Όταν μια διακεκριμένη πανεπιστημιακός, όπως η Ντίνα Βαΐου, με μεγάλη ιστορία στον χώρο της ελληνικής ανανεωτικής και ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς και του φεμινιστικού κινήματος, και φίλη της Εποχής από την ίδρυσή της, αποφασίζει να μεταφράσει ένα μεγάλο κείμενο και να μας το στείλει για δημοσίευση, αισθανόμαστε την ικανοποίηση ότι η στήλη των Ιδεών συνεισφέρει και αυτή στην υψηλή ποιότητα της εφημερίδας μας.

Αυτό το ευχάριστο συναίσθημα ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το ίδιο το μεταφρασμένο κείμενο, το οποίο γράφτηκε από μια διεθνώς γνωστή κριτική γεωγράφο, φεμινίστρια και αριστερή πολιτική ακτιβίστρια, την Ντορίν Μάσεϊ, που φέτος συμπληρώνονται επτά χρόνια από τον θάνατό της. Το εν λόγω κείμενο της Μάσεϊ, με τον αγγλικό τίτλο «Vocabularies of the economy», είναι ένα από τα άρθρα του βιβλίου After Neoliberalism: The Kilburn Manifesto [Μετά τον νεοφιλελευθερισμό: Το μανιφέστο του Κίλμπουρν] (επιμέλεια: Στιούαρτ Χολ, Ντορίν Μάσεϊ και Μάικλ Ράστιν) – μια έκδοση του περιοδικού «Soundings» (London Lawrence & Wishart, 2015). Σήμερα δημοσιεύουμε, με ορισμένες μικρές περικοπές που πρότεινε η ίδια η μεταφράστρια, το πρώτο μέρος αυτού του κειμένου. Το πλήρες κείμενο υπάρχει στην ιστοσελίδα της Εποχής. Οι μεσότιτλοι είναι δικοί μας.

 

Χ.Γο

 

 

 

Το περασμένο καλοκαίρι, σε μια έκθεση τέχνης, ξεκίνησα μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με ένα από τα νεαρά άτομα που εργάζονταν στη γκαλερί. Καθώς γύρισε να φύγει, είδα ότι είχε στην πλάτη της μπλούζας της την επιγραφή «σύνδεσμος επικοινωνίας πελατών». Έμεινα εμβρόντητη. Έμοιαζε σαν να υποτιμήθηκε όλη μας η συζήτηση, σαν η εμπειρία μου από αυτήν να υποβαθμίστηκε σε μια εμπορική συναλλαγή× η σχέση μου με την γκαλερί και με αυτό το συμπαθητικό πρόσωπο έγινε αντικείμενο αγοραίας ανταλλαγής. Η ίδια η γλώσσα καθόρισε εμάς, την γκαλερί και τη σχέση μας, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Είναι γνωστή αυτή η πρακτική, και τα πιθανά αποτελέσματά της, σε πολλά πεδία. Σε τρένα και λεωφορεία, και κάποιες φορές ακόμα και στα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια, έχουμε γίνει πια πελάτες, όχι επιβάτες, αναγνώστριες, ασθενείς ή φοιτήτριες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μια συγκεκριμένη ενέργεια και σχέση σβήνεται από μια γενική σχέση αγοράς και πώλησης που αποκτά προτεραιότητα.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε επιδρά στη διαμόρφωση ταυτοτήτων και κοινωνικών σχέσεων. Είναι κρίσιμη για τον σχηματισμό του ιδεολογικού οικοδομήματος της ηγεμονικής κοινής λογικής. Ο λόγος (discourse) έχει σημασία. Επιπλέον, μεταβάλλεται, και μπορεί –μέσα από πολιτική δουλειά– να αλλάξει. Μας έχει επιβληθεί να γίνουμε καταναλωτές και όχι εργαζόμενοι, πελάτες εκεί που κάποτε ήμασταν επιβάτες. Στη δεκαετία του 1950, το επίθετο «δημόσιος/α» (υπάλληλος, τομέας, σφαίρα) υποδήλωνε κάτι άξιο σεβασμού, κάτι στο οποίο μπορούσε κανείς να στηριχτεί. Συνδεόταν, έστω και αμυδρά, με κάτι που είχε σχέση με τη συλλογικότητα. Χρειάστηκε πολλή δουλειά επίμονης δυσφήμισης του «δημόσιου» για να αλλάξουν τα πράγματα. Και αυτή η δουλειά ήταν κρίσιμη για τη δυνατότητα να εφαρμοστούν οι οικονομικές πολιτικές που υφιστάμεθα σήμερα. Η «ισότητα» ήταν επίσης, κάποτε, ένας όρος με αναμφισβήτητα θετικό πρόσημο× την περίοδο του Νέου Εργατικού Κόμματος1, αυτή η λέξη δεν μπορούσε καν να ειπωθεί.

