Ολοκληρώθηκαν στις 18 Απριλίου, με την ανάρτηση των τοποθετήσεων, οι διαδικασίες επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την επιλογή των νέων διευθυντών φαίνεται να κλείνει ένας πρώτος κύκλος συντηρητικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση, που καλό είναι να έχουμε ξεκάθαρες στο μυαλό μας για το «δέον γενέσθαι» του μέλλοντος.
Είναι σαφής η πρόθεση της Δεξιάς, όπως την είχε διατυπώσει κυνικά ο Μάκης Βορίδης «να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές». Το γιατί και το πώς της ήττας της Αριστεράς περιγράφεται με ενάργεια στον αφορισμό του Λουί Αλτουσέρ: «Το σχολείο και το ζευγάρι σχολείο – οικογένεια, αποτελεί τον κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους σήμερα». Είναι λοιπόν απολύτως φυσικό η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να έχει ως βασικό στόχο τον έλεγχο της παιδείας.
Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία της εκπαίδευσης των τελευταίων πενήντα χρόνων, διαπιστώνει πως η μόνη ουσιαστική θεσμική παρέμβαση με θετικό πρόσημο είναι ο Ν. 1566/85 με τίτλο, «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», που εμπεδώνει την παιδαγωγική ελευθερία και αναδεικνύει τον Σύλλογο Διδασκόντων ως το κυρίαρχο, αποφασιστικό όργανο στη σχολική μονάδα. Στη συνέχεια επέρχεται το θεσμικό σκότος με βασικά χαρακτηριστικά, την δραστική περικοπή των δαπανών και την γενίκευση της ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών παιδείας. Βέβαια, η σημερινή κυβέρνηση της Δεξιάς του κ. Μητσοτάκη το έχει τερματίσει.
Έχουμε και λέμε: de facto κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, με την εξίσωση των βεβαιώσεων παρακολούθησης διαφόρων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων με τα πτυχία των δημόσιων πανεπιστημίων. Θεσμοθέτηση της Τράπεζας Θεμάτων στο λύκειο που ισοδυναμεί με τετραπλές πανελλαδικές εξετάσεις. Έτσι, αυξάνεται κατακόρυφα το οικονομικό κόστος των νοικοκυριών στην αναζήτηση πρόσθετων υπηρεσιών παιδείας, μεγάλος αριθμός μαθητών αποθαρρύνονται να συνεχίσουν το σχολείο, περιορίζεται δραστικά η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που περιορίζει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και καθιστά του αποφοίτους του λυκείου εύκολη λεία για τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Η μείωση του αριθμού εισακτέων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια και στο κλείσιμο πολλών τμημάτων, περιφερειακών κυρίως πανεπιστημίων. Θεσμοθέτηση της «αυτοαξιολόγησης σχολικής μονάδας», που αυξάνει κατακόρυφα την γραφειοκρατία και την ένταση στις σχολικές μονάδες, χωρίς παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό όφελος. Θεσμοθέτηση της «ατομικής αξιολόγησης» του εκπαιδευτικού, τις δυσμενείς συνέπειες της οποίας ακόμα δεν έχουμε βιώσει.
Το κερασάκι στην τούρτα των αντιδραστικών θεσμικών παρεμβάσεων, είναι η επίσπευση της ολοκλήρωσης των διαδικασιών επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων ενώ έχει ήδη ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος. Θέλουν πάση θυσία να εμπεδώσουν την κυριαρχία τους και στο σκληρό πεδίο της διοίκησης της εκπαίδευσης, με την επιλογή ενός στελεχικού δυναμικού, υπάκουου και υποταγμένου, ξεκομμένου από τον κλάδο των εκπαιδευτικών, χωρίς άποψη και βούληση. Είμαι βέβαιος πως δεν θα επιτύχουν τον σκοπό τους.
Επισημαίνω τρία βασικά στοιχεία. Πρώτον, η επιλογή των νέων διευθυντών έγινε από πενταμελή συμβούλια επιλογής απολύτως ελεγχόμενα από την κυβέρνηση που όρισε τα μέλη της, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση. Στα συμβούλια επιλογής της παρ. 2 του άρθρου 190 του Ν. 4964/2022 (ΦΕΚ 150/Α/30-7-2022) έχουν αποκλειστεί οι εκλεγμένοι αιρετοί του κλάδου που συμμετείχαν πάντα στις επιλογές στελεχών. Δεύτερον, οι μετρήσιμες μονάδες αντιστοιχούν σε ένα μεγάλο αριθμό αμφίβολης εγκυρότητας τυπικών προσόντων και κριτηρίων που εμβάλλουν στην σκέψη πως καθορίστηκαν προκειμένου να μπορούν να ενεργοποιηθούν οι γνωστές αδιαφανείς διαδικασίες και δοσοληψίες που το αστικό καθεστώς οργανώνει προκειμένου να διατηρεί την κυριαρχία του. Τρίτον, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης των αιτήσεων ήταν εξόχως προβληματική, όπως καταγγέλλουν πολλοί υποψήφιοι.
Σύμφωνα με γραπτή καταγγελία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΜΕ, «τα προβλήματα στο θεσμικό πλαίσιο και οι αντιφατικές δηλώσεις – διευκρινίσεις των «υπευθύνων», οδήγησαν στη διαφορετική για κάθε συμβούλιο επιλογής μοριοδότηση των αντικειμενικών κριτηρίων και στην κατάργηση της αρχής της ίσης αντιμετώπισης των υποψηφίων!». Επισημαίνεται επίσης το γεγονός ότι καθημερινά «πληθαίνουν οι καταγγελίες από τις τοπικές ΕΛΜΕ και από υποψήφιους/ες για σωρεία παρατυπιών στην μοριοδότηση αλλά και στη διαδικασία των συνεντεύξεων από τα διορισμένα και ελεγχόμενα Συμβούλια Επιλογής. Ενδεικτικά η ΕΛΜΕ Λέσβου καταγγέλλει ότι για την μοριοδότηση των υποψηφίων διευθυντών/ντριων κατατέθηκαν 76 ενστάσεις σε σύνολο 89 αιτήσεων που οδήγησαν στην μετέπειτα αναγνώριση και μοριοδότηση μάλιστα μιας σειράς δικαιολογητικών που όπως φαίνεται λανθασμένα δεν υπολογίστηκαν, ενώ δεν έγινε το ίδιο για μία σειρά ακόμα πραγματικών τυπικών προσόντων, που τελικά δεν λήφθηκαν υπόψη χωρίς αιτιολόγηση».
Σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση ΣΥΝΕΚ και ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ, που στηρίζονται σε συγκεκριμένα στοιχεία, σε ορισμένες διευθύνσεις εκπαίδευσης φαίνεται να εργαλειοποιήθηκε σκανδαλωδώς από τα συμβούλια επιλογής η συνέντευξη, προκειμένου να ευνοηθούν υποψήφιοι που πρόσκεινται στη συνδικαλιστική παράταξη του κυβερνώντος κόμματος.
Είναι βέβαιο πως όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός θα φανεί το μέγεθος μιας ακόμα εξόχως προβληματικής διαδικασίας της κυβέρνησης. Το γενικό συμπέρασμα είναι πως η οποιαδήποτε προοδευτική κυβέρνηση προκύψει από τις εθνικές εκλογές, θα πρέπει να αναλάβει τιτάνιο έργο, προκειμένου να αποκαταστήσει κατά το δυνατόν τις αδικίες και κυρίως να αναβαθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα δημόσιας και δωρεάν παιδείας.