Την Πρωτομαγιά του 1894, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, δεύτερη χρονιά που η Εργατική Πρωτομαγιά γιορτάζεται στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση των σοσιαλιστικών ομίλων. Στο ψήφισμα προς την κυβέρνηση διατυπώνονται τα αιτήματα:
«Συνελθόντες… την 1 Μαΐου του 1894… πάντες οι διεθνείς σοσιαλισταί και εν γένει οι υπό μισθόν ευρισκόμενοι και πάσχοντες εργάται Αθηνών – Πειραιώς… αποφασίζομεν και ψηφίζομεν τα εξής… Α’) Την Κυριακήν να κλείωνται τα καταστήματα καθ’ όλην την ημέραν και οι εργάται να αναπαύωνται. Β’) Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν… Γ’) Να απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας… Δ’) Να καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις… Ε’) Να καταργηθή η δια χρέη προσωπική κράτισις… Ζήτω ο σοσιαλισμός». (εφημερίδα «Ακρόπολις», 2/5/1894).
Αν σήμερα επιχειρούσαμε να διατυπώσουμε τα σύγχρονα αιτήματα κατά πόσον θα διέφεραν; Ένα βήμα παρακάτω, αναγνωρίζοντας τη βαθιά κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος, μπορεί η τοπική αυτοδιοίκηση να έχει λόγο και ρόλο στην καθημερινή διεκδίκηση εργατικών και κοινωνικών αιτημάτων, υπερβαίνοντας τις «τυπικές αρμοδιότητες» της;
Τα προηγούμενα χρόνια, και με τις πρόσφατες ρυθμίσεις της ΝΔ, η τοπική αυτοδιοίκηση καλείται να προσυπογράψει την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, στο όνομα της «ανάπτυξης» και των «αγορών». Ενδιάμεσα, βρίσκονται προφάσεις όπως οι «λευκές νύκτες», ο τουρισμός κ.ά., εγγράφοντας σταδιακά στη συνείδηση όλων ότι η Κυριακή δεν είναι πλέον αργία.
Το 8ώρο πρακτικά έχει καταργηθεί. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, τα ευέλικτα ωράρια, οι απλήρωτες υπερωρίες, τα ψεύτικα «ρεπό», η παραβίαση κάθε υπολείμματος της εργατικής νομοθεσίας, συνιστούν ένα πεδίο που η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να διεκδικήσει ρόλο, ως ένα όχημα που θα γειώσει τις διεκδικήσεις στις τοπικές κοινωνίες.
Η διεκδίκηση αξιοπρεπούς σύνταξης, αντί κουπονιών, αφορά όλους μας και με την ιδιότητα του δημότη και της δημότισσας. Δεν είναι αποδεκτό το κράτος πρόνοιας να έχει αντικατασταθεί από τη φιλανθρωπία και την «κοινωνική ευθύνη» των ισχυρών επιχειρηματιών.
Για τα πτωχευμένα νοικοκυριά εξαιτίας της ανεργίας, των κόκκινων δανείων, βορά στις «εισπρακτικές» στα fund(s), στους πλειστηριασμών, το αίτημα να καταργηθεί η «δια χρέη προσωπική κράτησις» διατηρεί την επικαιρότητά του, αφού η σημερινή κατάσταση συνιστά, τελικά, μια άλλη εκδοχή απώλεια της ελευθερίας. Η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να συντονιστεί και να πρωτοστατήσει για να αποτρέψει πλειστηριασμούς, να προστατέψει τους «αόρατους» δημότες.
Αλλά ας «αγγίξουμε» και κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ξεπερασμένο. Το αίτημα να «καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις». Δεν έχουν ξεχαστεί οι συμπολίτες μας που αυτοκτόνησαν στα χρόνια των μνημονίων. Δεν έχουν ξεχαστεί οι εκατοντάδες χιλιάδες που πέθαναν από τη θανατοπολιτική την περίοδο της πανδημίας και το διαλυμένο ΕΣΥ. Δεν έχουν ξεχαστεί οι γυναικοκτονίες, η ενδοοικογενεική βία, τα συνεχή περιστατικά βίας στη νεολαία και στα σχολεία, οι «αόρατες» φυλακές, η κρατική βία της αστυνομίας σε κάθε κινητοποίηση. Η τοπική αυτοδιοίκηση και κατά το μέρος αυτό οφείλει όχι μόνο να λαμβάνει ξεκάθαρη πολιτική θέση αλλά να συγκροτήσει μέσα από δράσεις και παρεμβάσεις δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης.
Μπορούμε και επιδιώκουμε να ανασυγκροτήσουμε τις τοπικές κοινωνίες από τοπικούς χώρους εξαίρεσης, σε κοινωνικούς χώρους δράσης, αμφισβήτησης και ονείρου, δίνοντας χώρο, φωνή και εμπιστοσύνη στη νεολαία.
Οι προσεχείς αυτοδιοικητικές εκλογές μπορεί να γίνουν αφετηρία ενός διαφορετικού αυτοδιοικητικού παραδείγματος, συμμετοχής αντί ανάθεσης, επαναφέροντας την πολιτική σε κάθε γειτονιά και Δήμο.
Παραφράζοντας την κατακλείδα του ψηφίσματος, το ερώτημα μοιάζει να επανέρχεται αμείλικτο: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα; Η απάντηση στο ερώτημα οφείλει να είναι προφανής. Ανασύροντας ένα παλιό σύνθημα, «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός».