Ο Ευάγγελος Αντώναρος, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» (18.4.2023), αναφέρεται στον «απελευθερωτικό» χαρακτήρα της απόφασης του Κώστα Καραμανλή να μην είναι υποψήφιος στις εκλογές. Δεν χωράει άλλη ερμηνεία στον χαρακτηρισμό «απελευθέρωση» πέρα από το ότι με αυτή του την κίνηση ο Κ. Καραμανλής «απελευθέρωσε» τους καραμανλικούς της ΝΔ –προεξάρχοντος του ίδιου του Ε. Αντώναρου- ως προς την πλήρη αποδέσμευσή τους από το κόμμα του οποίου τώρα ηγείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Υπό αυτή την έννοια, η προσχώρηση του Ε. Αντώναρου στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποτελεί σε επίπεδο υποψηφίων το αντίστοιχο του φαινομένου που παρατηρείται σε επίπεδο ψηφοφόρων: της μετατροπής του μεγάλου κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον φορέα μιας αντι-μητσοτακικής συμμαχίας, τα όρια της οποίας περικλείουν μέχρι και την καραμανλική Δεξιά.
Ας μη βιαστούμε να παραβλέψουμε τη θετική πλευρά του ζητήματος. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατορθώσει να συσπειρώσει τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου που είναι δυσαρεστημένος από την παρούσα κυβέρνηση, τότε πράγματι έχει πιθανότητα να βγει πρώτο κόμμα. Και δεν είναι λίγο, αν συμβεί κάτι τέτοιο, και αν όντως αυτό οδηγήσει στο να απαλλαγεί η χώρα από την όντως χειρότερη κυβέρνηση μετά τη μεταπολίτευση.
Δεδομένης της απλής αναλογικής, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και διάφορα σενάρια πιθανής διάδοχης κατάστασης μετά την απαλλαγή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το καλύτερο πιθανό σενάριο θα ήταν κυβέρνηση συνασπισμού με «κορμό» τον ΣΥΡΙΖΑ και με Τσίπρα πρωθυπουργό. Αλλά μπορεί να μην είναι εφικτή μια τέτοια συμφωνία. Άλλο πιθανό σενάριο λοιπόν: Ανδρουλάκης πρωθυπουργός. Ή έστω κάποιο πρόσωπο «κοινής αποδοχής». Η οποία «κοινή αποδοχή» πιθανότατα θα είναι περισσότερο «αποδοχή ΠΑΣΟΚ» παρά «αποδοχή ΣΥΡΙΖΑ». Παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως παράδοξο, είναι γνωστό ότι στις διαπραγματεύσεις ισχυρότερος είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα να χάσει – εν προκειμένω, το κόμμα που τη δική του πρωτιά δεν τη βλέπει ούτε με το τηλεσκόπιο. Ας μην παραβλέπουμε λοιπόν και τους κινδύνους της λογικής του «πάση θυσία (στην κυριολεξία) απαλλαγή απ’ τον Μητσοτάκη».
Το χειρότερο είναι πως σε αυτή τη λογική ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εμπλακεί ευκαιριακά ή περιστασιακά, δηλαδή απλώς εκμεταλλευόμενος την παρούσα γενικευμένη αγανάκτηση του κόσμου με το καθεστώς Μητσοτάκη. Η λογική της «διεύρυνσης», όπως είχε δρομολογηθεί από πριν τις εκλογές του 2019, εξ αρχής προς κάπου εκεί οδηγούσε. Εξ ου και η εντελώς αυθαίρετη και χωρίς καμία δημοκρατική διαδικασία αλλαγή του ονόματος σε «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία». Η προσθήκη «Προοδευτική Συμμαχία» χωράει σχεδόν τους πάντες. Τώρα, όλους τους αντι-μητσοτακικούς.
Προφανώς δεν φταίει μόνον η αλλαγή του τίτλου. Όλη η αντιπολιτευτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στα σκάνδαλα. Το κυρίαρχο σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού» σηματοδοτεί πως το αποκλειστικό ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα είναι η καταπολέμηση των σκανδάλων: το κόμμα ως ένας έντιμος εισαγγελέας.
Για να προλάβω τις γνωστές σαχλαμάρες περί «αριστερόμετρου» και «ιδεολογικής καθαρότητας»: Απλούστατο είναι το στίγμα που τώρα θα έπρεπε να προβάλλει το κόμμα της Αριστεράς. Και εκλογικά αποτελεσματικό – πιο πολύ από την καταπολέμηση των σκανδάλων. Τρία πράγματα: επανακρατικοποιήσεις, πάταξη της αισχροκέρδειας (που σημαίνει καταπολέμηση της ακρίβειας), ενίσχυση του ΕΣΥ και της δημόσιας εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Αυτά για αρχή, εννοείται.