Στην προεκλογική περίοδο θα μπορούσε κάποιος να δικαιολογήσει τα πάντα. Ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων του εντεύθεν της ΝΔ δημοκρατικού τόξου για την πρόσβαση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος θα μπορούσε να εξηγήσει ακόμα και ακρότητες ή ακροβασίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναστέλλεται σε προεκλογική περίοδο το δικαίωμα κριτικής αποτίμησής τους. Αρκεί αυτή να γίνεται από τη σκοπιά της υπεράσπισης και της ενίσχυσης της προοπτικής συσπείρωσης και συνεργασίας των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων για την επίτευξη κοινά αποδεκτών επίκαιρων πολιτικών στόχων.
Αλλαγή ρεπερτορίου
Αν, για παράδειγμα, επιδίωξη είναι η απόρριψη της εφαρμοσμένης, δοκιμασμένης και εξαγγελλόμενης για μία ακόμα τετραετία πολιτικής της ΝΔ, δεν μπορεί να αφήνεται από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως ενδεχόμενο η δυνατότητα μετεκλογικής συνεργασίας με το κόμμα αυτό, με οποιαδήποτε δικαιολογία και υπό οποιουσδήποτε όρους. Ακόμα κι αν αυτό γίνεται εν αναμονή μιας καλύτερης θέσης στο πλαίσιο του συσχετισμού πολιτικής δύναμης, ώστε να είναι δυνατή η αναβάθμιση του ρόλου του και της βαρύτητας σε μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας ή γενικότερα στην πολιτική σκηνή. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα όφειλε να έχει πειστεί όχι μόνο από τη δική του πικρή πείρα, που το οδήγησε στα τάρταρα, αλλά και από την πείρα μιας τάσης της ανανεωτικής Αριστεράς, ότι στην πολιτική σκηνή οι ουσιαστικές αλλαγές και ανακατατάξεις δεν επέρχονται με την εναλλαγή των ίδιων ερμηνευτών στους απαράλλαχτους ρόλους ενός απαράλλαχτου έργου, αλλά με τη γενική αλλαγή ερμηνευτών (δηλαδή κομμάτων) και ρεπερτορίου (δηλαδή συνθηκών). Και κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο σε εξαιρετικές και κρίσιμες περιόδους και μόνο υπό την πίεση κοινωνικού κινήματος. Έτσι έγινε κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν σήμερα. Όσοι καρτερούν κάτι διαφορετικό, κινδυνεύουν να μοιάσουν με την αλεπού του γνωστού μύθου, που έτρεχε μάταια πίσω από τον τράγο.
Προβλήματα της αριστερής πολυκατοικίας
Στην αριστερή πλευρά του τόξου τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Το ΚΚΕ, συνθηματοποιώντας το δόγμα της πολιτικής απομόνωσης σε αποστειρωμένο περιβάλλον («Μόνοι τους και όλοι μας, τώρα ΚΚΕ», που εύκολα παραφράζεται σε «μόνοι μας και όλοι τους»), φτάνει στα άκρα τη λογική της εξομοίωσης των πάντων με τη ΝΔ, χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Προκαλώντας έτσι τη λογική και το συναίσθημα ακόμα και ψηφοφόρων του και, το κυριότερο, απορρίπτοντας διεξόδους που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν σε επιλογές επωφελείς για την κοινωνία και αβλαβείς για τις δικές του στρατηγικές επιλογές. Τι θα έκανε, για παράδειγμα, με ένα τέτοιο δόγμα στις αποσκευές του μπροστά στο ενδεχόμενο μιας προοδευτικής συνεργασίας ειδικού σκοπού από την πρώτη εκλογή, με περιεχόμενο την αποκατάσταση εργασιακών δικαιωμάτων και συνθηκών, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, τη διατήρηση της απλής αναλογικής, την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης; Και μάλιστα όταν η εναλλακτική θα είναι μια ακραία πόλωση μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, σε συνθήκες υπερενισχυμένου εκλογικού συστήματος. Δηλαδή, ακόμα δυσμενέστερες για όλα τα κόμματα εντεύθεν της ΝΔ.
Εκτός από αυτό το ερώτημα, και άλλα πιο σύνθετα ερωτήματα τίθενται μπροστά στο ΜέΡΑ25, το οποίο λίγο πριν την προκήρυξη των εκλογών διακήρυττε ότι είναι ανοιχτό, υπό όρους, στον διάλογο για συνεργασίες, ενώ σήμερα υπερακοντίζει σε έναν ριζοσπαστισμό που μοιάζει να στοχεύει στον αποκλεισμό κάθε πιθανότητας συνεργασίας. Πρόσφατο επεισόδιο σ’ αυτή τη διαδρομή, η παρουσίαση του «οράματος του ΜέΡΑ25», όπου η κοινωνική ανατροπή σκιαγραφείται ως μια «πολύ απλή αλλαγή στο εταιρικό δίκαιο», με την οποία «οι μετοχές γίνονται προσωποπαγείς, καταργείται η αγορά χρήματος, καταργούνται τα χρηματιστήρια», ακόμα και «η αγορά εργασίας καταργείται», «δεν υπάρχει κέρδος, δεν υπάρχουν μισθοί». Κάτι «τεχνικά πολύ απλό», όπως χαρακτηρίζεται. Με έναν νόμο κι ένα άρθρο, για να θυμηθούμε τα οικεία δεινά και να αντιληφθούμε πόσο κοινωνικά και πολιτικά δύσκολο είναι κάτι «τεχνικά πολύ απλό», όταν μάλιστα επιδιώκεται χωρίς τις προϋποθέσεις ενός κοινωνικού κινήματος, που τότε φούσκωνε τα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ και εξέτρεφε βάσιμες ελπίδες.
Τίποτα δεν είναι «πολύ απλό»
Μια στάση τριπλά προβληματική. Διευκολύνει τις κακόβουλες και συκοφαντικές προπαγανδιστικές επιθέσεις της ΝΔ εναντίον κάθε ριζοσπαστικής πρότασης, δυσκολεύει τις πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες στις οποίες θα ήταν χρήσιμο και αναγκαίο το ΜέΡΑ25, μειώνοντας ταυτόχρονα και την εκλογική ελκυστικότητά του, και, το κυριότερο ίσως, εθίζει ένα δυναμικό κοινό σε μια αντίληψη για την κοινωνική αλλαγή τεχνικού/νομικού χαρακτήρα, εμφανίζοντας ως «τεχνικά πολύ απλό» πράγμα μια μακράς πνοής βαθύτατα κοινωνική και οικονομική συγκρουσιακή διαδικασία.
Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο και με βαθύτερο τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί το έδαφος για την καλλιέργεια τέτοιων ευκολιών διαμορφώνεται και στο ιδεολογικό και πολιτικό περιθώριο που ο ίδιος αφήνει με τη μη συστηματική, επαρκή και σταθερή επεξεργασία και προβολή μιας δικής του ριζοσπαστικής και σύγχρονης αριστερής θέσης για την κοινωνική αλλαγή, για τον σοσιαλισμό, για το στρατηγικό στόχο και όραμα. Κενό που μοιάζει να μην τον απασχολεί ιδιαίτερα.