 

Το λεξιλόγιο στην υπηρεσία της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας

 

Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε, όταν αναφερόμαστε στην οικονομία, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Πίσω από την προαναφερθείσα συνάντηση στην γκαλερί, υπάρχει μια ολόκληρη αντίληψη για τον κόσμο, και μια οικονομική θεωρία. Μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι περισσότεροι από εμάς είμαστε κυρίως καταναλωτές, που καθήκον μας (αλλά και πηγή δύναμης και απόλαυσης) είναι να κάνουμε επιλογές. Η θεωρούμενη ως αλήθεια πίσω από αυτή την αλλαγή λεξιλογίου –η οποία έχει μπει στην καθημερινή ζωή μέσω διευθυντικών οδηγιών και της συνολικής αλλαγής ονομασίας των θεσμικών πρακτικών που αφορούν τις επιτρεπόμενες μορφές γραφής, απεύθυνσης, και λεκτικής εκφοράς– είναι ότι, τελικά, τα ατομικά συμφέροντα είναι η μόνη πραγματικότητα που έχει σημασία× ότι αυτά είναι αμιγώς χρηματικά× και ότι οι λεγόμενες αξίες είναι μόνο ένα μέσο για την επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών με άλλον τρόπο. Και πίσω απ’ αυτά, η θεωρητική αιτιολόγηση του συγκεκριμένου σχεδόν κυρίαρχου πλέον συστήματος είναι η ιδέα ενός κόσμου ανεξάρτητων δρώντων υποκειμένων των οποίων οι επιλογές, που γίνονται προς ίδιον όφελος, παραδόξως είναι ευνοϊκές για το σύνολο. Επιπλέον, για να «λειτουργήσει» όλο αυτό ουδείς ανεξάρτητος δρων πρέπει να έχει αρκετή ισχύ ώστε να καθορίζει αυτό που θα συμβεί στο σύνολο.

Ότι ο κόσμος δεν είναι έτσι είναι προφανές. Σήμερα υπάρχουν μονοπώλια και πολύ διαφορετικές εξουσίες. Η ζωή, όμως, περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα από το ατομικό συμφέρον. Στην πραγματικότητα, οι αγορές χρειάζονται τεράστιους μηχανισμούς ρύθμισης, στήριξης και αστυνόμευσης – μια ολόκληρη «γραφειοκρατία». Επιπλέον, η προτεραιοποίηση του ατομικού συμφέροντος, των αγοραίων σχέσεων και της επιλογής σε κάθε σφαίρα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής οδηγεί αναπόφευκτα στην αύξηση της ανισότητας. Κι αυτή η κραυγαλέα ανισότητα (σε παγκόσμια αλλά και εθνική κλίμακα) προστατεύεται από την πολιτική αμφισβήτηση μέσα από μια αλλαγή στο λεξιλόγιό μας. Κάθε φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία χρειάζεται να διαπραγματευθεί κάποιο είδος συνάρθρωσης μεταξύ της φιλελεύθερης και της δημοκρατικής παράδοσης. Στη σημερινή κοινωνία αυτή η συνάρθρωση είναι αρκετά συγκεκριμένη: η «ελευθερία» (liberty) έχει καταλήξει να ορίζεται ως ατομικό συμφέρον και απελευθέρωση από κάθε κρατικό περιορισμό. Αυτή η περιορισμένη μορφή ελευθερίας έχει κυριαρχήσει τόσο πολύ ως όρος, ώστε οι ανισότητες που προκύπτουν να έχουν εκμηδενίσει τη δημοκρατία και να έχουν εξαφανίσει το λεξιλόγιο για την ισότητα.

Το επιχείρημά μας εδώ είναι ότι αυτό το λεξιλόγιο του πελάτη, του καταναλωτή, της επιλογής, των αγορών και του ατομικού συμφέροντος διαμορφώνει τόσο την αντίληψη για τον εαυτό μας όσο και την κατανόηση και τη σχέση μας με τον κόσμο. Αυτές οι «περιγραφές» ρόλων, ανταλλαγών και σχέσεων, με την υπόθεση ότι η ατομική επιλογή και το ατομικό συμφέρον επικρατούν και πρέπει να επικρατούν, στην πραγματικότητα δεν είναι απλά περιγραφές, άλλα ένα ισχυρό μέσο για τη συγκρότηση και επιβολή νέων υποκειμενικοτήτων. Η άποψη του Γκράμσι για τη σημασία του «κοινού νου», η θεωρία του Αλτουσέρ για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, και οι περιγραφές του Φουκώ για τους λόγους (discourses) ως όψεις της «κυβερνησιμότητας» αποτελούν θεωρητικές αναφορές μέσα από τις οποίες αυτά τα φαινόμενα μπορούν να αναγνωριστούν και να γίνουν κατανοητά.

Η νέα κυρίαρχη ιδεολογία εδραιώνεται μέσω κοινωνικών πρακτικών, αλλά και μέσω εκείνων των ονομάτων και των περιγραφών που έχουν επικρατήσει. Η υποχρεωτική άσκηση της «ελεύθερης επιλογής» –ενός παθολόγου, ενός νοσοκομείου, ενός σχολείου για τα παιδιά, μιας μορφής θεραπείας– είναι, πέρα από την ιδιαίτερη αξία της, ένα μάθημα κοινωνικής ταυτότητας, που επιβεβαιώνει σε κάθε περίσταση ότι όλοι μας είμαστε πάνω απ’ όλα καταναλωτές, που λειτουργούμε σε μια αγορά.

Τα λεξιλόγια που έχουν επαναπροσδιορίσει ρόλους, ταυτότητες και σχέσεις –ανθρώπων, τόπων και θεσμών– και οι πρακτικές που αυτά υλοποιούν, ενσωματώνουν και επιβάλλουν την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, και μ’ αυτόν τον τρόπο μια νέα καπιταλιστική ηγεμονία.

Ένα άλλο τμήμα του σύγχρονου λεξιλογίου παρέχει τους όρους μέσω των οποίων το σύστημα αυτοπροσδιορίζεται και περιγράφει τις λειτουργίες του. Οι όροι αυτοί διαμορφώνουν τις κατηγορίες –για παράδειγμα της παραγωγής, της κατανάλωσης, της γης, της εργασίας, του κεφαλαίου, του πλούτου– μέσω των οποίων γίνεται κατανοητή η «οικονομία» (ως μια υποθετικά ξεχωριστή και αυτόνομη σφαίρα της ζωής). Αυτοί οι ορισμοί συγκροτούν ένα άλλο στοιχείο του «κοινού νου» – για τον τρόπο με τον οποίο ο οικονομικός κόσμος είναι και πρέπει να εξακολουθεί να θεωρείται ως κάτι «φυσιολογικό».

 

Η ορολογία του συστήματος

 

Ποιοι είναι οι βασικοί όροι αυτού του πλαισίου ορισμών και πώς λειτουργούν; Εδώ είναι χρήσιμο να σκεφτούμε διάφορες δέσμες ιδεών. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια δέσμη που αφορά τους όρους πλούτος, παραγόμενο προϊόν, ανάπτυξη2 και εργασία. Το οικονομικό σύστημα θεωρείται ότι αφορά αυτό που ονομάζουμε δημιουργία πλούτου και επίτευξη «ανάπτυξης». Η ανάπτυξη υπολογίζεται με βάση την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, αυτοί οι όροι αποδίδουν τόσο την ευημερία των ατόμων όσο και την ευημερία της κοινωνίας (στον βαθμό που και οι δύο είναι σαφώς διακριτές ως αξίες ή ως ενότητες). Πέρα από τη συνεχή συζήτηση για τις παρατυπίες που σημειώνονται στις μετρήσεις του συγκεκριμένου οικονομικού μεγέθους σήμερα υπάρχει, χάρη στα επιτεύγματα της σοσιαλδημοκρατίας, κάποια αναγνώριση του γεγονότος ότι οι αυξήσεις του συνολικού πλούτου δεν αποτελούν από μόνες τους μια επαρκή μέτρηση της ευημερίας, δεδομένου ότι οι καρποί της ανάπτυξης δεν κατανέμονται ισότιμα. Οι σοσιαλδημοκράτες παραδοσιακά περιόριζαν τη φιλοδοξία τους στην αλλαγή της ισορροπίας της κατανομής –ανάμεσα σ’ αυτό που αποκαλείται ιδιωτικό και σ’ αυτό που αποκαλείται δημόσιο, ανάμεσα στην αγορά και στο κράτος– χωρίς όμως να αμφισβητούν την κυρίαρχη αρχιτεκτονική του συστήματος.

Από την πλευρά μας, υποστηρίζουμε ότι αυτή η κυρίαρχη αρχιτεκτονική πρέπει να αμφισβητηθεί. Όλο το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για την οικονομία, αν και παρουσιάζεται ως περιγραφή του φυσικού και του αιώνιου, δεν είναι παρά μια πολιτική κατασκευή η οποία πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ας σταθούμε προς στιγμήν στο παράδειγμα της ανάπτυξης, που θεωρείται ο βασικός συνολικός οικονομικός στόχος. Η ανάπτυξη και (ενδεχομένως) στη συνέχεια η ανακατανομή ενός μέρους της, έχει αποτελέσει κοινό στόχο τόσο του νεοφιλελευθερισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα, όμως, πρέπει να αμφισβητήσουμε αυτήν την προσέγγιση. Γιατί;

Καταρχάς, υπάρχει κάτι που μπορεί να θεωρηθεί τεχνικό πρόβλημα – τουλάχιστον όσον αφορά το σοσιαλδημοκρατικό επιχείρημα ότι η ανάπτυξη επιτρέπει τη μείωση της ανισότητας μέσω της αναδιανομής. Στην περίπτωση της βρετανικής οικονομίας, και μάλλον σε ευρύτερη κλίμακα, δεν είναι πιθανόν στο άμεσο μέλλον να υπάρξει μια ανάπτυξη που να επιτρέψει την έκταση της αναδιανομής που θα επιθυμούσε μια προοδευτική ατζέντα (τουλάχιστον όχι χωρίς κάποια μεγάλη πολιτική σύγκρουση). Επομένως είναι αδύνατη η επιστροφή στο αναδιανεμητικό μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας των προηγούμενων δεκαετιών. Το μοντέλο αυτό, στην πιο ακατέργαστη μορφή του, περιλάμβανε την δημιουργία κατάλληλων συνθηκών ώστε ο τομέας της αγοράς να οδηγεί στην ανάπτυξη, με την ταυτόχρονη αποδοχή του γεγονότος ότι αυτή οδηγεί σε ανισότητα. Ο ρόλος του κράτους ήταν, μέσω της φορολογίας, της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών κ.λπ., να ανακατανέμει ένα μέρος αυτής της ανάπτυξης, έτσι ώστε να συμβάλει στην άμβλυνση της ανισότητας που προκύπτει από αυτήν.

Πρόκειται, όντως, για μια περίεργη διευθέτηση, η οποία καθιερώνει μια ιδιόμορφη αλληλουχία: πρώτα δημιουργείς το πρόβλημα και μετά επιχειρείς να το επιλύσεις. Αυτή η διευθέτηση σημαίνει ότι ο αγώνας εστιάζεται στα ζητήματα αναδιανομής και όχι στη φύση του συστήματος. Επιπλέον, η επιτυχία αυτού του αγώνα για μια έστω περιορισμένη αναδιανομή υπήρξε ένας από τους λόγους της κατάρρευσης της συγκεκριμένης διευθέτησης. Οι κατακτήσεις των εργαζομένων επί σοσιαλδημοκρατίας αποδείχτηκαν αφόρητες για το κεφάλαιο, το οποίο εξαπέλυσε αντεπίθεση. Ακόμη και η απλή αναδιανομή, από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Και ένα κρίσιμο στοιχείο της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης ήταν ο εκτοπισμός της κοινής λογικής που υποστήριζε αυτές τις πλευρές της σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης – ιδιαίτερα τη δέσμευση για (κάποιου βαθμού) ισότητα και για τον σημαντικό ρόλο του κράτους και της δημόσιας παρέμβασης –για την ακρίβεια της ίδιας της ιδέας του δημοσίου– με στόχο την επίτευξη όλων αυτών. Η αλλαγή της οικονομικής μας γλώσσας συνέβαλε αποφασιστικά στη μετατόπιση της κοσμοαντίληψής μας.

