Στο φύλλο της 12ης Μαρτίου αναφέρθηκαν τα (αρκετά) ενδιαφέροντα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί στις Ιδέες για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σήμερα προσθέτουμε το πρώτο μέρος ενός ακόμα άρθρου για το ίδιο θέμα, αυτή τη φορά του γνωστού οικονομολόγου και κοινωνιολόγου, Βόλφγκανγκ Στρέεκ, ομότιμου διευθυντή του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, που δημοσιεύτηκε στο Sidecar, το μπλογκ, του New Left Review, στις 16 Μαρτίου 2023. Το κείμενο περιγράφει με τεκμηριωμένα στοιχεία τους λόγους και τους τρόπους «γερμανοποίησης» του πολέμου από την κυβέρνηση Μπάιντεν και την πρόθυμη αποδοχή της από την κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και πράσινων στο Βερολίνο, η οποία αλλάζει ριζικά την παραδοσιακά σχετική αυτονομία της Γερμανίας απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Χ.Γο.

 

Σύμφωνα με τον νόμο του Χόφσντατερ1, προφανώς απόγονο του νόμου του Μέρφι2, «όλα τα πράγματα χρειάζονται περισσότερο χρόνο να γίνουν από όσο έχεις υπολογίσει». Πέρυσι, ο πρώτος που κατάλαβε με έναν πολύ άσχημο τρόπο τι σημαίνει αυτός ο νόμος ήταν ο ρώσος πολεμοκάπηλος Πούτιν, ο οποίος βέβαια θα μπορούσε να γλιτώσει το σοκ αν ακολουθούσε το παράδειγμα του Τρότσκι και του Μάο Τσετούνγκ και αφιέρωνε λίγο από τον χρόνο του στη μελέτη του Κλάουζεβιτς. Μετά την αποτυχία της αποκαλούμενης από τον ίδιον «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» να καταλάβει το Κίεβο -κάτι που είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί μέσα σε μία ή δύο εβδομάδες, βάζοντας μια για πάντα τέλος στον ενδογενή φασισμό και τον εξωγενή δυτικισμό της Ουκρανίας- ο Πούτιν ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσάρεστη προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου αόριστης διάρκειας, όχι μόνο με την Ουκρανίας αλλά και, με τη μία ή την άλλη μορφή, με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Λιγότερο από ένα έτος μετά, κάτι παρόμοιο συνέβη στον αμερικανό ομόλογό του, Μπάιντεν. Με την ουκρανική νίκη να μην είναι ορατή πουθενά στον ορίζοντα, ο πραγματικός καταιγισμός οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και των ολιγαρχών φίλων του Πούτιν ελάχιστα είχε πλήξει την ικανότητα της Ρωσίας να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της το Ντονμπάς και τη χερσόνησο της Κριμαίας. Οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2022, στις οποίες οι Δημοκρατικοί έχασαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ήταν αναμφίβολα ένα μήνυμα ότι η προθυμία αμερικανικού εκλογικού σώματος να χρηματοδοτήσει την περιπέτεια Μπάιντεν-Μπλίνκεν-Σάλιβαν-Νούλαντ δεν ήταν τόσο δεδομένη. Πράγματι, η κατάσταση  που διαμορφώνεται με έναν πόλεμο φθοράς χωρίς ορατό τέλος θεωρείται όλο και περισσότερο ότι θα μπορούσε να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις για τους Δημοκρατικούς στις προεδρικές εκλογές του 2024.

 

Η κινεζική διαφυγή

 

Δεδομένου ότι αποκλείεται άλλη μία αποχώρηση τύπου Αφγανιστάν, καθώς το 2021 δεν έχει ξεχαστεί ακόμη ούτε από το γνωστό για την αδύνατη μνήμη του αμερικανικό κοινό, και με τον Πούτιν να μην έχει άλλη επιλογή από το να επιμείνει στην πολιτική του επί ποινή διαπόμπευσης, εναπόκειται πλέον στην κυβέρνηση Μπάιντεν να αποφασίσει πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 2023, φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ευρέως φάσματος εναλλακτικές λύσεις, και μάλιστα αυτό να γίνει γρήγορα. Ας αποκαλέσουμε την πρώτη κινεζική διαφυγή. Από τις 4 Νοεμβρίου, όταν ο Σολτς πραγματοποίησε μια μονοήμερη επίσκεψη στο Πεκίνο, υπάρχει μια διαρκής έκκληση από την Κίνα και προσωπικά από τον Σι για τον αποκλεισμό, ανεξαρτήτως των συνθηκών, της χρήσης στο πεδίο της μάχης τακτικών πυρηνικών3. Για προφανείς λόγους αυτή η έκκληση αφορούσε περισσότερο τη Ρωσία από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ουκρανία, δεδομένης της ορατής πια από όλους ανεπάρκειας των συμβατικών δυνάμεων της Ρωσίας. Με το κονδύλι του προϋπολογισμού για τις στρατιωτικές δαπάνες να είναι μόλις και μετά βίας υψηλότερο από το αντίστοιχο της Γερμανίας, η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί μια πυρηνική ικανότητα-που περιλαμβάνει στρατηγικά διηπειρωτικά πυρηνικά όπλα-ισοδύναμη με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό αφήνει ελάχιστα περιθώρια για τις συμβατικές δυνάμεις της. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης έγιναν εμφανείς όταν ο ρωσικός στρατός αποδείχθηκε ανίκανος να καταλάβει το Κίεβο, που βρίσκεται μόλις 300 χιλιόμετρα από τα ρωσο-ουκρανικά σύνορα.

Η Κίνα διαμηνύοντας στην εξαρτώμενη από αυτήν Ρωσία, της οποίας είναι ο στενότερος και ισχυρότερος σύμμαχος, ότι η πυρηνική απάντηση σε μια στρατιωτική προέλαση της εξοπλισμένης με αμερικανικά όπλα Ουκρανίας δεν είναι ευπρόσδεκτη, έκανε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ μια εξυπηρέτηση που είναι τόσο σημαντική ώστε είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα μπορούσε να μείνει εκτός ενός πεδίου «δούναι και λαβείν». Υπάρχουν ενδείξεις ότι σε αντάλλαγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχρεώθηκαν να δεσμευτούν πως θα διατηρήσουν τη στρατιωτική ισχύ της Ουκρανίας σε ένα επίπεδο που δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κατάσταση η οποία θα ανάγκαζε τη Ρωσία να καταφύγει στη χρήση πυρηνικών όπλων. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνεννόησης, αν αυτή όντως υπάρχει, που μάλλον υπάρχει, θα ήταν ουσιαστικά το «πάγωμα» του πολέμου: η δημιουργία ενός αδιεξόδου βασιζόμενου περίπου στις σημερινές εδαφικές θέσεις των δύο στρατών, το οποίο θα μπορούσε να διαρκέσει για χρόνια.

Επιπλέον, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες το ήθελαν, αυτού του είδους η διπλωματία υπό την αιγίδα της Κίνας θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Η απόσταση ανάμεσα στο αδιέξοδο και την κατάπαυση του πυρός, και ίσως από εκεί σε κάτι που θα μοιάζει με ειρηνική διευθέτηση δεν είναι μεγάλη, ακόμη και αν αυτή θα αποδειχθεί εξίσου βρώμικη με την αντίστοιχη στη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο. Oι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να πείσουν την ουκρανική κυβέρνηση να αποδεχθεί αυτή τη λύση, κάτι που δεν είναι πολύ δύσκολο, δεδομένου ότι ήταν σ’ αυτές κατά κύριο λόγο οφείλεται η αρχική εγκατάστασή της: «ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον»4. Από αμερικανικής πλευράς, ωστόσο, ένα σημαντικό ελάττωμα αυτού του τρόπου επίλυσης του προβλήματος θα ήταν ότι οι Κινέζοι, σε αντάλλαγμα για τις καλές υπηρεσίες τους και, στην πραγματικότητα, για τη βοήθειά τους στην επανεκλογή του Μπάιντεν, θα μπορούσαν να περιμένουν μια υποχώρηση στην Ασία, που θα ήταν τόσο σημαντική ώστε να δυσκολέψει τον Μπάιντεν να κάνει αυτό που προφανώς θέλει να κάνει μετά την Ουκρανία: να επιτεθεί στην Κίνα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να ξεφύγει από αυτό που στη σημερινή στρατηγική συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλείται «παγίδα του Θουκυδίδη»: μια κατάσταση κατά την οποία ένας εν ενεργεία ηγεμόνας, προκειμένου να είναι σίγουρος ότι θα συνεχιστεί η κυριαρχία του, πρέπει να επιτίθεται εγκαίρως σε έναν ανερχόμενο αντίπαλο.

