Νίκος Καζαντζάκης «Ο ανήφορος», πρόλογος - επίμετρο: Νίκος Μαθιουδάκης, Παρασκευή Βασιλειάδου, εκδόσεις Διόπτρα, 2022

 

Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, συγκεκριμένα το 1946, ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε το μυθιστόρημα «Ο ανήφορος», με το οποίο ο μέγας Κρητικός επιχειρεί να απαντήσει με τον δικό του τρόπο, δηλαδή λογοτεχνικά, σε όσους τον επέκριναν για το ότι στο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», μυθιστόρημα που ολοκληρώθηκε το 1943 και εκδόθηκε το 1946, απουσιάζουν οι αναφορές στο δράμα της Ελλάδας και της Κρήτης στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. «Ο ανήφορος» έχει αντιπολεμικό χαρακτήρα και παρουσιάζει τη μεταπολεμική κοινωνία στην Ελλάδα αλλά και την Αγγλία. Θυμίζουμε πως την ίδια εποχή ο Καζαντζάκης εγκατέλειψε την Ελλάδα οριστικά και κατέφυγε στην Αγγλία.

 

Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τους Βαρβάρους που σήμερα ονομάζεται Μυρτιά. Το έργο δεν εκδόθηκε ποτέ σε μορφή βιβλίου, αλλά ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία τον Μάρτιο του 1947. Ένας λόγος που το έργο είχε μείνει αδημοσίευτο οφείλεται στο ότι κάποιες σελίδες του πέρασαν στον Καπετάν Μιχάλη. Σε αυτό ο Καζαντζάκης κάνει πολλές αυτοβιογραφικές αναφορές, μιλάει για τη θλιβερή εμπειρία που βίωσε ο ελληνικός λαός στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και εκφράζει τους προβληματισμούς του για τη ζωή αλλά και τη λογοτεχνία. Είναι γνωστό πως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ο Καζαντζάκης εθεωρείτο ποιητής – είχε γράψει την Οδύσεια και αρκετά θεατρικά έργα που τον είχαν ανεβάσει στην κορυφή της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η φιλοσοφική και υπαρξιακή διάσταση του μυθιστορήματος είναι εμφανής στην αρχή του, όταν ο Καζαντζάκης παραθέτει μερικές ερωτήσεις και απαντήσεις που συνιστούν την ουσία της σκέψης του:

– Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεό;

– Αγαπώντας τους ανθρώπους.

– Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τους ανθρώπους;

– Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.

– Ποιος είναι ο σωστός δρόμος;

– Ο ανήφορος.

Ο ανήφορος, λοιπόν, είναι ο δρόμος που επιλέγει στη ζωή του ο Καζαντζάκης και προτρέπει τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Στο παρόν μυθιστόρημα βάζει τον ήρωά του τον Κοσμά, το alter ego του, να επιστρέφει στην πατρίδα του την Κρήτη μαζί τη γυναίκα του, την Νοεμή, μια κοπέλα που γνώρισε στην Ιερουσαλήμ. Παρατηρούμε πως ο Κοσμάς λατρεύει τη Νοεμή, στην οποία λέει: «Νοεμή, σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις».

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Καζαντζάκης μιλάει για την Κρήτη και την ηρωική αντίσταση των Κρητικών στις επιθέσεις των Γερμανών τον Μάιο του 1941, για τις γυναίκες και τα παιδιά που πήραν τα βουνά, για τους άντρες που χιμούσαν φωνάζοντας: «Ελευθερία ή θάνατος». Ο ήρωάς του στη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν στην Αφρική, όπως λέει, ήταν στην Αίγυπτο και στην Παλαιστίνη.

Τα δύσκολα για το ζευγάρι αρχίζουν μετά την άφιξή τους στην Κρήτη, όταν η μητέρα του μαθαίνοντας πως η Νοεμή είναι Εβραία, δυσανασχετεί: «Θα μολέψει το αίμα», ενώ ο πατέρας του τού μηνύει: «Όσο ζω να μην πατήσεις στην Κρήτη!» Ωστόσο, συναντάει διάφορους άντρες με τους οποίους συζητάει για τους αγώνες των Κρητικών εναντίον των Τούρκων και των Γερμανών: Ήταν ο Μανωλιός, ο καπετάν Σήφακας, ο καπετάν Μάντακας. Γίνεται λόγος για την απαγωγή του γερμανού στρατηγού Κράιπε, για τη σύλληψη σαράντα παλικαριών, το στήσιμό τους στον τοίχο και την εκτέλεσή τους, για τη σωτηρία Εγγλέζων από Κρητικούς πατριώτες.

Κι ύστερα ο Κοσμάς εγκαταλείπει την Κρήτη για «να παρατήσει το λόγο και να δοθεί στην πράξη», κι ενώ η γυναίκα του είναι έγκυος στο παιδί τους – «Έχουμε το δικαίωμα να φέρουμε ένα παιδί σε τέτοιον κόσμο;» τον ρωτάει εκείνη. Προτού πάρει το αεροπλάνο για την Αγγλία, σκέφτεται πάλι την Κρήτη με τα καμένα χωριά, τις μαυροφόρες μανάδες, τους μαυροφορεμένους ανθρώπους και το «αδερφικό αδάμαστο μίσος».

Σε γράμμα του από την Αγγλία γράφει στην Νοεμή ότι στις κρίσιμες στιγμές που περνούν οι άνθρωποι, μια μονάχα δύναμη μπορεί να μπει οδηγός στις πράξεις τους, η Πίστη. Η πίστη πως μπορούμε να πλάσουμε εξαρχής έναν καινούριο κόσμο. Περιπλανώμενος στο Λονδίνο, ο Κοσμάς πιάνει κουβέντα με Άγγλους και ακούει από κάποιον πως «η Μεγάλη Βρετανία γέρασε». Η φράση απηχεί την πικρή διαπίστωση του Καζαντζάκη για την παρακμή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Κλεισμένος στο δωμάτιό του, ο Κοσμάς σκέφτεται τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, ενώ στο ράφι του στέκονται αδιάβαστα τα βιβλία των «τριών αγαπημένων θεών του», του Όμηρου, του Δάντη και του Σέξπιρ. Την ίδια στιγμή, σ’ ένα μακρινό νησάκι του Ειρηνικού, το Μπικίνι, γίνονται προετοιμασίες για τη ρίψη μιας καινούριας ατομικής βόμβας.

Παρακάτω, ο Καζαντζάκης, ως Κοσμάς, μιλάει για τις ευθύνες του πνευματικού ανθρώπου της εποχής:

«Το χρέος σήμερα του πνεματικού ανθρώπου, το χρέος το δικό μας, είναι πιο μεγάλο και πιο δύσκολο: μέσα στο μεταπολεμικό χάος ν’ ανοίξουμε δρόμο και να βάλουμε τάξη∙ να βρούμε και να διατυπώσουμε το νέο παγκόσμιο σύνθημα που θα δώσει ενότητα, δηλαδή αρμονία, στο νου και την καρδιά των ανθρώπων».

Κάποια στιγμή, ο Κοσμάς συναντάει μια γυναίκα, Ιρλανδέζα, ο άντρας της οποίας ήταν Εγγλέζος:

«…σκοτώθηκε στην Αθήνα, πρόπερσι, σκοτώνοντας Έλληνες. Ήταν αεροπόρος, πετούσε απάνω από τους δρόμους της Αθήνας, όπου ήταν μαζεμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά και φώναζαν για ελευτερία, κατέβαινε χαμηλά και τους πολυβολούσε και τους σκότωνε.»

Προβληματισμένος για όσα συνέβαιναν στον μεταπολεμικό κόσμο, ο Καζαντζάκης εξέφραζε την αντίθεσή του προς τις υπάρχουσες ιδεολογίες. Όλοι οι μελετητές του αποφαίνονται πως δεν ήταν κομουνιστής, δεν συμπαθούσε τον κομουνισμό. Εδώ το λέει καθαρά ως Κοσμάς:

«Η υλιστική κοσμοθεωρία του κομουνισμού του ήταν αποκρουστική, του φαίνουνταν στενή, επικίντυνη κι επιπόλαιη.»

Η τελευταία φράση του μυθιστορήματος, αυτή που συνδέεται άμεσα με το καζαντζακικό πιστεύω, είναι η ακόλουθη:

«Πήρε ο Κοσμάς ένα κόκκινο μολύβι, έγραψε απάνω σ’ ένα καινούριο τετράδιο με μεγάλα κεφαλαία γράμματα ΑΣΚΗΤΙΚΗ∙ κι άρχισε καθαρά, αναπαμένα, ν’ αντιγράφει τ’ όραμά του».

Σύμφωνα με τους επιμελητές του βιβλίου, τον Νίκο Μαθιουδάκη και την Παρασκευή Βασιλειάδη, οι οποίοι έγραψαν τον πρόλογο και το επίμετρο, ο Ανήφορος είναι ένα έργο με σαφέστατο «αντιπολεμικό χαρακτήρα» και έντονο «πολιτικό μήνυμα».

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet