Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Πάμπλο Πικάσο, στις 8 Απρίλη 1973,
το
Manifesto αναδημοσιεύει κείμενο της Ροσάνα Ροσάντα

 

Έχει δίκιο το Κομουνιστικό Κόμμα να διαμαρτύρεται επειδή το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και οι εφημερίδες άφησαν να αποσιωπηθεί η πολιτική στράτευση του Πάμπλο Πικάσο. Τα γεγονότα υπάρχουν και μιλάνε καθαρά: ο Πικάσο είχε γίνει μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Γαλλίας το 1944 και δεν το εγκατέλειψε μέχρι τον θάνατό του.

Είχε δηλώσει τότε στον Πολ Γκαγιάρ: «Η εγγραφή μου στο Κομουνιστικό Κόμμα είναι η λογική κατάληξη όλης της ζωής μου. Αυτά τα χρόνια τρομερής καταπίεσης μού απέδειξαν ότι χρειάζεται να αγωνιζόμαστε όχι μόνο για την τέχνη μας, αλλά με ολόκληρο το είναι μας… Ήμουν πάντα ένας εξόριστος, τώρα έπαψα να είμαι. Μέχρις ότου η Ισπανία να μπορέσει να με δεχτεί, το Γαλλικό Κομουνιστικό Κόμμα μού ανοίγει την αγκαλιά του. Ξαναβρήκα αυτούς που εκτιμώ περισσότερο, τους μεγαλύτερους επιστήμονες, τους μεγαλύτερους ποιητές, τα ωραία πρόσωπα των οπλισμένων Παριζιάνων που συνάντησα τις μέρες του Αυγούστου. Είναι αδέλφια μου».

 

Αυτή τη δέσμευση δεν θα την διέψευδε ποτέ. Ακόμη και μετά από τη μοναδική ρητή διαμαρτυρία του —το 1956, ενάντια στην εισβολή στην Ουγγαρία— απάντησε σε έναν αμερικανό δημοσιογράφο, που προσπαθούσε να βγάλει απ’ αυτόν κάτι περισσότερο: «Για ακούστε, εγώ δεν είμαι πολιτικός. Τεχνικά, δεν καταλαβαίνω από πολιτική. Όμως ο κομουνισμός υπερασπίζεται το ίδιο το δικό μου ιδανικό, και εγώ πιστεύω ότι εργάζεται για να το υλοποιήσει». […]

Ο Πικάσο εντάχθηκε στο ΚΚΓ με το μεγάλο κύμα της εποχής της απελευθέρωσης του Παρισιού, όπου είχε εξακολουθήσει να εργάζεται στην Κατοχή, ήδη τόσο διάσημος ώστε οι ναζί να μην τολμούν να τον αγγίξουν. Μαζί με εκείνον εντάχθηκαν στο κόμμα —όπως υπογραμμίζει με καμάρι η Humanité– ο Φεντερίκ Ζολιό Κιουρί, ο Πολ Λανζεβέν και άλλοι. «Το κόμμα μας, έγραφε ο Γκαροντί, φιλοδοξεί να γίνει ο εμψυχωτής της διανοητικής και ηθικής αντίστασης της Γαλλίας».

Ήταν το επισφράγισμα, εξάλλου, μιας μακράς συντροφικής σχέσης με τους κομουνιστές διανοούμενους, μαζί με τους οποίους είχε ιδρύσει τον Μάρτη του 1934 το Comité de Vigilance des Intellectuels Antifascistes, την πρώτη μετωπική παράταξη. [...]

 

Προώθηση του πολιτισμού μέσα από την εκπαίδευση

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Πικάσο ήταν ανάμεσα στους μεγάλους και ο νέος αγώνας στράτευσης δεν ήταν δυνατό να μην τον συμπεριλάβει. Πόσο μάλλον που με την έκρηξη του πολέμου στην Ισπανία είχε άμεσα εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση. Και σ’ αυτή την περίπτωση θα δώσει το μέγιστο ως καλλιτέχνης: Ο αντιφασιστικός πόλεμος και η Guernica του έγιναν, για τη γενιά μας, μια ταυτότητα.

Πρόκειται για την πιο αληθινή συνάντηση πολιτικής και κουλτούρας. Πραγματικά, εκείνη τη στιγμή, η μια φωτίζει την άλλη. Στην Guernica ο Πικάσο θα εκφράσει όχι μόνο τη θηριωδία ενός βομβαρδισμού, αλλά όλη τη φρίκη του αιώνα μας: Αυτή την ταυτότητα δεν θα την ξαναβρεί, ούτε όταν θα φανεί ακόμη περισσότερο στρατευμένος πολιτικά στις μεγάλες τοιχογραφίες για τη σφαγή στην Κορέα, την ειρήνη και τον πόλεμο.

Αυτό συμβαίνει γιατί η σχέση ανάμεσα στην ύπαρξή του ως ζωγράφου και ως αντιφασίστα είναι ακέραιη, ολοκληρωμένη. Μετά την Απελευθέρωση, η σχέση μεταξύ του Πικάσο ζωγράφου και του Πικάσο μέλους του κόμματος είναι λιγότερο εύκολη. Καθώς, βαθμιαία, και η Γαλλία αρχίζει να βλέπει προς τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», η υπόθεση Πικάσο περιπλέκεται.

Τελείωσε η ωραία εποχή κατά την οποία ο Γκαροντί μπορούσε απλά να λέει: «Το πρώτο καθήκον ενός κομουνιστή μηχανικού είναι να είναι ένας καλός τεχνικός και το πρώτο καθήκον ενός καλλιτέχνη είναι να είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης» – αυτό που ένας άγγλος ιστορικός, αστειευόμενος, ονόμασε «η δεύτερη αρχή χρησιμότητας» στη σχέση μεταξύ διανοουμένων και κομουνιστικών κομμάτων, καθώς η πρώτη συνίσταται στην υποχρέωση να ακολουθούν τη γραμμή.

Πρέπει να ζωγραφίζει κανείς για τις μάζες και να τις κάνει να τον καταλαβαίνουν. Ο Πικάσο έχει την πολυτέλεια να μην ανακατεύεται πολύ σε αυτή την ενοχλητική διαμάχη. Όταν ο Φαντέγιεφ θα τον ρωτήσει γιατί χρησιμοποιεί σχήματα που ο λαός δεν καταλαβαίνει, θα του απαντήσει: «Εσείς ξέρατε να διαβάζετε από όταν γεννηθήκατε;». «Όχι, μου το έμαθαν στο σχολείο». «Ε, λοιπόν, μέχρις ότου αρχίσουν να διδάσκουν την ανάγνωση της ζωγραφικής στο σχολείο, ο λαός δεν θα καταλάβει». Και μαζί με τον Φερνάν Λεζέ θα διατυπώσει τη θέση, που θα αγαπηθεί από το ΚΚΓ, για την προώθηση του πολιτισμού στις μάζες μέσα από την εκπαίδευση.

Πρόκειται για ένα εύθραυστο σημείο συνάντησης, αλλά θα τον προφυλάξει από μεγαλύτερες καταιγίδες.

 

Πολύ μεγάλος και πολύ χρήσιμος

 

Καθώς, βαθμιαία, ακμάζει ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», γίνεται περισσότερο εύθραυστο το φράγμα που ο συνετός Αραγκόν προσπάθησε να δημιουργήσει γύρω από την κουλτούρα με τα Lettres Françaises: το ΚΚΓ δημιουργεί έναν δικό του ζωγράφο, τον δύστυχο Φουζερόν, και όποιος τολμήσει να του επιτεθεί εκδιώκεται. «Δεν αστειευόμαστε», θα δηλώσει ο Λοράν Καζανόβα, ο οποίος αργότερα θα είναι γνωστός ως φιλελεύθερος, «όποιος επιτίθεται στον Φουζερόν, επιτίθεται στο κόμμα».

Από την ΕΣΣΔ θα κατακεραυνώσει τον Πικάσο ο απίστευτος Γερασίμοφ (είναι η εποχή κατά την οποία ο Ζντάνοφ αποκαλεί τον Σαρτρ «ύαινα δακτυλογράφο»). Αλλά θα την πληρώσει μόνο ο Αραγκόν, όταν στα Lettres Françaises θα δημοσιεύσει για τον θάνατο του Στάλιν ένα πορτρέτο του Πικάσο: ένα νεότατο Στάλιν, μια εύθυμη και φυσική αγροτική δύναμη, ένα τολμηρό αγόρι που έχει ελάχιστη σχέση με τον μεγάλο στρατηλάτη. Ο Πικάσο είδε στον Στάλιν την ελπίδα του, οι γραφειοκράτες σωστά δεν αναγνωρίζουν εαυτούς σε κάτι τέτοιο και η γραμματεία του ΚΚΓ αναγκάζει τον Αραγκόν να δημοσιεύσει μια σκληρή ανακοίνωση λογοκρισίας και μια βροχή από επιστολές που εκφράζουν «φρίκη και απέχθεια».

Μόνο ένα μήνα αργότερα ο Τορέζ, ακόμη άρρωστος στη Μόσχα, αντιλαμβάνεται ότι το παρακάνουν, με κίνδυνο να χάσουν τον άνθρωπο που αποτελεί την εθνική τους δόξα. Και το πολιτικό γραφείο οπισθοχωρεί.

 

 

Είναι γεγονός ότι ο Πικάσο είναι πολύ μεγάλος και πολύ χρήσιμος. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου συμμετείχε με πίστη στα Συνέδρια για την ειρήνη: «Είμαι υπέρ της ειρήνης ενάντια στον πόλεμο, για τη ζωή ενάντια στον θάνατο». Το 1949 θα χαρίσει στο κομουνιστικό κίνημα το νέο του σύμβολο, την αντι-Guernica, το λευκό περιστέρι της ειρήνης, απαλό, γλυκό, λίγο παχουλό, που θα το ξαναβρούμε πάνω σε πιάτα και μαντίλια, σε πόστερ και πετσετάκια.

Πίσω από τα κατάλευκα πούπουλά του βρίσκεται όλη η υπόσταση του κομουνιστικού κινήματος του ψυχρού πολέμου: μια απελπισμένη αντίσταση, αν όχι ενάντια στον θερμό πόλεμο, σίγουρα ενάντια στη δική του καταστροφή σε Ευρώπη και Ασία. Βρίσκεται και η καταστολή στις λαϊκές δημοκρατίες: εκείνο το περιστέρι, το είχαν μπροστά στα μάτια τους και ο Σλάνσκι και ο Ράικ.

Ο Πικάσο ίσως να μην το έχει μάθει. Εδώ και καιρό είναι κλεισμένος στη νότια Γαλλία. Μια σιωπηρή συμφωνία μη επέμβασης υπάρχει ανάμεσα σε εκείνον και στο κόμμα. Όταν, τον Νοέμβρη του 1956, θα είναι ο πρώτος που θα υπογράψει μια επιστολή που ζητά ένα έκτακτο συνέδριο για να βρεθεί λύση σε «μια βαθιά δυσφορία που δημιουργήθηκε από την τεράστια έλλειψη ειδήσεων που η Humanité παρέχει για την Ουγγαρία», «στο πέπλο σιωπής, στη διφορούμενη στάση που δημιουργεί αμηχανία, στις προσβολές κατά της επαναστατικής εντιμότητας», άλλοι υπογράφοντες θα έχουν σοβαρά προβλήματα. Όχι εκείνος, που δεν είχε τη συνήθεια ούτε να πηγαίνει ούτε να τον καλούν να δώσει πολιτικές εξηγήσεις.

Έτσι, παραδόξως, η προϋπόθεση για να παραμείνει «στην αγκαλιά της μεγάλης οικογένειας» είναι να μην τον βλέπουν πολύ από κοντά.