 

 

Η ευρωπαϊκοποίηση-γερμανοποίηση του πολέμου

 

Όσο δελεαστική κι αν είναι η προοπτική μιας διεξόδου από το ουκρανικό τέλμα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσανατολίζονται σε μια δεύτερη, εναλλακτική προσέγγιση, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε ευρωπαϊκοποίηση και μάλιστα γερμανοποίηση του πολέμου. Θυμάστε τη βιετναμοποίηση; Αν και τελικά δεν λειτούργησε -στο τέλος οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η χώρα που ηττήθηκε, όχι το περιφερειακό υποκατάστατό τους, το οποίο δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από αποκύημα της αμερικανικής φαντασίας- έδωσε μια ανάσα στις ΗΠΑ. Διευκόλυνε, επίσης, την προπαγανδιστική μηχανή της να «πουλήσει» στο αμερικανικό κοινό την προοπτική μιας έντιμης υποχώρησης από το πεδίο της μάχης, με τη συνέχιση του πολέμου στο πεδίο να ανατίθεται σε έναν πολιτικά αξιόπιστο και, υποτίθεται, στρατιωτικά ικανό bona fide [έμπιστο] σύμμαχο. Τη δεκαετία του 1960 δεν υπήρχε τέτοιος σύμμαχος στη Νοτιοανατολική Ασία, αλλά στην Ευρώπη του 2020 τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά. Σε αντίθεση με το Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να καταφέρουν να αποστασιοποιηθούν σιγά-σιγά από τις επιχειρησιακές δραστηριότητες του πολέμου-να τον διευθύνουν αντί να τον διεξάγουν-αναθέτοντας την υλική υποστήριξη, τις αποφάσεις σε σχέση με την επιχειρησιακή τακτική  και την ανακοίνωση των κακών ειδήσεων στην ουκρανική κυβέρνηση σε έναν τοπικό subcomandante [υποδιοικητή] που, αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν αποδιοπομπαίος τράγος και σαν σάκος του μποξ.

Ποιος θα μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο; Προφανώς όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επικεφαλής της, Ούρσουλα  φον ντερ Λάιεν πριν μετακομίσει στις Βρυξέλλες, ως υπουργός Άμυνας της Γερμανίας είχε θεωρηθεί εντελώς ανίκανη και μόλις και μετά βίας γλίτωσε μια κοινοβουλευτική έρευνα σχετικά με την οικτρή θητεία της5. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η ΕΕ δεν έχει ρευστό χρήμα, ενώ επιπλέον εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο ακόμα και για αυτούς που έχουν εσωτερική πληροφόρηση ποιος, γιατί και για ποιόν αποφασίζει στις Βρυξέλλες, γεγονός που συνήθως οδηγεί σε αργές, διφορούμενες και ανεξέλεγκτες αποφάσεις - κάτι που δεν είναι χρήσιμο σε έναν πόλεμο. Ούτε μπορεί να ανατεθεί η δουλειά στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο με την έξοδό του από την ΕΕ έχει αποκοπεί από τον νομοπαρασκευαστικό μηχανισμό της. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργεί ήδη σαν υπασπιστής των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλο τον κόσμο, βοηθώντας τες να συστήσουν ένα παγκόσμιο μέτωπο κατά της Κίνας, η οποία ενδεχομένως θα είναι ο επόμενος στόχος του ατελείωτου πολέμου τους. Τέλος, αποκλείεται το περίφημο γαλλογερμανικό "tandem" [«μαζί»]6, ένα κατασκεύασμα για το οποίο κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν είναι κάτι περισσότερο από μια δημοσιογραφική ή διπλωματική χίμαιρα.

Αυτή που απομένει είναι η Γερμανία - πράγματι, αν ανατρέξουμε στο παρελθόν θα ανακαλύψουμε ότι, εδώ και αρκετά χρόνια, προαλειφόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο υποδιοικητής τους για το ουκρανικό τμήμα του παγκόσμιου πολέμου που γίνεται στο όνομα των «δυτικών αξιών». Η γερμανοποίηση της σύγκρουσης θα γλίτωνε την κυβέρνηση Μπάιντεν από την υποχρέωσή της να ανταποδώσει στους Κινέζους την βοήθειά της να αποσυρθεί από έναν πόλεμο που απειλεί να γίνει αντιδημοφιλής στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι προσπάθειες επιστράτευσης των Γερμανών ως των ευρωπαϊκών βοηθητικών δυνάμεων μπορούν να στηριχτούν στην κληρονομιά του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, που περιλαμβάνει μια ισχυρή στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία, η οποία εξακολουθεί να βασίζεται εν μέρει σε νομικά δικαιώματα που ανάγονται στην άνευ όρων παράδοση της χώρας το 1945. Αυτή τη στιγμή, στη Γερμανία σταθμεύουν περίπου 35.000 αμερικανοί στρατιώτες, με 25.000 μέλη των οικογενειών τους και 17.000 πολιτικοί υπάλληλοι, ένας αριθμός μεγαλύτερος από κάποιον αντίστοιχο σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, εκτός μάλλον από την Οκινάουα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν 181 στρατιωτικές βάσεις διεσπαρμένες σε όλη τη Γερμανία, με τις μεγαλύτερες να είναι αυτές του Ράμσταϊν στη Ρηνανία-Παλατινάτο και του Γκράφενβιαρ στη Βαυαρία. Η βάση του Ράμσταϊν χρησιμοποιήθηκε ως επιχειρησιακό στρατηγείο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας - συντονίζοντας, μεταξύ άλλων, τις ειδικές πτήσεις μεταφοράς κρατουμένων από όλο τον κόσμο στο Γκουαντάναμο- και συνεχίζει να αποτελεί το διοικητήριο για τις αμερικανικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Οι αμερικανικές βάσεις στη Γερμανία φιλοξενούν, επίσης, έναν άγνωστο αριθμό πυρηνικών κεφαλών, με ορισμένες από τις οποίες η γερμανική αεροπορία μπορεί να πλήξει στόχους επιλογής των Ηνωμένων Πολιτειών, χρησιμοποιώντας μαχητικά βομβαρδιστικά πιστοποιημένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες (υπό την αιγίδα της λεγόμενης «πυρηνικής συμμετοχής»).

Υπήρξαν στιγμές στη μεταπολεμική εποχή που οι γερμανικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αποκτήσουν μια δική τους πολιτική εθνικής ασφάλειας∙ όπως η détente [πολιτική της ύφεσης] του Βίλι Μπραντ, που αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τον Νίξον και τον Κίσινγκερ∙ η άρνηση του Σρέντερ, και του Σιράκ, να συμμετάσχουν στην άκαρπη αναζήτηση από τον «Συνασπισμό των Προθύμων» όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ∙ το βέτο της Μέρκελ, και του Σαρκοζί, το 2008, για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ∙ η προσπάθεια της Μέρκελ, και του Ολάντ να μεσολαβήσουν για κάποιου είδους διευθέτηση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, με αποκορύφωμα τις συμφωνίες του Μινσκ Ι και ΙΙ∙ και η πεισματική άρνηση της Μέρκελ να λάβει σοβαρά υπόψη της τον στόχο του ΝΑΤΟ τα κονδύλια για την άμυνα να ανέρχονται στο 2% του ΑΕΠ. Από το 2022, όμως, η μεγάλη εκλογική πτώση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και η άνοδος των Πράσινων έχουν αποδυναμώσει τη γερμανική ικανότητα και κυρίως την επιθυμία για κάποια ελάχιστη στρατηγική αυτονομία. Αυτό φάνηκε δύο ημέρες μετά τον πόλεμο από την ομιλία Zeitenwende7 του Σολτς στη Βουλή για το «τέλος εποχής» της γερμανικής πολιτικής, η οποία αν μη τι άλλο ήταν μια υπόσχεση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι η ανυπακοή του τύπου Μπραντ, Σρέντερ και Μέρκελ δεν θα ξανασυμβεί.

Ο Σολτς μπορεί να είχε την ελπίδα ότι το ειδικό ταμείο των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που προορίζεται για την αναβάθμιση των ομοσπονδιακών ενόπλων δυνάμεων, το οποίο χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου με δανεισμό και συνεπώς δεν εμφανίζεται στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς, θα καθησύχαζε τις όποιες υποψίες για γερμανική ανυπακοή. Αντ' αυτού, το πρώτο έτος του πολέμου έγιναν διάφορες αξιολογήσεις της έκτασης που είχε η γερμανική μεταστροφής από τον μεταπολεμικό ειρηνισμό στον αγγλοαμερικανικό δυτικισμό. Όταν, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την προαναφερθείσα ομιλία Zeitenwende του Σολτς, κάποιοι σκεπτικιστές παρατηρητές ανέφεραν ότι αυτά τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ δεν είχαν καν αρχίσει να δαπανώνται, ότι πριν γίνει η εκταμίευση για την πληρωμή του νέου εξοπλισμού θα έπρεπε να γίνει η παραγγελία του, και ότι πριν γίνει η παραγγελία του θα έπρεπε να γίνει η επιλογή του. Έτσι, για να δείξει την καλή της θέληση, η Γερμανία έσπευσε να υπογράψει μια σύμβαση για την προμήθεια 35 αεροσκαφών F-35 με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών - και όχι, όπως θα ήταν λογικό με τους κατασκευαστές των αεροσκαφών, τις εταιρείες Lockheed Martin και Northrop Grumman. Αυτά τα αεροσκάφη, που αποτελούσαν εδώ και καιρό το αντικείμενο του πόθου της Πράσινης υπουργού Εξωτερικών, πρόκειται να αντικαταστήσουν τον, υποτίθεται, απαρχαιωμένο στόλο αεροσκαφών Tornado που διατηρεί η Γερμανία για την «πυρηνική συμμετοχή» της. Με ένα εκτιμώμενο κόστος 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των επισκευών και της συντήρησης, τα συγκεκριμένα αεροπλάνα έχει προγραμματιστεί να παραδοθούν προς το τέλος αυτής της δεκαετίας, με μοναδικό όρο ότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να αναπροσαρμόσει μονομερώς την τιμή τους προς τα πάνω.

