Να ‘σαι που επιστρέφεις από τις διακοπές του Πάσχα και τώρα αδειάζεις το αμάξι. Γείτονες γύρω σου ανεμίζουν βιαστικές ευχές, ενώ εσύ κουβαλάς βαλίτσες και σακούλες και όλο και μπερδεύεσαι και τους απαντάς λάθος: «Χριστός Ανέστη!», «Ευχαριστώ». Η ρουτίνα σε υποδέχεται σαν να σε αποδέχεται εκ νέου. Μένει εκεί τόσο όμοια, σταθερή, ακύμαντη. Τόσο ώστε να μοιάζει με ρουτίνα. Όλα καραδοκούν να αρχίσουν και πάλι. Με τον τρόπο που μόνο αυτά γνωρίζουν να αρχίζουν. Και όμως μια αίσθηση μένει. Είναι όλη αυτή η κυκλικότητα που ύπουλα περνά στα σώματα και τις αντιλήψεις μας. Ο κύκλος των εποχών, η μυθολογία του θανάτου και της αναγέννησης. Ακόμα και μέσα από ξεθυμασμένα έθιμα που επαναλαμβάνονται συγκαταβατικά σαν ασήμαντες υποχρεώσεις. Και έτσι χωρίς να το καταλαβαίνεις, εσύ πέφτεις στην αγκαλιά του κύκλου.
Είναι αυτοί οι χρόνοι. Όταν ήμαστε μικροί επιμερίζαμε τον χρόνο με βάση το πρόγραμμα του σχολείου. Όλα ξεκινούσαν τον Σεπτέμβρη, στη συνέχεια οι διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και μετά το καλοκαίρι. Μέχρι τη νέα αρχή, μέχρι τον νέο Σεπτέμβρη. Πόσο μεγάλοι ήταν τότε αυτοί οι κύκλοι, αυτές οι αποστάσεις. Για μια στιγμή το πιστεύαμε πως δεν πρόκειται να μεγαλώσουμε ποτέ. Στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο με παρόμοιο τρόπο οργανώναμε τις διακοπές, τις εξεταστικές και τα διαβάσματα. Και τα χρόνια που ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό κουβαλούσαν αυτή την αίσθηση του χρόνου που έχει περάσει. Η χρονιά καταλήγει στο ταξίδι και στη ζέστη. Δεν πεθαίνει, αλλά αναγεννιέται μέσα στο ταξίδι και την διασκέδαση. Τώρα χωρίζουμε τον χρόνο με τον ίδιο τρόπο. Είναι το πρόγραμμα των παιδιών μας αυτό στο οποίο προσαρμοζόμαστε. Και αυτά τα ίδια η αρχή ενός τελείως διαφορετικού κύκλου που δεν είχαμε αντιληφθεί πως χτίζεται.
Είναι αυτοί οι τόποι. Οι τόποι που αντιστοιχούν στο επιμερισμό του χρόνου. Η επίσκεψη σε μόνιμα χωριά, ή τις πρόχειρες και επαναλαμβανόμενες παραθεριστικές κατευθύνσεις. Εκεί που πέρασες άλλες φορές το Πάσχα και ήσουν μικρός και όλοι γύρω σου μεγάλοι. Το τραπέζι τεράστιο και οι κουβέντες βαρετές και όλοι γύρω σου με κάποιον τρόπο θείοι και θείες, άλλοι συμπαθητικοί και άλλοι αντιπαθητικοί. Ο παππούς και η γιαγιά σαν μόνιμα τοπόσημα της διακοπής και της γιορτής, της επανάληψης που κουβαλά μέσα του ο χρόνος. Και άλλες φορές επιστρέφει ως έθιμο άλλες σαν κοινός τόπος. Πριν μεγαλώσεις, πριν αρχίσεις να στήνεις αντιλήψεις και απόψεις. Τότε που όλα είναι παρατήρηση. Μια παρατήρηση απλωμένη μη συστηματικά. Που τώρα γίνεται μη συστηματική ανάμνηση. Διακεκομμένη, ταυτόχρονη, ενιαία. Γίνεται ανάμνηση του αποσπασματικού αυτού τόπου της επιστροφής που δεν τον είδες να αλλάζει, μόνο τον συναντάς κάθε φορά αλλαγμένο. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, τις συνήθειες. Κυρίως τους ανθρώπους. Που πήγαν τόσοι άνθρωποι; Και πως ο τόπος παραμένει ο ίδιος, αφού όλοι αυτοί δεν είναι εδώ;
Και όμως εσύ για άλλη μια φορά επιστρέφεις. Μακριά από εκείνο τον τόπο, μακριά από εκείνους τους χρόνους. Επιστρέφεις και καταλαβαίνεις πως κάθε στιγμή είναι μια επιστροφή από όλα τα σημεία στα όποια έχεις βρεθεί σε όλη σου τη ζωή. Αλλά για αυτή τη στιγμή και μόνο, τη στιγμή αυτή με τις βαλίτσες και τις σακούλες, τις ευχές, τους γείτονες και τη ρουτίνα, τη στιγμή εκείνη όπου οι διακοπές τελειώνουν, για αυτή τη στιγμή εσύ επιστρέφεις αποκλειστικά από όλες αυτές τις μικρές παρελθούσες διακοπές του Πάσχα. Ταυτόχρονα από όλες τις μικρές διακεκομμένες στιγμές του παρελθόντος. Τους ανθρώπους που κουβαλάς και έφυγαν, τα τοπία που κουβαλάς και έφυγαν, τις αναμνήσεις που κουβαλάς και δεν σε αφήνουν ποτέ να φύγεις μακριά τους. Κοιτάζεις τον γιο σου και καταλαβαίνεις. Πως αν ο κύκλος έχει κάποιο νόημα, δεν είναι για την έκτασή του. Είναι για αυτό ακριβώς το σημείο που τα δύο άκρα συναντιούνται. Και αυτό το σημείο θα είσαι πάντοτε εσύ.