 

Τα γεγονότα σπάνε σχήματα και καταλόγους

 

Παράξενος κομουνιστής, λοιπόν. Αλλά —θα αντέτεινε— αυτός έφταιγε που η ιστορικότητα των κομουνιστικών κομμάτων ήταν κάτι διαφορετικό από το ιδανικό του, από εκείνον τον κομουνισμό ως αρχή ζωής που εκείνος ακολουθούσε με τα θαυματουργά χέρια του με όλες τις ευτυχισμένες, επώδυνες, συγκλονιστικές μορφές του κόσμου μας;

Αυτή τη σχέση με την κομουνιστική ουτοπία, ο Πικάσο την βρίσκει από μόνος του, μέσα στο είναι του, με έναν τρόπο που δεν είχε ίσως κανένας άλλος καλλιτέχνης, ως άνθρωπος που ανοικοδομεί, που καταστρέφει, που αναστατώνει τη φύση και τα πράγματα, που με τα χέρια του στύβει τη ζωή και τον θάνατο.

Όλα αυτά τα τρομερά μας χρόνια πέρασαν από τα χέρια του, κι έγιναν ύλη, και μαζί μ’ αυτά η φτώχεια, ο πόλεμος, ο Ανρί Μαρτέν, όπως ο Ντικλός ή τα πρόσωπα των Ρόζεμπεργκ.

Τι έχει κοινό με άλλους, ακόμη και μεγάλους ζωγράφους, που μας μετέφρασαν τον κόσμο σύμφωνα με ένα δικό τους συχνά γοητευτικό κατάλογο; Στον Πικάσο, τα πράγματα και τα γεγονότα σπάνε σχήματα και καταλόγους, ανθρώπους και φύση και ιστορία, με ένα βουητό χαράς, ειρωνείας, πόνου. Βλέποντας πριν από μερικά χρόνια τη μεγάλη του έκθεση στο Παρίσι —όχι απλά μια έκθεση, αλλά μια ζωή, έναν κόσμο— έχει κανείς την εντύπωση ότι δεν υπήρξε κάτι άλλο πιο κοντά στην ανάγκη που εκφράστηκε από το 1968, τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με τη σφαιρικότητα της «κομουνιστικής» παραγωγής που διέβλεψε ο Μαρξ.

Όμως, όλα αυτά εμπεριέχουν κάποιες αντιφάσεις. Ήταν κομουνιστής γιατί ήταν μόνος, γιατί ήταν διαφορετικός, γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Η κραυγή που υψωνόταν από το Μάη, η απαίτηση να αρνηθεί κανείς τον εαυτό του μέσα στον αγώνα, μπορούσε ίσως να τον αφορά; Και τι σήμαινε εκείνος ο θαυματουργός του κόσμος σχημάτων για τον άμεσο αγώνα μας; Τα πάντα, γιατί ήμασταν όλοι εκεί, με την ιστορία μας. Τίποτα, γιατί τίποτα δεν μπορεί σήμερα να αναπληρώσει την απόσταση ανάμεσα στις μάζες και σε αυτή την κουλτούρα, έπειτα από τη διχοτόμηση που επήλθε τον προηγούμενο αιώνα μεταξύ της «οπτικής» του προλεταριάτου και της εικαστικής έκφρασης, τον πολλοστό τεμαχισμό και διαχωρισμό που έχει προκληθεί από τον πολιτισμό του κεφαλαίου.

Ούτε είναι αρκετή μια επανάσταση για να αναπληρώσει αυτή την άβυσσο.

Ο Πικάσο πέθανε μόνος, ζωγραφίζοντας, εξόριστος, δισεκατομμυριούχος, κομουνιστής. Όταν, την εποχή του κομουνισμού, κάποιος θα γράψει την ιστορία του αιώνα μας, θα δει ίσως σε εκείνον την πιο εξαιρετική μαρτυρία, σίγουρα την πιο ισχυρή, ενός κόσμου, του δικού μας, που έχασε κάθε αρχή ενότητας.

 

Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

Ροσάνα Ροσάντα Περισσότερα Άρθρα
Tags:
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet