Έρση Σωτηροπούλου «Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα», εκδόσεις Πατάκη, 2022

 

Στην πεζογραφία της Έρσης Σωτηροπούλου (γ. 1953) η πραγματικότητα δεν περιορίζεται στο ορατό, αλλά είναι κυρίως ο θολός και ίσως παραισθητικός ορίζοντας που σχηματίζεται από τον τρόπο που την βιώνουμε με εσωτερικά τραντάγματα. Αν η πραγματικότητα ήταν μόνο το στατικό και συμπαγές γκρίζο που μας περιβάλλει, θα ήταν μάλλον αφόρητη και οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις μονότονες και ατελέσφορες. Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο, ασφυκτική, γλιτσερή και αποπνικτική, που έχει την τάση να κολλάει στο σώμα σαν βδέλλα, είτε είναι η γενέθλια Πάτρα στα χρόνια της δικτατορίας είτε η Αθήνα της κρίσης και της πανδημίας είτε το «ειδυλλιακό» ελληνικό καλοκαίρι, είναι προϋπόθεση και αφορμή όλων των ιστοριών της συλλογής διηγημάτων «Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα».

 

Δεν ξέρω ποια αναγνωστική σχέση έχει η Σωτηροπούλου με το έργο του Μερλώ-Ποντύ, αλλά νιώθω ότι το συγγραφικό της σύμπαν συνδέεται με μια φιλοσοφία της αμφισημίας, μια Φαινομενολογία της αντίληψης που τοποθετεί στο επίκεντρο τη ζωτική ανάγκη του αισθάνεσθαι. Μια φιλοσοφική προσέγγιση που με οδηγό την περιγραφή της αντιληπτικής εμπειρίας του ανθρώπου και με κεντρικές διαστάσεις τη σάρκα, τη σεξουαλικότητα, τη γλώσσα, την επιθυμία, τον χώρο, τη διυποκειμενικότητα και την ελευθερία, μπορεί να γονιμοποιήσει αμφίσημες λογοτεχνικές γραφές και κριτικές αναγνώσεις.

Σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, μυθοπλαστικές ή αυτοβιογραφικές, ανάμεσα στην παιδική αθωότητα και την πανωλεθρία της ωριμότητας, σε σταθερά φεμινιστική προοπτική, οι ηρωίδες (κυρίως) της Σωτηροπούλου βρίσκονται σε δυσαρμονική σχέση με την πραγματικότητα και προσπαθούν να αποδράσουν από τον εαυτό τους, τον οικογενειακό περίγυρο, την καθημερινότητα, τις συμβάσεις, την κοινωνική μιζέρια, την τυραννία της οικειότητας. Μονόδρομοι διαφυγής είναι το απαγορευμένο, το λοξό, η αταξία και η ανυπακοή. Στις ιστορίες της, οι πιο φερέγγυοι φορείς ελευθερίας, διακριτικά τοποθετημένοι, είναι τα παιδιά, οι ζητιάνοι, οι απόκληροι, οι γύφτοι κι οι λυπημένοι, οι μόνοι ικανοί να εμπνεύσουν την απαντοχή των άλλων.

 

Ενσυναίσθηση και αναισθησία

 

Όπως μας έδειξε ο Ζανκελεβίτς, η ειρωνεία, καταστρέφοντας το εξωτερικό περίβλημα των πραγμάτων, μας ασκεί να σεβόμαστε μόνο το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Η συγγραφέας με τον ειρωνικά ασεβή τίτλο της συλλογής και του ομότιτλου διηγήματος δεν υποτυπώνει ένα εγκώμιο της αναισθησίας, αλλά τη γενικευμένη απάθεια και αδράνεια μιας εποχής στην οποία όλοι επικαλούνται την «ενσυναίθηση». Μια μοδάτη λέξη-κλειδί που, όπως εύστοχα σχολίασε στην επιφυλλίδα του ο Μπουκάλας, «εννοιολογικώς κατάντησε σαν την κόκα-κόλα: πάει με όλα, χωρίς να ταιριάζει με τίποτα». Η Σωτηροπούλου, χωρίς να περιορίζεται στην ψυχική και ηθική εξόντωση που επέφεραν η πανδημία και τα λοκντάουν, συνδέει το δήθεν ανέμελο και νηπενθές lifestyle της εποχής με τον κομφορμισμό, τον καθωσπρεπισμό και την αφόρητη κορεκτίλα όσων αναγνωρίζουν στην κρίση ευκαιρίες και ισχυρίζονται ότι ωρίμασαν, φιλοσόφησαν, ξαναγνώρισαν τις γειτονιές, τις ρίζες και την οικογένειά τους. Αυτό το ηγεμονικό, ατομικιστικό sensus communis των μεσαίων στρωμάτων, κοινωνικά ακηδές και αποσυνδεμένο απ’ το παρελθόν, κάνει και τη λογοτεχνία της εποχής «να απομακρύνεται από το “αλλού” για να γίνει ολοένα και περισσότερο μέρος του κυρίαρχου εταιρικού κόσμου» (σ. 106).

 

Μια συγγραφέας του «αλλού»

 

Η Σωτηροπούλου διαθέτει μοναδική ικανότητα, αξιοποιώντας την υπερβολή και διογκώνοντας οικείες λεπτομέρειες, να μετουσιώνει το ασήμαντο και το συνηθισμένο σε ουσιώδες και διαρκές. Να ξεφλουδίζει το πεπερασμένο και να αναποδογυρίζει το γνώριμο, μεταφέροντας τον αναγνώστη, σχεδόν συνωμοτικά, στον εσώτερο πυρήνα μιας ανθρώπινης ψυχής που πάλλεται. Αυτό που την απασχολεί δεν είναι η ατομική μοίρα με τα μεγάλα και αδυσώπητα ερωτήματα της ύπαρξης, αλλά η σχέση ανάμεσα στο «ζωτικό εγώ» και την «εξουθενωτική κοινωνία», μια παιδική λύπη που επιμένει. Σε ορισμένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής διατυπώνει ερωτήματα σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου ή να σβήνεις τον εαυτό σου («Καλοκαίρι με την Άννα»), πώς διαμορφώνεται η ταυτότητα («Η έλξη του αλλού»), με ποιους παραμορφωτικούς φακούς ερωτευόμαστε («Ο Μπαντίνι στη Σίουα»), πώς διαχειριζόμαστε την απώλεια («Tyranium») και τον φόβο του θανάτου («Ο Θάνατος με πράσινο κοστούμι»). Στο πρώτο από αυτά, το πιο βαθύ και δεξιοτεχνικό της συλλογής, φόρος τιμής στον Ρεμπώ του «Εγώ, ένας άλλος», μια συνηθισμένη γυναίκα, η «εξαγριωμένη» Ρόη, τα απογεύματα γίνεται μια άλλη, η «λογική και μετρημένη» Άννα, για χάρη της σχεδόν παράνομης, σχεδόν ερωτικής, αλλά μάλλον άδοξα φαντασιακής-τηλεφωνικής σχέσης με έναν παντρεμένο, διερευνώντας το μηδέν της ύπαρξης: «Ήταν περίεργο, όμως αυτό που της έλειπε δεν ήταν εκείνος αλλά η Άννα» (σ. 20).

Η λιτή γραφή της Σωτηροπούλου εκτυλίσσεται με τη φόρα που έχουν τα κινούμενα σύννεφα. Αυτοϋπονομεύεται, κατακερματίζεται, τρέχει και προσπερνά τις εικόνες που η ίδια φτιάχνει, βιάζεται να γίνει αντιπεριγραφική, ώστε οι ιστορίες διολισθαίνουν απροσδόκητα από τη γκρίζα πραγματικότητα σε έναν χώρο του «αλλού», σε ανοιχτές λύσεις που επινοεί το συγγραφικό της ένστικτο, κεραυνοβολώντας τον αναγνώστη με γλωσσικές εκλάμψεις λεπταίσθητης ειρωνείας.

 

Τορπιλίζοντας την πνιγηρή τάξη του κόσμου

 

Η επιλογή να εντάξει διάσπαρτα και εμβόλιμα πέντε προφανώς αυτοβιογραφικά διηγήματα ανάμεσα στα κατεξοχήν μυθοπλαστικά, είναι εύστοχη και λειτουργική, παρέχοντας στον αναγνώστη ερμηνευτικά κλειδιά, έστω κι αν κάπως τον χειραγωγεί. Στο διήγημα «Μια εκλεκτική συγγένεια», η Σωτηροπούλου ενσωματώνει ένα θαυμάσιο βιβλιοφιλικό δοκίμιο, ομολογώντας την εξ απαλών ονύχων συγγραφική της συγγένεια με τον Κάμινγκς και τον Γκομπρόβιτς, με έξοχα σχόλια και κριτικές παρατηρήσεις. Αλλά και στην Έλξη του αλλού εξομολογείται τις απόψεις της για τη δημιουργική γραφή, την ευθύνη του συγγραφέα («οι συγγραφείς συνεχίζουν να γράφουν, τι άλλο μπορούν να κάνουν;»), την παγίδα του παλμού της επικαιρότητας, τα κουσούρια των αληθινών αριστουργημάτων και την αφυδατωμένη τελειότητα του «λαμπρού, κενού, έργου». Τέλος, στην Επιστροφή στις Βάσσες, ένα ανάποδο ή αντεστραμμένο ταξιδιωτικό αφήγημα, η επίσκεψη μετά από χρόνια σε έναν αρχαιολογικό χώρο συνδεδεμένο με παιδικές μνήμες, γίνεται ταξίδι αναγνώρισης του κλονισμένου χρόνου και όχι του χώρου.

Τίποτα διδακτικό, αυτάρεσκο ή καταγγελτικό δεν θα βρει κανείς σε αυτές τις ιστορίες, παρά μόνο την έκφραση μιας ουσιώδους αγωνίας για τη λογοτεχνία, τη γραφή, τα συναισθήματα, τον άνθρωπο, την ανθρωπινότητα. Η Σωτηροπούλου χωρίς να επαναλαμβάνεται, αλλά διατηρώντας τα στοιχεία του γνώριμου κόσμου της, κατορθώνει να χτυπήσει φλέβα. Αν και ως ένα βαθμό συνομιλεί με κάποιες από τις πεζογραφικές τάσεις της εποχής (αυτοβιογραφία-αυθιστόρηση, ανάκληση παιδικής ηλικίας και γενέθλιου τόπου, ενσωμάτωση δοκιμιακής γραφής, άνοιγμα του εργαστηρίου), έχει τον δικό της βαθύ τρόπο να περιγράφει τον κόσμο, δείχνοντας ότι παραμένει μια ανήσυχη, και μορφικά, συγγραφέας.

Η αθόρυβη μελαγχολία του βιβλίου, μια διαδικασία υφέρποντος πένθους, δεν καταλήγει ούτε στην αναπόληση ούτε στην απελπισία, αλλά τορπιλίζει εκρηκτικά την πνιγηρή τάξη του κόσμου. Η γραφή της Σωτηροπούλου, ανοιχτή και ερωτηματική, ένα τεράστιο «αλλού» ως πράξη ελευθερίας, αγγίζει την πάχνη της πραγματικότητας και καθιστά την επίμονη παιδική λύπη ανεκτή.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet