Τα Θεία Πάθη μέσα από τη μουσική
Φτάσαμε αισίως στο Πάσχα του 2023 και γι’ αυτό έκρινα σκόπιμο να αναφερθώ στη μουσική δημιουργία που αντλεί την έμπνευσή της από την κατανυκτική ατμόσφαιρά των ημερών: τα άγια και άχραντα Πάθη, τη θεόσωμη Ταφή και την Ανάσταση. Παράλληλα, ήθελα να σας παρουσιάσω και να σας προτείνω μια λίστα από μουσικά έργα τα οποία θεωρώ αξιοσημείωτα και πιστεύω πως ανήκουν διαχρονικά στον μουσικό μας πολιτισμό. Η αναζήτησή τους στη δισκογραφία είναι πλέον δύσκολη, αλλά μπορείτε να τα αναζητήσετε στο διαδίκτυο.
Τα χριστιανικά μυστήρια, τα τροπάρια, οι ψαλμοί, τα εγκώμια, τα ορατόρια, τα μοτέτα –μοτέτο είναι η σπουδαιότερη μορφή πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης που πρωτοεμφανίζεται το 1200 μ.Χ.–, οι μεγάλες λειτουργίες, οι συμφωνίες, οι θρησκευτικές καντάτες μέχρι το κορυφαίο λυρικό μουσικό δράμα του «Πάρσιφαλ», έχουν σημαδέψει τη θρησκευτική μουσική δημιουργία των ημερών του Πάσχα.
Από την Κυριακή των Βαΐων το πρωί μέχρι το Μεγάλο Σάββατο στην εκκλησία ψάλλονται οι ύμνοι της ορθόδοξης εκκλησίας και οι βυζαντινοί μελωδοί χαρίζουν στον πιστό κατάνυξη και γαλήνη. Τη βυζαντινή περίοδο χάραξε μια μεγάλη ποιητική και μουσική μορφή: Ο υμνογράφος και ποιητής των «κοντακίων» Ρωμανός ο Μελωδός που έζησε γύρω στον 6ο αιώνα. Η ποίηση του εκφράζει την κοσμοθεωρία της εποχή του και στάθηκε η αφετηρία της πλουσιότερης άνθησης της εκκλησιαστικής μας φιλολογίας.
Στη βυζαντινή υμνολογία - υμνογραφία μεγάλης ομορφιάς είναι τα τροπάρια εκείνα που ψάλλονται κατά τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου και το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Στη δισκογραφία ξεχωρίζει ο δίσκος «Το Τροπάριο της Κασσιανής και τα Εγκώμια της Μ. Παρασκευής» για τη μοναδική ερμηνεία της Μαρίζας Κωχ, όπως και από τη συλλογή «Βυζαντινή μουσική» το άλμπουμ με τους ύμνους της Μ. Εβδομάδος που πρωτοστατεί ο πρωτοψάλτης Κώστας Ζορμπάς και ψάλλει πολυμελής βυζαντινή χορωδία υπό τη διεύθυνσή του. Σε όλη την έκταση των ποιητικών κειμένων της ορθοδοξίας δεσπόζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στοιχεία: ο δραματικός λόγος και το θριαμβευτικό στοιχείο, η θνητότητα και η αθανασία, η λύπη και η χαρά, ο πόνος του Σταυρού, αλλά και ο θρίαμβος της Αναστάσεως. Το «Ω γλυκύ μου έαρ» είναι εγκώμιο επιταφίου θρήνου της Μεγάλης Παρασκευής. Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μοναδικού υιού της. Είναι ένα μοιρολόι, ένα μεγάλο θρησκευτικό τραγούδι στην Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και στην Ακολουθία του Επιταφίου και εκφράζει τον πόνο της Αγίας Μητέρας.
