Ο νεαρός Πάνος Γεραμάνης δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη

 

 

 

Στις 30 Απριλίου του 2005 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 59 ετών ο Πάνος Γεραμάνης. Ένας δημοσιογράφος που ανέδειξε τον κοινωνικό ρόλο της μαχόμενης και μαχητικής δημοσιογραφίας, που αγάπησε και πρόβαλε το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, ενώ παράλληλα λάτρεψε το ποδόσφαιρο. Ο ιστορικός Βασίλης Καρδάσης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κρήτης, στο βιβλίο «Πάνος Γεραμάνης - Σε δρόμους λαϊκούς» (εκδόσεις Άγκυρα), σκιαγραφεί την προσωπικότητα, την πορεία και δράση του δημοσιογράφου και ερευνητή. Με απλές αλλά μεστές γραμμές, ξετυλίγονται τα καθοριστικά παιδικά του χρόνια στο Βασιλικό Χαλκίδας, οι πρώτες δημοσιογραφικές επιτυχίες στο «Φως Των Σπορ», η συνέπειά του στις ιδέες της Αριστεράς ακόμα και σε δύσκολες περιόδους, η αναγνώριση και καταξίωση. Όλα αυτά πλημμυρισμένα από μουσικές, τραγούδια, ιαχές, φάσεις, γκολ, γήπεδα, ταβέρνες, παρέες, αγώνες, διεκδικήσεις. Πανταχού παρών ο Καζαντζίδης, αλλά και η Πόλυ Πάνου, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Πέτρος Αναγνωστάκης, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Στράτος Διονυσίου, ο Γιάννης Σταματίου -ο περίφημος Σπόρος-, ο Γιάννης Καραμπεσίνης, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, και την ίδια ώρα ο Ανδρέας Μουράτης, ο Μπάμπης Κοτρίδης, ο Ηλίας Ρωσίδης, ο Μπέμπης, ο Ηλίας Υφαντής, ο Νίκος Σιδέρης, τ’ αστέρια του Ολυμπιακού Πειραιώς και της Εθνικής Ελλάδος, αλλά και ο Ολυμπιακός Χαλκίδας και ο Λήλας Βασιλικού.

Στον τελευταίο του δημοσιογραφικό σταθμό στα “Νέα” ο Πάνος Γεραμάνης διατηρούσε μια στήλη στο αθλητικό ένθετο “Ομάδα” όπου συχνά πυκνά θυμόταν μεγάλους άσους του παρελθόντος. Στις 19/4/2005 έγραφε για τον μεγάλο Θανάση Μπέμπη του Ολυμπιακού: “Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική η γενική διαπίστωση ότι ο Θανάσης Μπέμπης υπήρξε ο μεγαλύτερος επιτελικός παίκτης του ελληνικού ποδοσφαίρου κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο Θανάσης Μπέμπης αγωνίστηκε για 15 ολόκληρα χρόνια με τα χρώματα του Ολυμπιακού και αποτέλεσε τον βασικό πνεύμονα, τη μεγάλη ψυχή της τρομερής ενδεκάδας του Θρύλου, ιδιαίτερα στην εξαετία 1953-59, που η ομάδα του Πειραιά κατέκτησε τα έξι συνεχόμενα Πρωταθλήματα και Κύπελλα Ελλάδας, καθώς και τα Κύπελλα Χριστουγέννων και Πάσχα, εκείνη τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού ποδοσφαίρου με τα ξερά γήπεδα και τις ασπρόμαυρες εικόνες. 

Οι αθλητικοί συντάκτες στη δεκαετία του 1950 είχαν χαρακτηρίσει τον Μπέμπη «Καπετάνιο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, επειδή αξιοποιούσε την ποδοσφαιρική του ευφυΐα σε κάθε κίνηση, σε κάθε ενέργεια μέσα στα γήπεδα. Ήταν ο παίκτης που διέθετε τέχνη, φαντασία, ταχύτητα, σουτ, κεφαλιές, ντρίμπλα και, το σπουδαιότερο, ήταν μοναδικός στις ακριβείς μεταβιβάσεις προς τους συμπαίκτες του, που τους «έβγαζε» πάντα σε θέση βολής, στις αντίπαλες εστίες. Το πείσμα και το πάθος του φανέρωναν πολλές φορές τον εριστικό χαρακτήρα του, αλλά όλοι παραδέχονταν τις τεχνικές του αρετές. Όλα τα χρόνια του αγωνίστηκε στις θέσεις του επιθετικού χαφ και κυρίως του τροφοδότη κυνηγού, πάντα σε ρόλο γενικού συντονιστή. Κυνηγούσε παντού την μπάλα και η αντοχή του ήταν κάτι το υπερφυσικό. 

H πορεία του Μπέμπη στο ελληνικό ποδόσφαιρο αρχίζει σε ηλικία 15 ετών. Πρωτόπαιξε επίσημα μπάλα στην ομάδα της γειτονιάς του στον Ακράτητο Πετραλώνων (τον σημερινό Ακράτητο Λιοσίων). Ύστερα από δύο χρόνια μεταγράφηκε στον Φωστήρα (το 1946), όπου η εξέλιξή του ήταν γρήγορη και σταθεροποιήθηκε τότε στην τρομερή πεντάδα του θρυλικού «Φονέα των Γιγάντων» (Κορωναίος, Νικολαδός, Γιαλαμπίδης, Γιάκαλος, Πιλάτος-Μπέμπης). Τα προσόντα του και γενικώς το ταλέντο του Μπέμπη τον καταξίωσαν εκείνη την εποχή ως ανερχόμενο κυνηγό του αθηναϊκού ποδοσφαίρου, αφού ο Φωστήρας αγωνιζόταν στο Πρωτάθλημα A' Αθηνών. Οι συνεχείς διακρίσεις του Θανάση Μπέμπη ανέβασαν το ηθικό του και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1949, πραγματοποιεί το μεγάλο όνειρο της ζωής του, να φορέσει τη δοξασμένη ερυθρόλευκη φανέλα. H μεταγραφή του στον Ολυμπιακό προκάλεσε αίσθηση τότε ”.

Από το 1949 έως το 1963 ο Μπέμπης αγωνίστηκε συνεχώς με τον Ολυμπιακό.
Παράλληλα, έπαιξε ως επιτελικός στην Εθνική Ομάδα και υπήρξε διεθνής 20 (!)) φορές. Δηλαδή είχε εκείνη την εποχή τις περισσότερες συμμετοχές, αν πάρουμε ως δεδομένο ότι η Εθνική έδινε ένα ή δύο παιχνίδια κάθε χρόνο. Σε έναν αγώνα με την Ισπανία (1-7) είχε δημιουργήσει επεισόδιο με τον πρόεδρο της ΕΠΟ Αθανάσιο Μέρμηγκα και είχε αποκλεισθεί. Κατά την 6ετία 1953-59, στην κατάκτηση των έξι Πρωταθλημάτων και Κυπέλλων, υπήρξε ο ιθύνων νους της ομάδας-θρύλου. Τερμάτισε την ποδοσφαιρική του πορεία ως παίκτης και προπονητής με τον Βύζαντα Μεγάρων, ενώ προσφέρει κατά καιρούς ως προπονητής και σύμβουλος τις πολύτιμες γνώσεις του στον Ολυμπιακό...”.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet