Πίσω στο 2019 και στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, η υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως προειδοποιούσε για τις ακραίες φωνές του λαϊκισμού, που συνυφαίνονται με την αποξένωση και τον ατομικισμό στις οποίες οι έλληνες οφείλουν να αντισταθούν. Τον Οκτώβριο του 2020, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης τόνισε πως «μετά από δέκα χρόνια λαϊκισμού έχουμε τώρα μια κυβέρνηση η οποία είναι φιλελεύθερη, μετριοπαθής και προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις που θέλει να πραγματοποιήσει μεγάλες αλλαγές και η οποία απολαμβάνει μεγάλης λαϊκής στήριξης». Τον Ιανουάριο του 2023, ο Κ. Μητσοτάκης έδωσε το στίγμα για τις επερχόμενες εκλογές, λέγοντας πως θα είναι μια σύγκρουση μεταξύ «λαϊκισμού και κοινής λογικής» ενώ στις 21 Απριλίου, την μαύρη επέτειο από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, έγραψε στο twitter πως η δικτατορία υπήρξε μια εμπειρία «λαϊκισμού και ψέμματος» που «οι Ελληνίδες και Έλληνες αρνούνται να ξαναζήσουν».
Τα παρατιθέμενα παραδείγματα δημιουργούν στον αναγνώστη την εντύπωση πως αφενός ο λαϊκισμός είναι κάτι κακό που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο και, αφετέρου, πως υπάρχει μια αντιπαραβαλλόμενη δύναμη απέναντί του. Μια δεύτερη ανάγνωση αυτών των παραδειγμάτων δημιουργεί ένα βαθύτερο ερώτημα: γιατί η ΝΔ μαίνεται τόσο ενάντια του λαϊκισμού;
Ο αρνητικά νοηματοδοτούμενος λαϊκισμός
Η περίοδος διακυβέρνησης της ΝΔ δεν είναι φυσικά η μόνη φορά που το κόμμα και δη ο αρχηγός της τάσσονται κατά του λαϊκισμού. Από τη στιγμή ανάληψης της αρχηγίας του κόμματος, ο Κ. Μητσοτάκης έχει δημιουργήσει μια εξίσωση της έννοιας του λαϊκισμού με οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί επιζήμιο για την Ελλάδα και τους Έλληνες: πολιτική πόλωση, επιδοματική πολιτική, ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, κακοί τρόποι συμπεριφοράς, κρατισμός, και οποιαδήποτε πολιτική ρητορική ή κίνηση μπορεί να θεωρηθεί ως αντιφιλελεύθερη ή αντιδημοκρατική. Στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης, η ΝΔ βλέπει συστηματικά τον ΣΥΡΙΖΑ ως την ενσάρκωση του λαϊκισμού και κατ’ επέκταση όλων των δεινών που δεν αφήνουν τη χώρα να προοδεύσει, να αναπτυχθεί, να εφαρμόσει καινοτόμες μεταρρυθμίσεις και γενικά να γίνει μια ευρωπαϊκή, κανονική χώρα. Η περίπτωση της κατ’ εξακολούθησης στοχοποίησης του Π. Πολάκη, το σκάνδαλο με τις τηλεοπτικές άδειες, ακόμη και η τραγωδία στο Μάτι, ως παραδείγματα, αποτελούν ενδεικτικά του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την ΝΔ.
Αυτή η νοηματοδότηση του λαϊκισμού μπορεί να φαντάζει φυσιολογική, αλλά δεν είναι. Είναι σίγουρα όμως λογική, καθώς η ίδια έννοια του λαϊκισμού είναι ιδιαίτερα αμφισβητούμενη και ανοιχτή σε πολλές αντιλήψεις που της αποδίδουν είτε θετικό είτε αρνητικό πρόσημο. Ως θετικά νοηματοδοτούμενος, ο λαϊκισμός στην αριστερή του εκδοχή μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική διεύρυνσης πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και συμπερίληψης αποκλεισμένων ομάδων σε δημοκρατικές πολιτικές πρακτικές. Ως αρνητικά νοηματοδοτούμενος, ο λαϊκισμός μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά στην ενίσχυση του εθνικισμού, του αυταρχισμού και του ρατσισμού, οδηγώντας σε αντιμεταναστατευτικές και φασιστικές πολιτικές πρακτικές. Στις αρνητικές προσλήψεις του λαϊκισμού έρχεται να προστεθεί και μια αντίληψη όπου ο λαϊκισμός λειτουργεί ως μια έννοια συνυφασμένη με τον αντιορθολογισμό, τον πολιτικό διχασμό και την αντιδημοκρατικότητα, ενώ θεωρείται πως είναι κατά του πλουραλισμού και κατά των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η τελευταία αντίληψη, αυτή του αντιλαϊκισμού, δεν διαχωρίζει τις δεξιές και αριστερές απολήξεις του φαινομένου, αλλά θεωρεί πως ο λαϊκισμός είναι ίδιος, ανεξάρτητα από τον πολιτικό φορέα που εκφέρει ένα λαϊκιστικό λόγο.
Στόχος η δαιμονοποίηση εναλλακτικών
Αυτή η αντίληψη έχει αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στην στρατηγική και στην επικοινωνία της ΝΔ, ειδικά από την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Συνήθως, η μορφή που παίρνει αυτή η στρατηγική είναι να αναγάγει οποιαδήποτε πολιτική της κυβέρνησης τότε και της αντιπολίτευσης τώρα σε λαικισμό, προσδίδοντας της όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ταυτόχρονα, η ΝΔ παρουσιάζεται ως το φιλελεύθερο κόμμα που προασπίζεται όλα εκείνα στα οποία αντιτίθεται ο λαϊκισμός: κοινή λογική, υπευθυνότητα, την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, ιδιωτική πρωτοβουλία, εθνική ενότητα και αδιαμφισβήτητο ευρωκεντρικό προσανατολισμό. Με την εργαλειοποίηση ενός αντιλαϊκιστικού λόγου, η ΝΔ συνδέει όλα αυτά τα στοιχεία με στόχο να δαιμονοποιήσει οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση ως λαϊκισμό. Έτσι το κόμμα της ΝΔ πιστό στο νεοφιλελεύθερο δόγμα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative - Δεν υπάρχει εναλλακτική), στην επικαλούμενη προσπάθεια του να περιορίσει εναλλακτικές απόψεις στοχοποιώντας τις ως λαϊκιστικές, καταφέρνει ταυτόχρονα να ακυρώσει οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιώδους πολιτικού διαλόγου στο κομματικό πεδίο.
Σε μια προεκλογική περίοδο, όπως αυτή που διατρέχουμε, μια τέτοια αντίληψη γίνεται σημαντικό εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας τόσο για εσωκομματικούς σκοπούς όσο και για σκοπούς πολιτικής αντιπαράθεσης. Αρχικά, ο αντιλαϊκισμός και η απροσδιόριστη αντίθεση στον λαϊκισμό λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία των διάφορων τάσεων μέσα στην ΝΔ, καθώς και να αμβλύνει την εσωκομματική κριτική ενόψει των εκλογών. Με αυτόν τον τρόπο, ο αντιλαϊκισμός λειτουργεί ως παράγοντας κομματικής συσπείρωσης και παράλληλα προσπαθεί να προσελκύσει ψηφοφόρους μέσω του συσχετισμού ΣΥΡΙΖΑ=λαϊκισμός. Κατ’ επέκταση, αυτή η στρατηγική αποτελεί και μια προσπάθεια αναθέρμανσης του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου με στόχο να πλήξει όσο το δυνατόν περισσότερο το έταιρο κόμμα που διεκδικεί την εξουσία. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως η αντιλαϊκιστική στρατηγική της ΝΔ δεν επενδύει μόνο στο να αναθερμάνει μια πολωμένη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά προσπαθεί να την συμπληρώσει με τον συναισθηματικό παράγοντα μέσω της επίκλησης ενός επικείμενου φόβου που μπορεί να προκαλέσει η ενδεχόμενη επάνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και η επιστροφή σε ένα κλίμα τοξικότητας και διχασμού, σύμφωνα με τη ΝΔ.
Διατρέχοντας την περίοδο Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ είτε στην αντιπολιτευτική της, είτε στην κυβερνητική της φάση, μπορεί κανείς να διαπιστώσει την σχεδόν συνεχή αναφορά του προέδρου του κόμματος αλλά και των στελεχών του σε μια αρνητική νοηματοδότηση της έννοιας του λαϊκισμού και την εξίσωσης του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο στόχος είναι να πλήξει οποιονδήποτε πολιτικό αντίπαλο (κυρίως της αριστεράς) και να ακυρώσει το πρόγραμμα του στα μάτια της κοινωνίας, αλλά και του εκλογικού σώματος. Αυτό που εμμέσως επιδιώκει είναι να στιγματίσει ως λαϊκιστική οποιαδήποτε πρόταση, πολιτική η έκφραση αντιτάσσεται απέναντι σε μια νεοφιλελεύθερη τεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική που αποκλείει τον λαό από τις πολιτικές διαδικασίες. Το αν αυτή η απόπειρα θα είναι επιτυχής θα το δείξει και το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά και η πιθανή μακροχρόνια επιρροή αυτών των αντιλήψεων στην ελληνική κοινωνία.