Στη Δύση, στη σκοτεινή και γεμάτη προκαταλήψεις περίοδο του Μεσαίωνα, η θρησκευτική υμνογραφία τονίζει επίσης αυτό το μητριαρχικό στοιχείο. Η Γρηγοριανή μελωδία «Stabat Mater» είναι ο τίτλος μιας προσευχής, που μελοποίησαν πολλοί μεγάλοι σύνθετες και σημαίνει «Στεκόταν η μητέρα». Πρόκειται για ύμνο που περιγράφει τον πόνο της Παναγίας κάτω από τον Σταυρό του Χριστού. Τραγουδώντας τον πόνο αυτόν ανά τους αιώνες, οι συνθέτες ένωναν πάντοτε τη φωνή τους με τον θρήνο κάθε μητέρας στον πλανήτη. Ανάμεσα στα αριστουργηματικά «Stabat Mater» (Dolorosa), την πρώτη θέση κατέχουν το Stabat Mater του Antonio Vivaldi (1678-1741) ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες της μπαρόκ εποχής και «ιερού τέρατος» της ιστορίας της μουσικής. Εχουν υπάρξει πολλές όμορφες συνθέσεις που απεικονίζουν τη σκηνή της Μητέρας του Θεού να στέκεται θλιμμένη στη βάση του Σταυρού, αλλά κανένα πιο όμορφο από αυτό που δημιουργήθηκε από τον Κόκκινο Ιερέα.
Το Stabat Mater του Giovanni Battista Pergolesi (1710-1736), ο οποίος συνέθεσε το έργο αυτό το 1736, τις τελευταίες δύο εβδομάδες της ζωής του, κλεισμένος σε μοναστήρι της Νάπολη άρρωστος από φυματίωση. Χαρακτηριστικό του έργου είναι ο συνδυασμός της τρυφερότητας της έκφρασης και της τελειότητας της μελωδικής γραμμής. Ο Pergolesi περιόρισε τους σολίστες σε γυναικείες φωνές γιατί ήθελε να αφήσει τις γυναίκες να εκφράσουν τον μητρικό πόνο.
Το Stabat Mater του Gioacchino Rossini (1792-1868) έρχεται ένα αιώνα και 25 χρόνια μετά την απόδοσή του από τον συμπατριώτη του Βιβάλντι και διαφέρει αρκετά. Εμπνευσμένος από την παράδοση του «μπελ κάντο», το οποίο βοήθησε να γίνει διάσημο, η μελοποίηση του Ροσίνι είναι οπερατική.
Μπαχ: Η θρησκευτική αποστολή της μουσικής
O «Μεσσίας» του Georg Friedrich Händel (1685-1759) κυριαρχεί και δίκαια ως ο βασιλιάς της μουσικής του Πάσχα, υπάρχουν ωστόσο και άλλες αριστουργηματικές συνθέσεις αφιερωμένες στο Θείο Δράμα, που θα προσπαθήσω επιλεκτικά και εν συντομία να σας παραθέσω. O Χέντελ επηρέασε βαθιά πολλούς από τους μεταγενέστερους συνθέτες, μεταξύ των οποίων τους Χάιντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν, ενώ το έργο του συνέβαλε στη μετάβαση από την εποχή της μουσικής μπαρόκ στην κλασική μουσική. Πρόκειται για το δημοφιλέστερο ίσως θρησκευτικό έργο όλων των εποχών, που εξακολουθεί να μαγεύει τους ακροατές του ακόμα και σήμερα, 260 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού του.
Ο Χέντελ, ο Μπαχ, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν είναι ο τέσσερις μουσικοί ευαγγελιστές των μουσικών αιώνων. Ο Johann Sebastian Bach (1685-1750) θεμελίωσε τα δικά του πολυφωνικά αιώνια οικοδομήματα πάνω στη Λουθηρανή Μεταρρύθμιση. Ο καθολικισμός και η Αναγέννηση προετοίμασαν και κατέλυσαν τους κόσμους της εκστατικής ακινησίας και του αυστηρού ασκητισμού της τέχνης και άνοιξαν διάπλατα πύλες χαράς και ζωής. Ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη θρησκευτική αποστολή της μουσικής, ένας άνθρωπος που ευγνωμονούσε διαρκώς τον Θεό, παρά τις δοκιμασίες στις οποίες θα υποβαλλόταν καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Η θρησκευτικότητα, η μουσική και ο θάνατος σημαδεύουν τον Μπαχ από την αρχή ως το τέλος της ζωής και του έργου του. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως ακόμα και στις συνθέσεις του, που φαίνεται να έχουν ένα κοσμικό περίβλημα, ο ίδιος δεν παραλείπει να δηλώνει συνεχώς τη βαθιά προσήλωσή του στη θρησκεία και τον Θεό, υπογράφοντας τις παρτιτούρες του με το περίφημο λατινικό «I.N.J.» («Εις το Όνομα του Χριστού»).
Ο λόγος του Ευαγγελίου και η μεγαλειώδης μουσική του Μπαχ στα περίφημα Πάθη του, αποτελούν μια σύνθεση μνημειώδη στην ιστορία του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού και της μουσικής. Την Μ. Παρασκευή του 1727 παρουσίασε το έργο «Τα Κατά Ματθαίον Πάθη», έργο που έχει ενσωματωθεί στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής της λουθηρανικής και καθολικής εκκλησίας. Ο ίδιος ο Μπαχ το θεωρούσε ως ιδιαίτερα μεγαλόπνοο έργο, που όμως παρέμεινε στην αφάνεια για πολλά χρόνια, μέχρι τη στιγμή που ένας άλλος μεγάλος συνθέτης και βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, ο Felix Mendelssohn Bartholdi, σε ηλικία μόλις 20 ετών, το έφερε στην επιφάνεια και το παρουσίασε στο ευρύτερο κοινό. Οι βάσεις του έργου της πίστεως και της βαθιάς θρησκευτικότητας του συνθέτη είχαν τεθεί νωρίτερα και με το «Τα Κατά Ιωάννην Πάθη» το 1724. Εδώ, ο Mπαχ χρησιμοποιώντας το βιβλικό κείμενο, χορικά, άριες, διπλή χορωδία, διπλή ορχήστρα και τα δύο εκκλησιαστικά όργανα της εκκλησίας του Aγίου Θωμά της Λειψίας προσέδωσε στη μουσική μια πρωτοφανή διάσταση.
Η πένθιμη ακολουθία
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά θρησκευτικά έργα, απόλυτα εναρμονισμένο στην πένθιμη ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το «Requiem» του Μότσαρτ. Ο Μότσαρτ, ακούραστα και πολύ άρρωστος από φυματίωση, δούλευε την «Πένθιμη Λειτουργία» του, το Ρέκβιεμ. Το διόρθωνε, το πλούτιζε με νέα θέματα και τέλος –εξαντλημένος πια ολότελα– δεν μπόρεσε να το αποτελειώσει. Πέθανε σε ηλικία μόλις 26 χρονών.
Μια άλλη σημαντική μελοποίηση του Ρέκβιεμ, είναι και το «Requiem» του Giuseppe Verdi (1813-1901), με διάταξη λίγο διαφορετική, κείμενο όμως ίδιο. H τελευταία ενότητα, «Libera me», υπάρχει μόνο στη διάταξη του Βέρντι. Σε άλλο ύφος αλλά εξίσου σημαντικό είναι το «Requiem» του Gabriel Fauré (1845-1924), συνθέτη, οργανίστα, πιανίστα και δασκάλου. Το μουσικό του ύφος επηρέασε πολλούς συνθέτες του 20ού αιώνα.
Τέλος το θεόπνευστο ορατόριο του Ludwig van Beethoven (1770-1827) «O Χριστός στο όρος των Ελαιών» προμηνύει το φως μιας αυγής μετά τον θρήνο της τραγικής νύχτας που καθρεφτίζει τον φριχτό δυαδισμό του θεανθρώπου. Το credo του Μπετόβεν είναι η κάθαρση της ανθρώπινης τραγωδίας. Εξαγνίζει τον δοκιμασμένο θνητό μπροστά στο μυστήριο της θείας ενανθρώπισης στο δράμα της Σταύρωσης, στο θαύμα της Ανάστασης και της Ανάληψης. ο μέγιστος αυτός συνθέτης έγραψε το 1803 το Ορατόριο για σοπράνο, τενόρο, μπάσο, χορωδία και ορχήστρα που πρωτοπαρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στη Βιένη.