Μία από τις «εμβληματικές» προγραμματικές θέσεις της ΝΔ για την εκπαίδευση, πέραν της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, είναι η ύπαρξη και η λειτουργία των πρότυπων σχολείων. Πρόκειται για σχολεία που, αν και αποτελούν μέρος του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, λειτουργούν με κανόνες που προσομοιάζουν στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Οι μαθήτριες και οι μαθητές επιλέγονται με εξετάσεις - συχνά έπειτα από εξαντλητική προετοιμασία και δαπανηρά φροντιστήρια. Οι εκπαιδευτικοί που διορίζονται διαθέτουν συνήθως «αυξημένα προσόντα» και βρίσκονται υπό διαρκή αξιολόγηση.
Τα συγκεκριμένα σχολεία λειτουργούν στη βάση του ανταγωνισμού, της επισφάλειας και των αξιακών κανόνων της αγοράς. Οργανώνονται ως «πρώτης κατηγορίας» για λίγους, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σχολεία, τα «δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας» για τους πολλούς. Στη βάση αυτή παράγουν και αναπαράγουν κοινωνικές ανισότητες και εκπαιδευτικούς αποκλεισμούς, τροφοδοτούν τη βαθμοθηρία, τη ματαιοδοξία, την εντατικοποίηση και τον εξετασιοκεντρισμό. Για αυτό άλλωστε είναι και ταιριαστά με το πολιτικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας και την επιδίωξή της να κατασκευάσει «οάσεις αριστείας» σε μια «εκπαιδευτική έρημο».
Τα πρότυπα σχολεία, με μορφή παραπλήσια με τη σημερινή, θεσμοθετήθηκαν με νόμο της Α. Διαμαντοπούλου το 2012. Στο δίκτυο των 60 εκείνων πρότυπων και πειραματικών φοίτησαν περίπου 12.000 μαθήτριες και μαθητές, δηλαδή ποσοστό μικρότερο του 1% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατήργησε το ιδιαίτερο αυτό εκπαιδευτικό υποσύστημα, μετατρέποντας τη μεγάλη πλειοψηφία των προτύπων σε πειραματικά. Σε σχολεία δηλαδή που συνδέονται με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, όπου δοκιμάζονται νέες μέθοδοι διδασκαλίας και η επιλογή γίνεται με κλήρωση ώστε να υπάρχει αντιπροσώπευση όλων των μαθητών, από όλα τα κοινωνικά περιβάλλοντα και όλων των μαθητικών επιδόσεων.
Η απόφαση αυτή πολεμήθηκε σκληρά, με τη ΝΔ να στοχοποιεί τον τότε υπουργό Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά. Στη συνέχεια ανέδειξε το ζήτημα της «αριστείας» ως κορυφαίο σύνθημα για τις εκλογές του 2019. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει πλήρως τι σήμαινε η «νεοδημοκρατική αριστεία» σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής, αλλά και ειδικά στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Πιο συγκεκριμένα για τα πρότυπα και πειραματικά, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως επανίδρυσε το δίκτυο πρότυπων και πειραματικών και αύξησε μερικώς τον αριθμό των συγκεκριμένων σχολείων (2019-2020: 28 πρότυπα / 2020-2021: 37 πρότυπα). Μεταξύ άλλων, δημιούργησε μια σειρά από διχασμούς και αντιπαραθέσεις λόγω των βίαιων «προτυποποίησεων» σχολείων που οδήγησαν πολλούς μαθητές να αλλάξουν σχολείο - συχνά πολύ μακριά από την κατοικία τους.
Ο αριθμός των μαθητών και των μαθητριών που φοιτούν στα πρότυπα παραμένει ελάχιστος. Παράλληλα, οι εξαγγελίες του ίδιου του υπουργείου Παιδείας για εκπαιδευτικό προσωπικό αυξημένων προσόντων έπεσαν στο κενό, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφηκαν σοβαρές ελλείψεις μόνιμων εκπαιδευτικών και τοποθετήθηκαν αναπληρωτές. Ωστόσο ο ανταγωνισμός αυξάνει, όπως και η ανάγκη φροντιστηριακής υποστήριξης για τις μικρές «πανελλαδικές» των προτύπων.
Η ΝΔ εξήγγειλε πως, στην περίπτωση που επανεκλεγεί, πρόκειται να διευρύνει το δίκτυο πρότυπων και πειραματικών μέχρι το 2027. Βέβαια αποφεύγει κάθε συζήτηση για τα αποτελέσματα και τις μαθητικές επιδόσεις, φροντίζοντας να αποκρύψει τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που να δικαιολογούν τη συνέχιση και τη διεύρυνση του θεσμού. Αντίθετα συνεχίζει να στέλνει το μήνυμα πως αδιαφορεί για την πλειονότητα των δημόσιων σχολείων, των εκπαιδευτικών και των μαθητών - ειδικά αυτών που προέρχονται από τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα και άρα η φοίτηση σε σχολεία «δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας» είναι λίγο έως πολύ… φυσική κατάληξη.
Στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πιστεύουμε βαθιά στις ίσες ευκαιρίες και στο ανοιχτό σχολείο για όλα τα παιδιά. Στο σχολείο που προωθεί τη γνώση, σέβεται όλους τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και θεωρεί τη συνεκπαίδευση όλων αδιαπραγμάτευτη. Μάλιστα, τα ευρήματα της παιδαγωγικής έρευνας τονίζουν πως η απομάκρυνση των «καλών» μαθητών από τα γενικά σχολεία επηρεάζει αρνητικά τόσο τους «καλούς», όσο και τους «μέτριους» και τους «κακούς». Για τους λόγους αυτούς, διαφωνούμε κάθετα με την πριμοδότηση 60-70 σχολείων για λίγους μαθητές («οάσεις αριστείας») και την εγκατάλειψη των περισσότερων από 10.000 σχολείων των πολλών (εκπαιδευτική έρημος).
Το κάναμε στο μέτρο που μπορούσαμε κατά τη διακυβέρνησή μας την περίοδο 2015-2019. Θα το κάνουμε ξανά και ακόμη καλύτερα αν η ελληνική κοινωνία και η εκπαιδευτική κοινότητα μας εμπιστευτεί και πάλι στις εκλογές της 21ης Μάη.