Παρά το γεγονός ότι επαναλαμβάνει γνωστές νεοφιλελεύθερες εμμονές, που επιδιώκουν να δώσουν ένα τόνο αισιοδοξίας, η ανάλυση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, οδηγεί στη διαπίστωση ότι η στασιμότητα και η διατήρηση μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων είναι τα διαιωνιζόμενα χαρακτηριστικά της.
Διαβάζουμε πάλι όχι μόνο για την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και για το «βαρύ ρυθμιστικό καθεστώς», που αποτελεί την επαναλαμβανόμενη κριτική προσέγγιση του επιχειρηματικού κόσμου, εδώ και δεκαετίες, απ’ όταν ο συνδυασμός νεοφιλελεύθερων πολιτικών και πελατειακών πρακτικών έχει στην πραγματικότητα ματαιώσει κάθε ορθολογική κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Το καθεστώς Μητσοτάκη αποτελεί το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης, που εμφανίζει τη χρηματοδότηση και την κερδοφορία των ημετέρων ως την οδό προς τη θαυματουργή λειτουργία της αγοράς.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι η αναμενόμενη εδώ και πολλά χρόνια ανάκαμψη των επενδύσεων για τη διαφοροποίηση της οικονομίας και βελτίωση της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης δεν έχει πραγματοποιηθεί. Η αύξηση του ΑΕΠ το 2023 αναμένεται να είναι 1,1%, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών από 7,1% του ΑΕΠ το 2022 αναμένεται να φθάσει το 8,9% το 2023, με τις εξαγωγές να παραμένουν στάσιμες.
Η στασιμότητα των επενδύσεων έχει άμεση σχέση, αναφέρουν οι μελετητές του ΟΟΣΑ, με την αποδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, λόγω των κόκκινων δανείων, αλλά και της διατήρησης της βιωσιμότητάς του μέσω του λεγόμενου αναβαλλόμενου φόρου. Η ερμηνεία της ανεπάρκειας των επενδύσεων μέσω της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος, δεν αρκεί.
Η περίοδος των μνημονίων και της «εσωτερικής υποτίμησης» που ακολούθησε την προηγούμενη περίοδο της απώλειας παραγωγικού δυναμικού κατά τις δεκαετίες του ‘90 και του 2000, επιδείνωσε περαιτέρω την απουσία βιώσιμων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν απλά μέσω των πελατειακών σχέσεων. Κατά τη σημερινή περίοδο, η άνοδος των επιτοκίων επιβραδύνει τον δανεισμό των επιχειρήσεων.
Ένα από τα παράδοξα της ανάλυσης του ΟΟΣΑ είναι ο ισχυρισμός ότι παρατηρείται έλλειψη εργατικού δυναμικού, όταν το ποσοστό ανεργίας το 2023 αναμένεται να είναι 11,8%. Γνωρίζουμε καλά ότι ο ισχυρισμός των επιχειρηματιών του τουριστικού τομέα ότι δεν βρίσκουν εργαζόμενους και επιδιώκουν να προσφύγουν σε εποχική εισαγωγή φτηνών εργατικών χεριών από το εξωτερικό, είναι μια προσπάθεια να αυξηθεί η άμεση κερδοφορία, κατά μια χρονική περίοδο όπου συνυπάρχουν ευκαιρίες για κέρδη και αβεβαιότητα για το μέλλον, και επομένως η αναφερόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού αφορά στην πραγματικότητα τη λιγότερο ειδικευμένη εργασία, που δεν φαίνεται να είναι επαρκώς «ανταγωνιστική». Μια τέτοια αντιμετώπιση του εργατικού δυναμικού της χώρας, όταν το brain drain καλά κρατεί, είναι στην πραγματικότητα μια πολιτική ενίσχυσης της απώλειας μορφωμένων εργαζομένων και επομένως της αχρήστευσης ενός ισχυρού πλεονεκτήματος της χώρας.
Η έκθεση σχολιάζει επίσης τη δυναμική που παρουσιάζει το δημόσιο χρέος, επισημαίνοντας ότι η κατάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» δεν είναι με τίποτα εγγυημένη και ότι υπάρχει ο κίνδυνος μιας ακριβότερης πρόσβασης στον εξωτερικό δημόσιο δανεισμό. Το 2022 το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 1,6% του ΑΕΠ και για το 2023 προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% και για το 2024 1,5%. Δεν πρόκειται για θεαματικά νούμερα και αναφέρεται ότι η φορολογική πολιτική μπορεί να μην ικανοποιήσει τον διατυπωμένο στόχο.
Η προσέγγιση του ΟΟΣΑ δεν αρκεί για να γίνει κατανοητή η σοβαρότητα της ελληνικής περίπτωσης. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί πρέπει πάντα να βασίζεται στην πεποίθηση ότι η εργοδοτική αντιπαράθεση με το κράτος είναι η αφετηρία της ανάλυσης των προβλημάτων της οικονομίας. Απ’ όταν υιοθετήθηκε στην Ελλάδα αυτή η προσέγγιση από το μεγάλο κεφάλαιο κατά τη δεκαετία του ‘80, και επιβλήθηκε στα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα για να αποτελέσει το μόνιμο τροπάρι των νεοφιλελεύθερων διαχειρίσεων, ήταν η αφήγηση που οδήγησε στην καταστροφή που ζούμε μετά το 2009. Ο σεβασμός των μελετητών του ΟΟΣΑ για τους θεσμούς και την ιδεολογία που εξυπηρετούν την άρχουσα τάξη, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον και πρέπει να απορριφθεί συστηματικά και σε βάθος.