Την Μυρσίνη Ζορμπά την γνώρισα το 2015, όταν μου πρότεινε να συνεργαστώ με το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού σε ένα πρόγραμμα καταγραφής ιστοριών ζωής μεταναστών και προσφύγων. Και αν η πρώτη συνάντηση ήταν σχετικά σύντομη με ανιχνευτικό χαρακτήρα, η δεύτερη έβαλε γρήγορα και με σαφήνεια τον τόνο της συνεργασίας. Είχε πρόσφατα επιστρέψει από ένα συνέδριο στη Σουηδία, και μου κρατούσε δώρο ένα μικρό βιβλιαράκι με μια ομιλία της Aleida Assmann για την πολιτισμική μνήμη και τα συναισθήματα: το τραύμα, τον φόβο, τη διαμεσολάβηση των εικόνων και των αναπαραστάσεων στον τρόπο που δίνουμε νόημα στις εμπειρίες μας. Αυτό που σχεδίαζε να πραγματώσει στο Δίκτυο ήταν μεγαλύτερο από τα όρια της συγκεκριμένης δράσης. Ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης προσπάθειας να αλλάξει η συνθήκη μέσα στην οποία συνυπάρχουμε με τους νέους συμπολίτες μας.
Με χαρά δέχθηκα να συμμετάσχω προετοιμάζοντας ερωτηματολόγια και πραγματοποιώντας τις συνεντεύξεις. Τους πληροφορητές τους εξασφάλισε το Δίκτυο: ήταν τέτοια η σχέση εμπιστοσύνης που είχαν οικοδομήσει με τα χρόνια, πολλοί από αυτούς όσο ήταν ακόμη έφηβοι, μέσω της συμμετοχής τους στις δραστηριότητες του Δικτύου, που αυτό που συνήθως αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, δεν τέθηκε καν ως πρόβλημα. Η Ζορμπά επέμενε να τηρηθεί με αυστηρότητα η δεοντολογία της έρευνας, να μη θεωρήσουν με κανέναν τρόπο οι πληροφορητές ότι κεφαλαιοποιείται η προσφορά του Δικτύου. Κανένας ανήλικος δεν έδωσε συνέντευξη σε κείνο το πρόγραμμα, ακόμη και αν η ενηλικίωση απείχε μόλις λίγους μήνες. Όσοι αφηγήθηκαν τη ζωή τους, δεν παρέλειψαν να αναφερθούν σε κάποιο σημείο της συνέντευξης στο Δίκτυο και στην «κυρία Μυρσίνη», όλοι σαν να μιλούσαν για έναν δικό τους άνθρωπο. Όμως, ο στόχος δεν ήταν αυτός, ακόμη και αν ανέκυπτε στη ροή της αφήγησης, ως σύντομη υπόμνηση της σημασίας της αλληλεγγύης σε περιόδους που έχουν αρθεί οι σταθερές και οι βεβαιότητες. Στόχος ήταν να μιλήσουν για την εμπειρία του ταξιδιού, για τα βιώματα και τα συναισθήματά τους, για την περίοδο της άφιξης, τις δυσκολίες της και το πώς τις ξεπέρασαν, για τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Αυτό που ήθελε να κάνει η Ζορμπά ήταν να καταγράψει τη φωνή τους, να δώσει τον λόγο σε αυτούς που ακόμη δεν ακούγονταν παρά μόνο μέσα από στατιστικές και από γενικευτικές αναφορές. Μαγνητοφωνάκι (στην κάμερα υπήρχε ακόμη αντίσταση), παραχωρητήρια, ανωνυμοποίηση, απομαγνητοφώνηση, συζητήσεις για τη μεθοδολογία, όλα αποτελούσαν κομμάτια μιας σύνθεσης, το πλήρες μέγεθος της οποίας εξέθεσε στον πρόλογο της αντίστοιχης έκδοσης:
«Αυτό το βιβλίο σχεδιάστηκε για να δώσει φωνή σε κείνους που η φωνή τους δεν ακούγεται, στους πρόσφυγες και στους μετανάστες, που αποτελούν στις μέρες μας, για την Ευρώπη και για τη χώρα μας, το κεντρικό πολιτικό και ανθρωπιστικό διακύβευμα. Το διλήμματα που προκύπτουν από αυτό δεν σηματοδοτούν απλώς την τύχη του δύο τοις εκατό που διεκδικεί να φτάσει από τα τρία σημεία του ορίζοντα και να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό πληθυσμό των πεντακοσίων εκατομμυρίων ανθρώπων αλλά κάτι πιο σημαντικό, τις εναλλακτικές κατευθύνσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών για το μέλλον και για το μοντέλο ανάπτυξης της δημοκρατίας που θα ακολουθήσουν» (Μ. Ζορμπά, «Η δική τους φωνή», Από τα τρία σημεία του ορίζοντα, Αθήνα 2015, σ. 9).