Όπως αποδείχθηκε, η συμφωνία για τα F-35 το μόνο που πέτυχε ήταν να δώσει στους Γερμανούς μια μικρή αναβολή. Ενώ οι κλάδοι παροχής υπηρεσιών και οι λομπίστες στη Γερμανία, και πέρα από αυτήν, αντιδικούσαν μεταξύ τους ως προς το πού θα ήταν καλύτερο να δαπανηθεί το υπόλοιπο ποσό  του ταμείου, ο Σολτς, για να κατευνάσει την αμερικανική ανυπομονησία, απέλυσε την υπουργό Άμυνας, μια παλιά ασήμαντη πολιτικό του SPD, η οποία είχε διοριστεί σ’ αυτή τη θέση παρά τη θέλησή της για να ικανοποιήσει τις υποτιθέμενες απαιτήσεις του γερμανικού κοινού για ισότητα των φύλων. Λίγο πριν από την απόλυσή της, μία από τις  επίδοξες διαδόχους της, που υπηρετούσε ως Συνήγορος των Ενόπλων Δυνάμεων, ζήτησε την αύξηση των χρημάτων του ειδικού ταμείου από 100 σε 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Λίγες ημέρες αργότερα τη θέση του υπουργού Άμυνας ανέλαβε κάποιος άλλος, ο Μπόρις Πιστόριους, μέχρι τότε υπουργός Εσωτερικών στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας, ένας άνδρας που επίσης δεν είχε στρατιωτική εμπειρία, αλλά ως προσωπικότητα εξέπεμπε μια γενική διαχειριστική ικανότητα. Μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου υπουργού ήταν να διαλύσει την μέχρι τότε προσεκτικά καλλιεργούμενη ασάφεια της προαναφερθείσας ομιλίας του Σολτς στη Βουλή σχετικά με το αν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ ήταν το ποσό που χρειαζόταν για να φτάσει το ποσοστό των αμυντικών δαπανών στο 2%, ή αν θα το υπερέβαινε ως κάποιο πρόστιμο για την ολιγωρία του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον Πιστόριους αυτό που θα συνέβαινε ήταν το δεύτερο, οπότε οι τακτικές αμυντικές δαπάνες θα έπρεπε να αυξάνονται κατά 10 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, για αρκετά χρόνια, πέρα και πάνω από το ποσό του ειδικού ταμείου που δαπανήθηκε. Επιπλέον, όταν ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος επρόκειτο να τοποθετηθεί στη θέση τού επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Νορβηγίας – αυτή κι αν ήταν αργομισθία – αποκάλυψε ότι το 2% θα ήταν στο εξής το ελάχιστο ποσοστό των εθνικών προϋπολογισμών που θα διατίθετο στις αμυντικές δαπάνες, ο Πιστόριους ήταν από τους πρώτους που συμφώνησαν.

Εν τω μεταξύ, τον Σεπτέμβριο του 2022, η επόμενη δοκιμασία, που ήταν πάλι σκληρή, αφορούσε την καταστροφή των αγωγών Nord Stream 1 και 2 που, κατά τον αμερικανό ερευνητή δημοσιογράφο Σέϊμουρ Χερς, έγινε από μια αμερικανο-νορβηγική ομάδα σαμποτέρ. Εδώ η γερμανική κυβέρνηση θεώρησε ότι το καθήκον της ήταν να προσποιείται πως δεν είχε ιδέα για την ταυτότητα αυτών που είχαν καταστρέψει τους αγωγούς, να μην αναφέρεται καθόλου στο συγκεκριμένο ζήτημα και να επιβάλει στον Τύπο είτε να κάνει το ίδιο, είτε να λέει στο κοινό ότι ο ένοχος ήταν «ο Πούτιν». Η κυβέρνηση πέρασε επιτυχώς αυτή την δοκιμασία. Λίγες εβδομάδες μετά το συμβάν, όταν ένα μόνο από τα 709 μέλη της βουλής ρώτησε την κυβέρνηση τι γνώριζε για το συμβάν η απάντηση που πήρε ήταν ότι, για λόγους προστασία του «εθνικού συμφέροντος», έχει ληφθεί η απόφαση να μη δίνονται απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις: ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον. (Την επομένη ημέρα από αυτήν που ο Χερς δημοσιοποίησε τα ευρήματά του, η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine αναφέρθηκε σ’ αυτά με τον τίτλο "Kreml: USA haben Pipelines beschädigt" [Κρεμλίνο: Οι Ηνωμένες Πολιτείες ΗΠΑ κατέστρεψαν τους αγωγούς].

