Γλαύκη Γκότση «Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900)», εκδόσεις Νησίδες, 2022
Η όραση είναι η κυρίαρχη αίσθηση του δυτικού πολιτισμού. Το «βλέπω» σε πολλές γλώσσες έχει την έννοια επίσης του «γνωρίζω». Ακόμα και στα ελληνικά πολλές φορές χρησιμοποιείται με τρόπο που ενέχει την έννοια της γνώσης. Ωστόσο δεν βλέπουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο ούτε καν τα ίδια πράγματα, εννοείται δεν αντιδρούμε όλοι το ίδιο σε αυτό που βλέπουμε, πολύ περισσότερο δεν μεταφέρουμε την εμπειρία μας με τον ίδιο τρόπο. Πολλοί παράγοντες επιδρούν στην διαμόρφωση του βλέμματος: οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, η μόρφωση, η τάξη, το φύλο.
Η ιστορικός της τέχνης Γλαύκη Γκότση στην πλούσια ερευνητική της δουλειά μέχρι σήμερα έχει ασχοληθεί πολύ με την έννοια του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας στην τέχνη. Θυμίζουμε ενδεικτικά πως υπήρξε συνεπιμελήτρια των τόμων «Το φύλο στην Ιστορία. Αποτιμήσεις και παραδείγματα» (εκδ. Ασίνη, 2015) και «Ιστορίες της σεξουαλικότητας» (εκδ. Θεμέλιο, 2020). Στις προσωπικές συμβολές της στα βιβλία αυτά («Το ανδρικό γυμνό στην ελληνική τέχνη του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα: ζητήματα αισθητικής σεξουαλικότητας και εξουσίας» και «Όψεις σεξουαλικότητας και επιθυμίας στο καλλιτεχνικό γυμνό της δεκαετίας του 1930: με έμφαση στην πλευρά των γυναικών», αντίστοιχα) βρίσκουμε πολλά στοιχεία που θα την οδηγήσουν σιγά-σιγά στην πολύ αξιόλογη τελευταία της μελέτη «Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900)».
Στο βιβλίο αυτό, όπως δείχνει και ο τίτλος, η Γκότση ρίχνει το βάρος όχι στη γυναίκα δημιουργό αλλά στη γυναίκα ως θεάτρια των έργων τέχνης, ερευνά δηλαδή τη σταδιακή ανάδειξη του διαφορετικού βλέμματος των γυναικών πάνω στην τέχνη, την ιδιαίτερη πρόσληψη του εικαστικού έργου από τις γυναίκες και κατ’ επέκταση την αργή αλλά ουσιαστική ανάδυση ενός ιδιαίτερου κριτικού λόγου που φέρει τη σφραγίδα του φύλου. Η χρονική περίοδος που επιλέγει η συγγραφέας για να τοποθετήσει την έρευνά της, δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κάνει το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον. Στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος της Ευρώπης δεν έχουν φτάσει ακόμη στο νεογέννητο ελληνικό κράτος που ψάχνει την ταυτότητά του, ωστόσο η θέση των γυναικών και οι θεσμοί που τις καθιστούν υποτελείς των ανδρών έχουν μπει στο στόχαστρο των συγγραφέων της εποχής (Παπαδιαμάντης, Θεοτόκης, κ.ά.), ενώ αναδύεται σιγά-σιγά και ο ρόλος του ταξικού στοιχείου. Το φύλο δεν είναι αχρονική, οικουμενική κατηγορία. Οι ίδιες γυναίκες εκφράζουν το αίτημά τους για μόρφωση. Θυμίζουμε τη σπαρακτική αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου και τη σχετική δραστηριότητα της Καλιρρόης Παρέν.
Η Γκότση στο βιβλίο της αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα του γυναικείου βλέμματος και δείχνει πως το φύλο αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα διαμόρφωσης του τρόπου που βλέπουμε τα έργα τέχνης αλλά είναι επίσης συστατικό στοιχείο των όρων επιλογής του έργου στο οποίο θα εστιαστεί η προσοχή του θεατή. Σε μια ευαίσθητη και δύσκολη εποχή όπως είναι το τέλος του 19ου αιώνα, οι γυναίκες αποτελούν σημαντικό μέρος του κοινού που παρακολουθεί την τέχνη αλλά και εκφέρει άποψη για τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο, αν δεν εξεταστούν με προσοχή πολλές και διαφορετικές κατηγορίες πηγών. Σε ό,τι αφορά τη θέαση έργων τέχνης το πληροφοριακό υλικό μας πηγαίνει σε μια ευρεία ταξική βεντάλια, σε ό,τι αφορά όμως τη γραπτή αποτύπωση της γνώμης, όπως είναι αναμενόμενο, οι πηγές περιορίζονται σε γυναίκες της αστικής τάξης.
Η συγγραφέας παρουσιάζει και μελετά ενδελεχώς πληθώρα πηγών: επιστολές, ημερολόγια, αυτοβιογραφίες, εγχειρίδια παιδαγωγικής, κείμενα δημοσιευμένα στον τύπο, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ακόμα και άρθρα εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα. Στα κείμενα αυτά που συνέταξαν γυναίκες περιλαμβάνονται εντυπώσεις από εκθέσεις, περιγραφές έργων τέχνης όλων των εποχών, κριτικές θέσεις, τις οποίες η Γκότση ανιχνεύει, τοποθετεί στο ιστορικό τους πλαίσιο, ερμηνεύει τα στοιχεία που απορρέουν από τη μελέτη τους σε σχέση με το θέμα της. Παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του γυναικείου κοινού της τέχνης όπως αποτυπώνονται, ακούσια συνήθως, μέσα από δημοσιεύματα του τύπου που μιλούν για εκθέσεις. Στέκεται στο πολύ ενδιαφέρον θέμα της προσπάθειας διαμόρφωσης της καλλιτεχνικής ευαισθησίας από το σχολείο της εποχής, το οποίο προφανώς ωθεί στην αρχαιολατρία. Ωστόσο, παρόλο που σαφώς η αρχαία τέχνη απασχολεί το γυναικείο κοινό και η εθνική ιδεολογία που υποφώσκει στην αρχαιολατρία της εποχής δεν άφησε αδιάφορες τις γυναίκες, φαίνεται να μην είναι η βάση της προσέγγισής τους στην τέχνη. Άλλοι παράγοντες παίζουν σπουδαιότερο ρόλο: η οικογενειακή παράδοση, τα ταξίδια, η παιδεία, οι κοινωνικές επαφές. Τα στοιχεία αυτά φαίνονται σαφώς στο κεφάλαιο που αφιερώνει στην Καλλιόπη Κεχαγιά και ειδικά στο έργο της «Παιδαγωγικαί Μελέται», όπου η αναζήτηση φιλοσοφικών νοημάτων και υψηλών αξιών καθοδηγεί και καθορίζει το βλέμμα της θεάτριας αλλά και την ερμηνεία του έργου που απασχολεί τη σημαντική αυτή παιδαγωγό.
Η Γκότση εξετάζει τις πρώτες προσπάθειες γυναικών να ασκήσουν τεχνοκριτική με όρους που ξεφεύγουν από την απλή παράθεση εντυπώσεων και αναδεικνύει τον ρόλο του γυναικείου Τύπου της εποχής, όπου οι γυναίκες εύρισκαν φιλοξενία για τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες και όξυναν σταδιακά τα γλωσσικά τους εργαλεία ώστε να πλησιάσουν ένα πραγματικό κριτικό λόγο. Βεβαίως εδώ έπαιξε ρόλο και η έκδοση γυναικείων περιοδικών στον ρόλο των οποίων η συγγραφέας κάνει εκτεταμένη αναφορά (Εφημερίς των Κυριών κτλ). Σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις σχετικά με τα γυναικεία πρότυπα που άμεσα ή έμμεσα βγαίνουν από τα κείμενα των γυναικών που ασκούν τεχνοκριτική, συχνότερα πρότυπα παραδοσιακών γυναικείων αρετών, όμως κάποιες φορές κριτικά απέναντι σ’ αυτές. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση που αφορά τη θέαση του γυμνού σώματος, τις παραστάσεις του οποίου νοηματοδοτούν με νέους τρόπους, ενώ αναδύεται σταδιακά ένας λόγος σχετικός με τη σεξουαλικότητα, μουδιασμένος και δύσκολος, ως είναι φυσικό, που όμως σταδιακά εγκαθιστά έστω και με έμμεσους τρόπους το θέμα στη ματιά των γυναικών. Χαρακτηριστικές οι αναφορές στα σχόλια της Παρέν ή της Σερουίου που αναζητούν στους πίνακες ιδανικές μορφές γυναικών όπου οφείλει να πλεονάζει η αγνότητα, η θυσία, η μητρότητα, η αθωότητα και ενοχλούνται όταν αυτά λείπουν, αλλά κυρίως αναλύσεις όπως αυτή της περιγραφής που κάνει η Κεχαγιά στο άγαλμα της Νιόβης (2ος αι μ.Χ.), όπου η συγγραφέας διαπιστώνει πως παράλληλα με τη σωματική περιγραφή και τα συναισθήματα που δημιουργεί το άγαλμα, «ανοίγει μια χαραμάδα ελευθερίας που μπορεί να περιέχει και την ερωτική επιθυμία».
Η μελέτη της Γλαύκης Γκότση είναι μεθοδολογικά άρτια, με εξαιρετικό πλούτο σημαντικών και πρωτότυπων πηγών, άριστα τεκμηριωμένες θέσεις. Διαβάζεται με ενδιαφέρον όχι μόνο από ένα επιστημονικό κοινό με ιδιαίτερες γνώσεις και σχετικά ενδιαφέροντα αλλά ανοίγεται σε ένα ευρύ κοινό αναγνωστών και αναγνωστριών χάρη στην έξυπνη δόμηση του υλικού και τη γλωσσική γλαφυρότητα. Στα θετικά του βιβλίου να προστεθούν η περιεκτική περιδιάβαση στην αρθρογραφία σχετικά με την ιστορία των γυναικών στην τέχνη από το 1970 ως τις μέρες μας στο εισαγωγικό κεφάλαιο, το ευάριθμο αλλά πολύ προσεκτικά επιλεγμένο φωτογραφικό υλικό και το πολύ χρήσιμο Παράρτημα με δύο πίνακες: έναν με τον κατάλογο εκθετριών 1852-1900 με μικρό βιογραφικό σημείωμα για την κάθε μια και ένα δεύτερο με τα ονόματα των γυναικών μελών της Εταιρείας Φιλοτέχνων. Η εξαντλητική σχεδόν βιβλιογραφία -ελληνική και ξένη- στο τέλος του βιβλίου βοηθά τον φιλέρευνο αναγνώστη να ψάξει τα ιδιαίτερα θέματα που τον ενδιαφέρουν και το πλήρες Ευρετήριο εξυπηρετεί τον μελετητή τούτου του βιβλίου να επανέλθει με ευκολία σε πρόσωπα και έργα που κίνησαν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του.