεπίπεδη στήριξη του Πεκίνου – στήριξη διπλωματική, οικονομική αλλά και αμυντική, αν χρειαστεί. Ήταν μια ακόμη υπόμνηση της απόφασης της Κίνας να πρωταγωνιστήσει διεθνώς, με την έμφαση στο γεωπολιτικό μέρος αυτή τη φορά, ιδιαίτερα στην άμυνα και την ασφάλεια.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται ηχηρά η συμφωνία της 10ης Μαρτίου ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και Ιράν να αποκαταστήσουν –με τη μεσολάβηση της Κίνας– τις διπλωματικές τους σχέσεις, που είχαν διακοπεί το 2016. Η συμφωνία αυτή, που εξέπληξε πολλούς δυτικούς αξιωματούχους και αναλυτές, προβλέπεται καθοριστική των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Μειώνοντας την ένταση ανάμεσα σε δύο από τους ισχυρότερους παίκτες στην περιοχή, επιτρέπει στη συνεργασία τους να διεκπεραιώσει κρίσιμες εκκρεμότητες ασφαλείας σε αυτήν. Πρόκειται για μια ιστορικών διαστάσεων αμφισβήτηση της ηγεμόνευσης της Μέσης Ανατολής από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ή, όπως το έθεσε ο κινέζος πρόεδρος, για μια συμφωνία που αναδεικνύει την πρόθεση της χώρας του «να συμμετάσχει ενεργά», σε ρόλο ειρηνοποιού, «στο μετασχηματισμό και την οικοδόμηση του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης», αναλαμβάνοντας «πρωτοβουλίες για την παγκόσμια ασφάλεια» –στην ουσία αμφισβητώντας το ηγεμονικό προνόμιο των Ηνωμένων Πολιτειών να ορίζουν κατά το δοκούν τι σημαίνει «παγκόσμια ασφάλεια».
Είχε προηγηθεί η σύνοδος του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο του 2022, όπου κλήθηκαν και συμμετείχαν, για πρώτη φορά στα χρονικά, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία –μια κίνηση άτυπης, όπως ερμηνεύτηκε, διεύρυνσης της συμμαχίας του Βόρειου Ατλαντικού στον Ινδο-Ειρηνικό. Στη σύνοδο εκείνη το ΝΑΤΟ συμπεριέλαβε για πρώτη φορά την Κίνα στις προκλήσεις ασφαλείας για τη συμμαχία. «Οι φιλοδοξίες της Κίνας συνιστούν συστημικές προκλήσεις για τη διεθνή τάξη», έλεγε το ανακοινωθέν.
Η επίσκεψη Σι Ζινπίνγκ στη Μόσχα ήταν η απάντηση στη στοχοποίηση της χώρας του και, υπό το πρίσμα αυτό, η υπογράμμιση της στρατηγικής σημασίας που αποδίδει η Κίνα στη σύμπραξη με τη Ρωσία.
Η απόφαση του ΟΠΕΚ+
Ακριβώς στη στρατηγική αυτή σύμπραξη, και στο συντονισμό κινήσεων Κίνας-Ρωσίας, παραπέμπει η φράση «είμαστε εμείς που οδηγούμε μαζί αυτή την αλλαγή». Που σημαίνει ότι όταν ο Σι Τζινπίνγκ το έλεγε αυτό στις 22 Μαρτίου ήταν ενήμερος για τη νέα έκπληξη –μετά τη συμφωνία Τεχεράνης-Ριάντ— που επιφύλασσε, δέκα μέρες αργότερα, στη Δύση η Μόσχα αυτή τη φορά. Όταν η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία ήρθαν, συμπορευόμενες, να κλονίσουν τις ήδη ασταθείς βεβαιότητες των οικονομιών της Δύσης.
Την περασμένη Δευτέρα, ο ΟΠΕΚ+ –ήτοι οι 23 πετρελαιοπαραγωγοί χώρες κυρίως της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής που, συμπεριλαμβανόμενης της Ρωσίας από το 2016, ελέγχουν πάνω από το 40% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου– αιφνιδίασαν ανακοινώνοντας μείωση της ημερήσιας παραγωγής τους κατά 1,6 εκατομμύρια βαρέλια. Η Σαουδική Αραβία, de facto ηγέτης του ΟΠΕΚ, ευθυγραμμίστηκε με τη Ρωσία στην (και) ενεργειακή αναμέτρησή της με τις ΗΠΑ, πυροδοτώντας νέα έκρηξη τιμών και ακυρώνοντας κάθε προηγούμενη προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών της Δύσης να συγκρατήσουν τον ιστορικά υψηλό πληθωρισμό μέσω, συν τοις άλλοις, της βίαιης αύξησης των επιτοκίων δανεισμού. Αυθημερόν η τιμή του αργού ανέβηκε στα 84 δολάρια το βαρέλι, απειλώντας να ξεπεράσει τα 100 στο τέλος του 2023.
Με όρους οικονομίας, η απόφαση του ΟΠΕΚ+ οδηγεί σε νέες επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού, με θύματα την πραγματική οικονομία, τον οικογενειακό προϋπολογισμό και την εσωτερική σταθερότητα. Με όρους γεωπολιτικής, διευρύνει το ρήγμα στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Ριάντ, και, το σημαντικότερο, επιβεβαιώνει την ευθυγράμμιση Ριάντ-Μόσχας, που είχε ξεκινήσει με το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και τις πρώτες κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Είχε από νωρίτερα γίνει αντιληπτή από τις χώρες του ΟΠΕΚ η ανάγκη να αναπροσανατολιστούν οικονομικά και διπλωματικά, μπροστά σε ένα μέλλον μειούμενης εξάρτησης των οικονομιών από τα ορυκτά καύσιμα –λόγω και της «πράσινης μετάβασης»-- και αυξανόμενης απομάκρυνσης, με όρους στρατιωτικής παρουσίας, των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, αναδιατάσσοντας τους συσχετισμούς επιρροής στην περιοχή.
Αναθεώρηση στρατηγικών
Σημαντικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου αναθεωρούν τις στρατηγικές τους. Η Αίγυπτος επαναπροσεγγίζει τη Ρωσία και την Κίνα, η Τουρκία αποκαθιστά σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, διαφυλάσσει τις σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα. Την Κυριακή ο εκπρόσωπος του προέδρου Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα υποστηρίξει το κινεζικό σχέδιο ειρήνευσης στην Ουκρανία.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να πράξει αναλόγως, να ενεργοποιηθεί σαν γέφυρα συνεννόησης και συνεργασίας για τη συλλογική ασφάλεια στο χώρο Ευρωπαϊκή Ένωση-Βαλκάνια-Ανατολική Μεσόγειος. Να συμβάλει στην αναζήτηση ειρηνικής διεξόδου από τον πόλεμο, στη βάση του απαραβίαστου των συνόρων και της διασφάλισης των δικαιωμάτων της ρωσικής εθνότητας στην Ανατολική Ουκρανία. Στη βάση μιας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας χωρίς αποκλεισμούς και ψυχροπολεμικά τείχη.
Με ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν το πράττει. Αδρανεί χωρίς επίγνωση του κινδύνου απομόνωσης και υποβάθμισης που εγκυμονεί η απραξία, η επανάπαυση στην επιλογή του «προκεχωρημένου φυλακίου», του «δεδομένου συμμάχου».
Η διεθνής αστάθεια, οι ανακατατάξεις στην περιοχή είναι επείγουσες προκλήσεις. Επιβάλλεται η ανασύνταξη του κράτους. Του κοινωνικού κράτους πρωτίστως. Η κοινωνική συνοχή, η εσωτερική σταθερότητα είναι «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση της ασφαλούς πλεύσης της χώρας. Αυτή η κυβέρνηση την υπονομεύει συστηματικά. Να προθερμαίνεται η επόμενη.