 

Η ανάγκη αμφισβήτησης των νέων λεξιλογίων

 

Το γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που διαδέχτηκε το σοσιαλδημοκρατικό βρίσκεται και αυτό σε κρίση, δίνει την ευκαιρία για μια νέα θεώρηση. Δεν είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς για ένα εντελώς νέο μοντέλο – ένα μοντέλο όπου η λειτουργία της οικονομίας δεν θα παράγει τέτοιο επίπεδο ανισότητας που να χρειάζεται μια μεταγενέστερη διόρθωση. Σίγουρα αυτό θα συνεπαγόταν μια πιο εμπεριστατωμένη και εκτεταμένη κριτική των δυνάμεων της αγοράς ως παραγωγών ανισότητας. Θα σήμαινε επίσης να αμφισβητήσουμε τα λεξιλόγια για την οικονομία. Ένα νέο λεξιλόγιο αναδύεται ήδη –αν και δεν είναι τόσο εύληπτο για το ευρύ κοινό και το λαϊκό φαντασιακό– η «προδιανομή». Η λέξη μπορεί να είναι περίεργη, αλλά αν παραπέμπει στην ανάγκη της δημιουργίας ενός συστήματος παραγωγής που, μέσα από την ίδια τη λειτουργία του, δεν παράγει απαράδεκτα επίπεδα ανισότητας, τότε είναι στη σωστή κατεύθυνση.

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο πρέπει να αμφισβητηθεί η τρέχουσα αντίληψη για τον πλούτο και η δέσμευσή μας για την αύξησή του –τουλάχιστον στον παγκόσμιο Βορρά– έχει να κάνει με τη σχέση μας με τον πλανήτη. Η περιβαλλοντική καταστροφή –ιδιαίτερα αλλά όχι μόνον μέσω της κλιματικής αλλαγής– που προέρχεται από το κυνήγι της ανάπτυξης, απειλεί να προκαλέσει μια καταστροφή, τα σημάδια της οποίας είναι ήδη ορατά. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο ζήτημα, όπου σχετικά πλούσιες, αν και άνισες στο εσωτερικό τους, κοινωνίες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν διεθνείς ευθύνες.

Αν ένα κίνητρο για την παγκοσμιοποίηση ήταν η επιθυμία του κεφαλαίου να ξεφύγει από τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων του «Πρώτου Κόσμου», ένα από τα αποτελέσματά της είναι η μετάθεση της γεωγραφίας παραγωγής ρύπανσης στον παγκόσμιο Νότο. Η Κίνα, μεταξύ άλλων χωρών, παράγει προϊόντα που κάποτε κατασκευάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε (ή έστω να επιθυμούμε να αποκτήσουμε). Όμως οι κυρίαρχες φωνές επικρίνουν αυτή τη χώρα για τη ρύπανση που παράγει× και οι επίσημες στατιστικές ούτε καν μετρούν την ενέργεια που καταναλώνεται και την καταστροφή του περιβάλλοντος που προκαλείται εξαιτίας της μεταφοράς στη χώρα μας, από την άλλη άκρη του κόσμου, διαφόρων ειδών, από μηχανήματα μέχρι τροφές για τα κατοικίδιά μας, μέχρι και χριστουγεννιάτικα στολίδια. Παράλληλα, υπάρχει ένα εξαγωγικό εμπόριο τοξικών αποβλήτων προς χώρες που είναι τόσο φτωχές, ώστε είναι πρόθυμές να τα δεχτούν.

Η περιβαλλοντική καταστροφή και οι καταστροφές που είναι απόρροια της κλιματικής αλλαγής δεν πρόκειται να κατανεμηθούν ισότιμα στον κόσμο. Μάλλον αυτά τα δεινά θα πλήξουν πιο γρήγορα, και πιο έντονα, τους πιο εκπτωχευμένους τόπους, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση έχουν λιγότερους πόρους για να αμβλύνουν την καταστροφή. Η προοπτική είναι εφιαλτική, με αυξημένη την πιθανότητα να υπάρξουν λιμοί, υποχρεωτικές μεταναστεύσεις, κοινωνική αποδιοργάνωση και πόλεμοι.

Τέλος, υπάρχει ένα ενδεχομένως σοβαρότερο ερώτημα. Σήμερα ξέρουμε πια ότι η αύξηση του πλούτου, όταν μετριέται με τους συνήθεις χρηματικούς όρους, έχει ελάχιστη πραγματική επίδραση στην αίσθηση ευημερίας των ανθρώπων, από τη στιγμή που καλύπτονται επαρκώς οι βασικές τους ανάγκες. Επιδιώκοντας την «ανάπτυξη» με αυτούς τους όρους, ως μέσο για την υλοποίηση στόχων και επιθυμιών ζωής, οι οικονομίες κυνηγούν μια χίμαιρα, εφόσον μπορεί μεν να υπάρχει ανάπτυξη, αλλά το επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή μας παραμένει πεισματικά αμετάβλητο. Πράγματι, είναι πια γνωστό ότι στον βαθμό που το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο αυξάνει τις ανισότητες, κάτι που είναι σαφές ότι συμβαίνει, αυτό αποτελεί τον κύριο παράγοντα υποβάθμισης της υγείας και αύξησης της εγκληματικότητας και των κοινωνικών δεινών, σε αντιδιαστολή με αυτό που θα μπορούσε να συμβαίνει σε μια πιο ισότιμη και δίκαιη κοινωνία.

Υπάρχει μια αυξανόμενη δυσφορία σχετικά με τις έννοιες του πλούτου και του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), που μετριούνται μόνο με χρηματικούς όρους. Αυτός ο τρόπος μέτρησης αμφισβητήθηκε ευρέως, ιδίως τη στιγμή που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, όταν όλοι μιλούσαν για την καταστροφή που προκάλεσε η ανταγωνιστική απληστία. Ακόμη και ο Ντέιβιντ Κάμερον3 σκέφτηκε τότε ότι υπάρχουν στη ζωή περισσότερα πράγματα από το ΑΕΠ. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε, αλλά οι βαθύτερες δυσαρέσκειες σίγουρα συνεχίζουν να υπάρχουν. Και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν προσθέτοντας κάτι πικάντικο και χαριτωμένο στο ΑΕΠ· το πρόβλημα είναι δομικό. Μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του πλούτου, έτσι ώστε να περιλαμβάνει πλούτη που υπερβαίνουν το άτομο και το χρήμα; Μπορούμε τελικά να θέσουμε το ερώτημα «Για ποιο λόγο υπάρχει μια οικονομία;» Τι θέλουμε να μας προσφέρει;

 

Μετάφραση: Ντίνα Βαΐου

Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης

 

Σημειώσεις

1. ΣτΕ: Ο όρος Νέο Εργατικό Κόμμα χρησιμοποιήθηκε την περίοδο 1997-2010, όταν στην ηγεσία του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος βρίσκονταν οι «εκσυγχρονιστές» Τόνι Μπλερ και (μετά από αυτόν) Γκόρντον Μπράουν.

2. ΣτΕ: Η μεταφράστρια έδωσε την ευχέρεια να μεταφράσουμε τον όρο growth ως «μεγέθυνση», όπως είναι σωστό, ή ως «ανάπτυξη», όπως χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική καθομιλουμένη. Για την κατανόηση του όρου από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό χρησιμοποιούμε τη δεύτερη λέξη, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν είναι επιστημονικά σωστή.

3. ΣτΕ: Ο Ντέιβιντ Κάμερον ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας την περίοδο 2010-2016.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet