Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής

 

 

 

Η περί ασφάλειας συζήτηση και το πρόβλημα της ασφάλειας

 

Αυτή τη χρονιά κλείνουν 56 χρόνια από εκείνη την 21η Απριλίου, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία που ρήμαξε τη χώρα. Έκτοτε, για πρώτη φορά διαπιστώνεται τέτοια διεύρυνση του πεδίου δράσης της αστυνομίας, όπως η παρούσα, τέτοια αύξηση του αριθμού του αστυνομικού προσωπικού που προσλαμβάνεται εκτός πανελλαδικών και ταυτόχρονα, αύξηση των τιμών της εγκληματικότητας που δεν έχουν σχέση με τις περιπολίες και το δρόμο, δηλαδή απάτες, εκβιάσεις, ανθρωποκτονίες (στοιχεία ΕΛΑΣ). Όλα αυτά υποδηλώνουν μια ποιοτική μεταβολή της εγκληματικότητας που υπερβαίνει τις κοινοτοπίες του κυρίαρχου λόγου. Διαμορφώνεται λοιπόν το παράδοξο, ότι η κυβέρνηση που έθεσε ως κεντρικό άξονα της πολιτικής της το δόγμα νόμος, τάξη, απέτυχε, να πείσει ότι τα πανεπιστήμια είναι άντρα ανομίας, να προστατεύσει την υγεία του πληθυσμού είτε από υπερσυνταγόγραφήσεις είτε και στο πλαίσιο της πανδημίας, υπονόμευσε το θεσμό της προστασίας μαρτύρων και απαξίωσε τη σημασία του σκανδάλου Novartis, και ταυτόχρονα, κώφευσε στις εκκλήσεις των εργαζομένων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ για τα προβλήματα των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών. Επιπλέον, διάλυσε το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, νόθευσε τη λειτουργία ανεξάρτητων αρχών και ιδίως συστηματικά οργάνωσε και καλλιέργησε, δια των αρμοδίων υπουργών, την επιθετική και καταχρηστική αστυνόμευση σε βάρος των νέων, των εργαζόμενων και γενικά των διαδηλωτών ή άλλων πολιτών.

Σήμερα, λοιπόν, 56 χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας για πρώτη φορά ένα μέρος του πληθυσμού αισθάνεται ενδεχομένως ανασφάλεια και κρίση εμπιστοσύνης, κάθε φορά που θα έχει μια επαφή με τις αρχές, ιδίως την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Το δόγμα του νόμου και της τάξης έχει αντιστραφεί και για πολλούς ο φόβος και η ανασφάλεια δεν είναι απέναντι στο έγκλημα, αλλά απέναντι στην αστυνομία. Δεν πρόκειται για φόβο κάποιων «ανεγκέφαλων», αλλά για το φόβο που ενδεχομένως νιώθουν οι φιλήσυχοι, οι ευυπόληπτοι, οι δημοκρατικοί πολίτες. 

 

Ζήτημα πιο σύνθετο από ένα πολιτικό πρόταγμα

 

Η περί ασφάλειας συζήτηση έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον κατά καιρούς. Οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις επικεντρώνουν τη δημόσια ατζέντα στην ασφάλεια από το έγκλημα και μάλιστα, από το κοινό έγκλημα του δρόμου. Εστιάζουν δηλαδή, στην ασφάλεια με την τεχνική έννοια του όρου, που παραπέμπει στον πόλεμο στο έγκλημα. Η ευρύτερη αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις όμως, φαίνεται ότι αδυνατούν, να απομακρύνουν τη δημόσια ατζέντα από το θέμα της ασφάλειας ως αστυνομικού – τεχνικού προβλήματος. Δέχονται, ωστόσο, ότι η ασφάλεια είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να απασχολεί από τη πλευρά ενός δικαιοκρατικού συστήματος. Δεν διαφαίνεται, δηλαδή, διαφωνία σχετικά με το αν πρέπει να συζητάμε για την ασφάλεια, έστω και αν αυτή δεν ταυτίζεται μόνον με την «άμυνα από το έγκλημα.»  Έτσι, εδώ και πολλά χρόνια στη δημόσια συζήτηση έχουν τεθεί διάφορα διλήμματα, όπως η επιλογή μεταξύ σκοπιμότητας ή νομιμότητας ή μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, ενώ από την πλευρά των υποστηρικτών των δικαιωμάτων υποστηρίζεται είτε ότι οι δύο πόλοι των διλημμάτων μπορούν να συνυπάρχουν, είτε ότι το κύριο διακύβευμα είναι η ασφάλεια των δικαιωμάτων.  

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι η ίδια η συζήτηση για την ασφάλεια, δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου και ότι πρόκειται για ζήτημα πιο σύνθετο από ένα πολιτικό πρόταγμα, που διαμορφώνεται στο πλαίσιο μιας απειλής και της αντίδρασης σε αυτήν. Για να το κατανοήσει κάποιος αυτό, είναι σωστό να τοποθετεί το πρόβλημα στις ιστορικές του διαστάσεις. Το ζήτημα της ασφάλειας στην πρόσφατη εποχή ξεκίνησε από τις ΗΠΑ στη μακρινή δεκαετία του ’60. Ως εσωτερικό πρόβλημα δεν αφορούσε την προστασία ή την άμυνα από απειλές, αλλά την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη, που εξαντλούσαν τη αυστηρότητά τους σε βάρος συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού, ιδίως αφροαμερικανών. Οι τελευταίοι αντιδρούσαν στη διολίσθηση  του επιπέδου ζωής τους, στην άρνηση αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους, στη βία της αστυνομίας, συνθήκες που οδηγούσαν αρκετούς, ιδίως τους μακροχρόνια άνεργους και στη επιλογή της παρανομίας. Έτσι, αποφασίστηκε να ενταθεί η παρουσία της αστυνομίας στο δρόμο, για να εμπεδωθεί, όχι η ασφάλεια, αλλά το αίσθημα ασφάλειας μέσα από συλλήψεις μικρο- παρανόμων του δρόμου. Αυτή είναι η πραγματική ιστορία. Μέσα από την πρόταξη του νόμου και της τάξης τότε, συγκαλύφθηκαν τα προβλήματα της αποδιάρθρωσης ολόκληρων τομέων εργασίας, της μακροχρόνιας ανεργίας, του κοινωνικού και φυλετικού ρατσισμού, των  εγκληματικών λύσεων, ως λύσεων επιβίωσης. Συγκαλύφθηκε, δηλαδή, η κατάρρευση της αγοράς εργασίας, του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη, συγκαλύφθηκε επιπλέον και η ιδιωτικοποίηση ολόκληρων τομέων κοινωνικών υπηρεσιών -  που οδηγούσαν τους ανθρώπους στο δρόμο και στη βία. 

 

Το πρόβλημα της ασφάλειας

 

Σήμερα η κατάσταση αυτή κυριαρχεί και στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της ασφάλειας στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης των συνταγματικών κεκτημένων, της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας σφαίρας (από τα εργασιακά δικαιώματα, έως την παιδεία και την υγεία), που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ενορχηστρώθηκαν με συστηματικότητα και «επιτυχία»: η πραγματική ανασφάλεια είναι πια η πιθανή μη αναστρεψιμότητα αυτών των πολιτικών.

Γι’ αυτό και δεν μπορεί ο δημόσιος λόγος να εξαντλείται σε διλήμματα, που βάζει μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, θέτοντας ως κεντρικό δημόσιο πρόβλημα αυτό της ασφάλειας. Η αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις χρειάζεται να θέσουν τη δική τους πρόταση για το ποιο είναι το κεντρικό δημόσιο πρόβλημα σήμερα.

Εδώ λοιπόν χρειάζεται τα πράγματα να είναι σαφή και πολιτικά και ιδεολογικά και θεσμικά. Πρώτον, είναι ανάγκη να αναγνωριστεί, ότι το πρόβλημα της ασφάλειας από το έγκλημα, υποκρύπτει την κρίση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής πολιτικής και κατά βάση δεν έχει σχέση με την εγκληματικότητα. Η εγκληματικότητα είναι παρεμπίπτουσα συνέπεια της κρίσης.

Δεύτερον, η σχέση μεταξύ ασφάλειας και εγκληματικότητας όταν υπάρχει, δεν αφορά μόνον την εγκληματικότητα του δρόμου: αφορά και τα εγκλήματα του κράτους, τα εγκλήματα των εταιρειών και άλλα συναφή. Είναι βασικό ζήτημα η δημόσια αναγνώριση ως εγκλημάτων, εκείνων των υποθέσεων που έχουν οικονομική βάση και εμπλέκουν το κράτος και τις παράνομες σχέσεις του με τους ιδιώτες, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν θύματα.

Τρίτον, η έννοια της ασφάλειας είναι αόριστη και μπορεί να νοηματοδοτείται κατά βούληση, όπως έγινε μέχρι τώρα, μια που το περιεχόμενό της επιδέχεται αξιολογικών πολιτικών κρίσεων. Για την ακρίβεια, η αοριστία είναι που βοήθησε την καθιέρωσή της στη δημόσια ατζέντα, την εποχή του Ρήγκαν και της Θάτσερ. Διότι, υπό το δόγμα της ασφάλειας είναι εύκολο να χαρακτηριστεί κάποιος επικίνδυνος για τους τρίτους ή την κοινωνία, με βάση μαθηματικοποιημένα προγνωστικά εργαλεία, αναλογιστικά μαθηματικά και άλλες «καινοτόμες» πρακτικές. Τότε η θεσμική νομιμότητα αποδυναμώνεται και συχνά, η στατιστική αξιοποιείται ως ρητορικό όχημα εφησυχασμού, για να πιστοποιήσει την ασφάλεια, αλλά όχι την πραγματική κατάσταση πραγμάτων, κοινωνικών σχέσεων και σχέσεων εξουσίας που αποτελούν το υπόβαθρό της.

 

Σύστημα ανισότητας

 

Τελικά, το πρόβλημα της ασφάλειας που ταυτίζεται με φόβους και εγκλήματα, είναι ένα ζήτημα που ξεκινάει από την αποδιάρθρωση της κοινωνικής πολιτικής, την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη συμβιωτική σχέση τμημάτων του κράτους με οικονομικά συμφέροντα για τα οποία ο νόμος δεν ισχύει. Αναπαράγεται έτσι ένα σύστημα ανισότητας παντού. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη, να μιλήσουμε για την  απομυθοποίηση και η αποδόμηση αυτής της κατάστασης, εστιάζοντας στις ανισότητες: στην κοινωνία, στο ποινικοκατασταλτικό σύστημα, στην καθημερινότητα.  Αν οι ιδέες έχουν συνέπειες, η ιδέα της ασφάλειας έχει φτάσει στα όρια της από αυτήν την άποψη.

 

Σοφία Βιδάλη Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet