«Λουνάνα, ένα γιακ μέσα στην τάξη»
Μην αναρωτιέστε τι σχέση που έχουν ένα γιακ, ένας ποιητής και μια σεφ, επειδή δεν έχουν καμία σχέση! Ένας απλός τίτλος είναι για το περιεχόμενο του κειμένου που ακολουθεί και αναφέρεται σε τρεις από τις νέες ταινίες της εβδομάδας. Είναι οι ταινίες «Λουνάνα, ένα γιακ μέσα στην τάξη», «Ευλογία» και «Μάλιστα, σεφ!».
Ο όρος Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία εισήχθη το 1972 από τον 4ο βασιλιά του Μπουτάν, Γίγκμε Σίνγκγιε Βαντσούκ, σε αντιδιαστολή με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, σε μια προσπάθεια να δείξει πως εκτός από τους εθνικούς οικονομικούς δείκτες, απαιτείται και η ισότιμη μέριμνα σε μη οικονομικές συνιστάμενες της καθημερινής ζωής και της ευημερίας. Κι αυτές είναι η ψυχολογική ευημερία, η υγεία, η εκπαίδευση, η αξιοποίηση του χρόνου, η πολιτισμική διαφοροποίηση και αποδοχή, η χρηστή διακυβέρνηση, η ποικιλία και η προστασία των οικοσυστημάτων, η κινητικότητα στην κοινωνία και η ποιότητα ζωής. Αυτά στη μακρινή χώρα των Ιμαλαΐων με έκταση 38.400 τ.χ. περίπου και πληθυσμό 780.000 κατοίκων.
Ο 39χρονος Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι με την ταινία του «Λουνάνα, ένα γιακ μέσα στην τάξη» (Lunana: A yak in the classroom), υποψήφια για Όσκαρ Ξένης Ταινίας στα 94α Όσκαρ, μας φέρνει σε επαφή με μια ελάχιστα γνωστή χώρα και με τον πολιτισμό της.
Ο Ούνγκιεν Ντόρχι είναι ένας νεαρός δάσκαλος που ζει στο Τίμπου, την πρωτεύουσα του Μπουτάν και το όνειρό του είναι να φύγει για την Αυστραλία και να γίνει τραγουδιστής. Όμως τότε έρχεται ο νέος του διορισμός για τη Λουνάνα, ένα μικρό χωριό όπου βρίσκεται το πιο απομακρυσμένο σχολείο του κόσμου, ένας τόπος σε υψόμετρο 4.800 μέτρων με μόλις, 56 κατοίκους, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα όπου για να φτάσει απαιτούνται 8 μέρες πεζοπορίας! Δυσαρεστημένος ο Ούνγκιεν σκέφτεται να τα παρατήσει αλλά η επαφή του με τα παιδιά και τους κατοίκους του χωριού θα τον κάνουν να αρχίσει να αλλάζει. Ο απλός τρόπος ζωής, η επαφή τους με τη φύση, η πνευματική τους δύναμη και η δίψα των μαθητών για μάθηση, θα τον βοηθήσουν να δει τη ζωή διαφορετικά και να αναθεωρήσει πολλά από όσα πίστευε.
Πανέμορφη ταινία, με εικόνες που κόβουν την ανάσα καθώς ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια του θεατή οι ομορφιές της μεγαλύτερης και της ψηλότερης οροσειράς του κόσμου. Είναι από τις ταινίες εκείνες που κινητοποιούν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ο σκηνοθέτης με καθαρό βλέμμα κοιτάζει όχι μόνον το τοπίο αλλά και τους ανθρώπους. Με πολλά στοιχεία εθνογραφικού ντοκιμαντέρ και ρεαλιστικού κινηματογράφου, ενσωματώνει έντονα το συγκινησιακό στοιχείο της μυθοπλασίας. Στρωτή σκηνοθεσία με την κάμερα να «ρουφάει» ό,τι μπορεί και τον Γίγκμε Σίνγκγιε Βαντσούκ να καθοδηγεί με μαεστρία τους ντόπιους ερασιτέχνες ηθοποιούς. Με τη συνοδεία του υπέροχου τραγουδιού προσφέρει ένα γοητευτικό κινηματογραφικό ταξίδι.
Έρωτας που δεν τολμά να πει το όνομά του
.jpg)
«Ευλογία»
Ο άγγλος ποιητής Σίγκφριντ Σασούν (1886-1967), στη δίνη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, βρέθηκε στα χαρακώματα και έχοντας βιώσει τη φρίκη καταδίκασε τον πόλεμο και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές του. Έτσι, μετά από μια άδεια αρνήθηκε να επιστρέψει στις μάχες ενώ τα ποιήματά του είχαν έντονο αντιπολεμικό χαρακτήρα. Οι στίχοι του απογυμνωμένοι από κάθε στοιχείο πατριωτικού ηρωισμού και θριαμβολογίας ήταν σκληροί και θανατεροί. Με τη στάση του αυτή ρίσκαρε να περάσει στρατοδικείο, αλλά ένα φίλος του με διασυνδέσεις φρόντισε ώστε να μεταφερθεί σε ένα ίδρυμα για «θεραπεία».
Η ζωή του Σασούν αποτελεί το θέμα της ταινίας «Ευλογία» (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις ο οποίος χτίζει το πορτρέτο μιας σύνθετης προσωπικότητας, ενός ποιητή που λάτρεψαν οι λογοτεχνικοί κύκλοι στην Αγγλία. Ο ίδιος άρχισε να δημιουργεί σχέσεις με διάφορους άνδρες σε μια προσπάθεια να συμβιβαστεί με την ομοφυλοφιλία του και να ζήσει με τον «έρωτα που δεν τολμά να πει το όνομά του». Τελικά αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, παντρεύτηκε, έγινε πατέρας αλλά, όπως ήταν φυσικό, ο γάμος του κατέρρευσε.
Ο Τέρενς Ντέιβις αφηγείται με ιδιαίτερη λεπτότητα αλλά και χωρίς υπεκφυγές την ταραχώδη ζωή του Σασούν. Με συνεχή φλας μπακ πηγαινοέρχεται στον χρόνο συνδέοντας τις διάφορες περιόδους της ζωής τους, παραθέτοντας πολύ συχνά στίχους του ποιητή που μιλούν για τη φρίκη του πολέμου. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να μεταφέρει την αγωνία του ήρωά του, την εσωτερική του πάλη, τις εξάρσεις, τα πάθη, τον πόνο και την απελπισία του.
Δεν είναι κακή η ταινία του Ντέιβις, αλλά η μεγάλη διάρκειά της (138 λεπτά), κάποιες σκηνές που μοιάζουν επαναλαμβανόμενες, η αναποφασιστικότητά του να δώσει πιο συγκεκριμένο προσανατολισμό στον ήρωά του αποδυναμώνουν την προσπάθειά του.
Καλή όρεξη!
Η Κατί δουλεύει ως βοηθός σεφ σε ένα τηλεοπτικό σόου μαγειρικής. Το όνειρό της είναι να ανοίξει δικό της εστιατόριο αλλά όλα θα αλλάξουν όταν τσακωθεί με την παρουσιάστρια, τα βροντήξει και φύγει. Η προσπάθειά της για αναζήτηση εργασίας δεν θα ευοδωθούν μέχρις ότου μια αγγελία θα την οδηγήσει σε ένα «γραφικό εστιατόριο» που ζητά σεφ. Μόνο που δεν πρόκειται για εστιατόριο αλλά για την κουζίνα μια δομής φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων μεταναστών! Και ενώ ετοιμάζεται να φύγει, η φίλη της και φιλόδοξη ηθοποιός Φατού την πείθει να δεχτεί τη δουλειά. Έτσι η Κατί ξεκινά με πολλές δυσκολίες και θεωρώντας πως η δουλειά που βρήκε δεν είναι αντάξια των ικανοτήτων της. Σιγά-σιγά όμως αρχίζει να έρχεται σε επαφή με έναν διαφορετικό κόσμο, με τις ανάγκες των μικρών μεταναστών που προσπαθούν να πάρουν άδεια παραμονής στη Γαλλία και νέοι ορίζοντες θα ανοιχτούν μπροστά της.
Η ταινία «Μάλιστα, σεφ!» (La brigade) του Λουί Ζιλιέν Πετίτ είναι μια ευχάριστη γαλλική κομεντί η οποία προσεγγίζει το μεταναστευτικό από μια διαφορετική σκοπιά. Μάλιστα ο σκηνοθέτης ασκεί κριτική στη σκληρή πολλές φορές, μεταναστευτική πολιτική της Γαλλίας. Χαρακτηριστικά βλέπουμε τον διευθυντή της δομής να προσπαθεί να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία προκειμένου να βοηθήσει τους νεαρούς μετανάστες να πάρουν νόμιμα χαρτιά.
Χωρίς ιδιαίτερες σκηνοθετικές απαιτήσεις αλλά με αρκετά ενδιαφέρον κοινωνικό θέμα -όχι μόνον το μεταναστευτικό αλλά και τις σχέσεις εργασίας και την ανεργία-, συμπαθητικές ερμηνείες και δροσερή ματιά, η ταινία κυλάει αβίαστα και βλέπεται ευχάριστα καθώς συνδυάζει το γέλιο με τη συγκίνηση.