Ζήτημα δημοκρατίας λοιπόν ήταν οι συνεντεύξεις – ή καλύτερα η ορατότητα και η αναγνώριση που αυτές εξασφάλιζαν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Είχε βεβαίως δίκιο. Έχοντας διαμορφωθεί διανοητικά και πολιτικά μέσα στο πλαίσιο των αιτημάτων δημοκρατικοποίησης της κοινωνίας, διεκδίκησης της κοινωνικής ισότητας και αναγνώρισης της πολιτικής βαρύτητας του πολιτισμού, η Ζορμπά ήξερε πολύ καλά για τι πράγμα μιλούσε όταν αναφερόταν σε δημοκρατία μέσω της αναγνώρισης. Η αναφορά δεν ήταν θεωρητικό σχεδίασμα ενός προλογικού σημειώματος, αλλά επικαιροποίηση του αιτήματος για την «ιστορία από τα κάτω», για την ιστορία των πολλών και των ασήμων, με το άνοιγμα σε ομάδες που δεν είχαν ακόμη κανονικοποιηθεί ως πεδίο ιστορικοποίησης. Το εγχείρημα, χωρίς να χάνει την επιστημονική του εγκυρότητα, είχε πολιτικό πρόσημο και το θάρρος να το δηλώνει: την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Άλλωστε, για την Ζορμπά, η προσφυγική εμπειρία βρισκόταν στο κέντρο της σύγχρονης πολιτικής συζήτησης. Δεν αφορούσε τους «άλλους», δεν είχε πρόσημο «φιλανθρωπίας», ούτε καν αλληλεγγύης. Ένα αόρατο νήμα συνέδεε την προσφυγική κρίση με τις πολλαπλές κρίσεις των κοινωνιών την εποχή της παγκοσμιοποίησης και οι συνέπειές τους θα αφορούσαν όλους μας.
Εκείνες οι συνεντεύξεις ήταν μόνο το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της ορατότητας των προσφύγων και των μεταναστών. Δύο χρόνια αργότερα, το 2017, πάλι μέσα από τις δράσεις του Δικτύου, εμφανίστηκε η εφημερίδα «Αποδημητικά Πουλιά», που σταδιακά απέκτησε περιοδικότητα. Κορίτσια προσφύγισσες, νέα στην ηλικία, πολλαπλά ευάλωτα και στιγματισμένα, που ζούσαν στον καταυλισμό του Σχιστού, ανέλαβαν να εκδώσουν τη δική τους εφημερίδα, να μη μιλούν άλλοι εξ ονόματος των προσφύγων, ιδιαίτερα των εφήβων, να μπορούν να μιλούν με τη δική τους φωνή και στη δική τους γλώσσα. Σε πέντε γλώσσες εμφανίζονταν τα κείμενα της εφημερίδας: ελληνικά, αγγλικά, φαρσί, ουρντού και αραβικά. Ψυχή και αυτού του εγχειρήματος ήταν η Ζορμπά, από τη σύλληψη της ιδέας και την υποστήριξή του ως την έκδοση της εφημερίδας. Τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν ήταν συγκλονιστικά: «Δεν νιώθω σαν άνθρωπος αυτές τις μέρες. Κάποιες φορές θέλω απλά να μείνω μόνη μου, μόνη εγώ και ο εαυτός μου, να σκεφτώ για τη ζωή μου, το αβέβαιο μέλλον μου, να κλάψω για όλα αυτά που έχουν συμβεί στη ζωή μας, αλλά δεν υπάρχει χώρος για μένα» ή «Θυμάμαι μια φορά έναν ψηλό άντρα ο οποίος έμοιαζε πολύ θυμωμένος, φώναζε και ούρλιαζε σε μια μικρή ομάδα γυναικών προσφύγων μουσουλμάνων με μαντίλα. Δεν ξέρω τι έλεγε, αλλά φαντάζομαι πως μας καταριόταν, χρησιμοποιώντας τις χειρότερες βρισιές που ήξερε. Ήμουν σοκαρισμένη. Δεν ήξερα τι να κάνω, προσπαθούσα να σκεφτώ τι θα έπρεπε να κάνω σε περίπτωση που επιχειρούσε να μας επιτεθεί. Δεν τολμούσα να κάνω βήμα. Ένιωσα τόσο τρομαγμένη, γιατί έμοιαζε παρανοϊκός και ένιωσα ευγνωμοσύνη για σένα εκείνη τη στιγμή. Διάβασες το φόβο στα μάτια μου, έτρεξες σε μένα και στάθηκες μπροστά μου σαν ασπίδα για να με σώσεις, και με έσωσες. Σου είμαι πραγματικά ευγνώμων για τη βοήθειά σου».1 Έφερναν την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με μια τραγωδία που διαδραματιζόταν στο εσωτερικό της και αρνιόταν να δει.
Αυτή τη Μυρσίνη Ζορμπά γνώρισα μέσα από τη δουλειά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Με γνώση και όραμα, θαρραλέα, μεθοδική, κατάφερε όχι μόνο να στηρίξει τους πιο ευάλωτους ανάμεσά τους, συχνά με προσωπικό κόστος, αλλά να ανοίξει χώρο γι’ αυτούς – να κάνει την ελληνική κοινωνία να τους δει. Σήμερα το αίτημα παραμένει επιτακτικότερο από ποτέ.
Σημείωση
1. Και τα δύο αποσπάσματα είναι από το πρώτο φύλλο των «Αποδημητικών Πουλιών» (14-17 Απριλίου 2017).