Μια ακόμη δοκιμασία πίστης, πιο παρατεταμένη χρονικά και επιπλέον σωρευτική, που η γερμανική κυβέρνηση υπέστη παράλληλα με τη μάχη του προϋπολογισμού, αφορούσε την παράδοση όπλων και πυρομαχικών στον ουκρανικό στρατό. Η Ουκρανία ήταν από το 2014 η μόνη βιομηχανική χώρα με τη μακράν μεγαλύτερη ετήσια αύξηση των αμυντικών δαπανών, που δεν χρηματοδοτούνται από τους ολιγάρχες της αλλά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο τη λεγόμενη «διαλειτουργικότητα» μεταξύ του ουκρανικού στρατού και του ΝΑΤΟ (που, το 2020, δηλώθηκε επισήμως ότι επιτεύχθηκε). Παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να ανησυχούσε τους ρώσους στρατηγούς - οι οποίοι σίγουρα γνώριζαν την εγκατάλειψη των συμβατικών δυνάμεών τους μετά την απόφαση του Πούτιν η Ρωσία να ακολουθεί την Αμερική στον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών της δυνάμεων- από την πρώτη ημέρα της ρωσικής επίθεσης ζητήθηκε από τα κράτη του ΝΑΤΟ να αρχίσουν να  στέλνουν στην Ουκρανία όλο και περισσότερα και πιο ισχυρά όπλα. Καθώς γινόταν φανερό ότι η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη της τη ρωσική επίθεση χωρίς μια σταθερή υλική στήριξη από την αναγεννηθείσα Δύση, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν την αξίωση ένα αυξανόμενο μερίδιο αυτού του βάρους να αναληφθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως από εκείνες που ήταν ένοχες για την μέχρι τότε παραμέληση του στρατού τους, και κυρίως από τη Γερμανία.

Σύντομα, ωστόσο, διέρρευσε η πληροφορία ότι οι εθνικοί στρατοί δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένοι με την παράδοση στην Ουκρανία του καλύτερου και πολυτιμότερου εξοπλισμού τους, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα μείωνε την ικανότητά τους να υπερασπίζονται τις χώρες τους. Πίσω από την απροθυμία τους μπορεί να βρισκόταν ο φόβος ότι τα όπλα που θα έδιναν στους Ουκρανούς θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια του εχθρού, να καταστραφούν ανεπανόρθωτα στο πεδίο της μάχης, ή να πωληθούν στη διεθνή μαύρη αγορά χωρίς ελπίδα επιστροφής χρημάτων ακόμη και για εκείνον τον εξοπλισμό που τυπικά ήταν απλώς δανεικός. Μια άλλη ανησυχία αφορούσε τις προοπτικές του επανεξοπλισμού τους όταν ο πόλεμος τελειώσει και η Ουκρανία θα χρειαστεί να ανοικοδομηθεί - καλύτερα από ποτέ - από την «Ευρώπη», όπως ακατάπαυστα υπόσχονταν οι Βρυξέλλες. Υπήρχε επίσης η ανησυχία, που συνήθως εκφραζόταν δημοσίως από συνταξιούχους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, για το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα εμπλέκονταν σε έναν πόλεμο, τη διεξαγωγή και τους στόχους του οποίου οι κυβερνήσεις τους είχαν αφήσει να καθορίζουν οι Ουκρανοί, σύμφωνα με τη θέληση των Ηνωμένων Πολιτειών και της κοινής γνώμης. Και δεν ήταν καθόλου μικρότερη η ανησυχία τους για το γεγονός ότι στην περίπτωση μιας απότομης λήξης του πολέμου η Ουκρανία θα διέθετε τις μεγαλύτερες και καλύτερα εξοπλισμένες χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη.

 

Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης

 

Σημειώσεις

1. ΣτΜ: ΣτΜ: Ο συγκεκριμένος «νόμος» αποτελεί εφεύρεση του Ντάγκλας Χόφσταντερ (σήμερα καθηγητή γνωστικής επιστήμης) η οποία υπάρχει στο βιβλίο του Gödel, Escher, Bach: An Eternal Golden Braid [Ο Γκέντελ, ο Έσερ και ο Μπαχ: μια αιώνια χρυσή πλεξίδα], που κυκλοφόρησε το 1979 και για το οποίο ο συγγραφέας του τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Εκεί ο Χόφσταντερ αναφέρεται στο γεγονός ότι, εκείνα τα χρόνια, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που έπαιζαν σκάκι με ανθρώπους έχαναν συνεχώς από αυτούς, παρά την υπεροχή τους από πλευράς δυνατοτήτων ανάλυσης.

2. [1] ΣτΜ: Σύμφωνα με τον λεγόμενο νόμο του Μέρφι, όταν κάτι μπορεί να πάει στραβά, (είναι βέβαιο ότι) θα πάει στραβά. Ο «νόμος» υποτίθεται ότι έλαβε την ονομασία του από μια προσπάθεια χρήσης νέων συσκευών μέτρησης που εφηύρε ο αμερικανός αεροδιαστημικός μηχανικός Έντουαρντ Μέρφι. Η φράση αποδίδεται σε μια αρνητική λεκτική αντίδραση του Μέρφι όταν κάποια στιγμή οι συσκευές του είχαν απέτυχαν να αποδώσουν τα αναμενόμενα, αλλά τελικά πήρε τη μορφή που χρησιμοποιείται σήμερα πριν από μια συνέντευξη Τύπου που έδωσε μερικούς μήνες αργότερα ο Τζον Σαρπ συνταγματάρχης της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ και ιπτέμενος χειρουργός (πηγή: Wikipedia)

3. Τα “τακτικά” πυρηνικά όπλα είναι σχεδιασμένα για χρήση στο πεδίο της μάχης και έχουν μικρότερο βεληνεκές από τα “στρατηγικά” όπλα ή «πυρηνικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς», τα οποία μπορούν να πλήξουν άμεσα στόχους στη χώρα ενός αντιπάλου που βρίσκεται πολύ μακριά.

4. ΣτΜ: Απόσπασμα από το Βιβλίο του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης (μετάφραση: Νεόφυτου Βάμβα).

5. ΣτΜ: Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατηγορήθηκε για κακοδιαχείριση, αλλά και για σκάνδαλα κατά την διάρκεια της υπουργίας της. Για το λόγο αυτό, συστήθηκε ειδική επιτροπή της γερμανικής βουλής προκειμένου να ερευνήσει τις απευθείας αδιαφανείς αναθέσεις συμβολαίων εκατομμυρίων ευρώ σε διάφορες εξωτερικές εταιρείες συμβούλων, στις οποίες περιλαμβανόταν η γνωστή εταιρεία McKinsey, όπου εργαζόταν ο γιος της. Εξετάζοντας το κινητό της τηλέφωνο, η επιτροπή ανακάλυψε ότι όλα τα στοιχεία που περιέχονταν σ’ αυτό σβήστηκαν-κατά το υπουργείο άμυνας, «για λόγους εθνικής ασφάλειας»-λίγο πριν από την κατάθεση της υποψηφιότητας για τη θέση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

6. ΣτΜ: Ο όρος tandem [μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον] χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παραδοσιακά στενή μεταπολεμική σχέση Γαλλίας και Γερμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

7. ΣτΜ: Η λεγόμενη ομιλία Zeitenwende αναφέρεται στην ομιλία του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στη γερμανική βουλή, στις 27 Φεβρουαρίου 2022, τρεις ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο Σολτς αποκάλεσε την εισβολή ως ιστορικό «σημείο καμπής» (στα γερμανικά Zeitenwende), και εξήγγειλε μια μεγάλη  αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες, ανατρέποντας την μέχρι τότε συγκρατημένη αμυντική πολιτική της Γερμανίας.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet