Κάθε φορά που οι βροχές τραβάνε βαθειά μέσα στην άνοιξη κάτι μέσα της βαραίνει. Σαν τραύμα από πόλεμο που δεν δόθηκε και όμως κατοικεί τη σάρκα, το δέρμα. Δεν είναι η αναμονή που επιτείνεται. Είναι μάλλον μια υπόσχεση που δόθηκε και τώρα μοιάζει να διστάζει. Αυτό το μικρό περιθώριο ψέματος στη συνήθεια. Και επειδή κάτι επαναλήφθηκε; Αυτό σημαίνει πως θα επαναλαμβάνεται για πάντα; Ίσως το μέλλον μας να μην είναι τίποτα άλλο από ένας καιρός κοτόσουπα, θολός και με ημερομηνία λήξεως ξεβαμμένη. Και οι βροχές συνεχίζουν. Άλλοτε καταιγίδες και άλλοτε αυτό το ασήκωτο ψιλόβροχο που νοτίζει τον κάθε σου πόρο, βρέχει τα παπούτσια σου χωρίς να το καταλαβαίνεις, μουλιάζει τα ημερολόγια και οι σελίδες τους κολλάνε τόσο που πια δεν ξέρεις τι μέρα είναι, τι μήνα έχουμε, αν ο χρόνος συνεχίζει, επιστρέφει ή αντιστρέφεται. Και πριν το καταλάβεις στεγνώνεις τα μαλλιά σου ενώ κάνεις και πάλι σχέδια για το Πάσχα που επιστρέφει και γιατί όχι για τις απόκριες, τα Χριστούγεννα… Μαζί με τα ρούχα μουλιάζει και αυτό το βάρος μέσα της, γίνεται συμπαγές σαν άμορφο χαρτί που ποτέ δεν στεγνώνει, το βάρος εκείνο που αναζητούσε καλοκαίρια αλλά το μόνο που του δόθηκε είναι εκείνη η φθινοπωρινή κοτόσουπα.
Κάθε φορά που η βροχή συνεχίζει βαθειά μέσα στην άνοιξη τα βήματά της γίνονται τυχαία, ακανόνιστα. Δεν ξέρει προς τα πού περπατά και πού πηγαίνει. Όλες οι κατευθύνσεις συνορεύουν με ένα περίπου χωρίς μάλλον νόημα. Και τελικά αυτό που απομένει είναι η διαδρομή. Σκόρπια βήματα με βρεγμένα παπούτσια πάνινα που φορεθήκανε και φέτος για να υποδεχτούνε το καλοκαίρι. Ραντεβού σε ημερομηνίες που πια εξαιρούνται του χρόνου και ακόμα και αν φτάσεις στην ώρα σου κανείς δεν θα είναι εκεί για να σε περιμένει.
Κάθε φορά που η βροχή συνεχίζει δεν ξέρει τι ρούχα να φορέσει. Άλλοτε σκάει και άλλοτε παγώνει μέσα σε μια πρόβλεψη που διαρκώς αναστέλλει τον εαυτό της. Με πουλόβερ στη λιακάδα και κοντομάνικα μέσα σε μια νύχτα που τουρτουρίζει (τόσο αυτή όσο και η νύχτα). Δεν έχει dress code το λάθος. Κάθε αστοχία έρχεται κατά πάνω μας γυμνή.
Είναι αυτός ο ασυνάρτητος καιρός, ο κυκλοθυμικός, ο αναποφάσιστος, είναι αυτός ο καιρός σε πλήρη συμφωνία με τον καιρό μας. Χωρίς βεβαιότητες, χωρίς σταθερές αποφάσεις. Κάθε απόφαση που πάρθηκε την επόμενη μέρα μπορεί να ανασταλεί, κάθε σχέδιο που χαράχθηκε το βράδυ, το πρωί μπορεί να μοιάζει με μουτζούρα. Δεν υπάρχει εδώ προγραμματισμός, δεν υπάρχει εδώ πλάνο. Το ξάφνιασμα είναι μια διαρκής βεβαιότητα. Σαν να ανοίγεις την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και να βρίσκεσαι κάθε πρωί σε διαφορετικό σπίτι. Άλλα έπιπλα, άλλα δωμάτια. Κάποτε ήταν εντυπωσιακό. Άλλοτε απειλητικό και άλλοτε ξέφρενο. Τώρα η ποικιλία αυτή είναι ρουτίνα. Και ο εγκλιματισμός μια συνήθεια του πρωινού όπως το να φτιάχνεις καφέ ή να πλένεις τα δόντια σου.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα συνεχίζει να βαδίζει. Χωρίς βεβαιότητες. Όπως οι παρατεταμένες συνθήκες το ορίζουν, όπως έχουμε συνηθίσει να ζούμε. Δεν είναι πως δεν διεκδικούμε, δεν είναι πως δεν διεκδικεί. Μόνο ακόμα προσπαθούμε να προσαρμοστούμε. Σε έναν κόσμο που όλες οι συνήθειες διασταυρώνονται με την αναίρεσή τους και κάθε υπόσχεση διστάζει. Προσαρμοζόμαστε. Συνηθίζουμε. Και μια μέρα αυτή θα μάθει να κολυμπά στο ανοιξιάτικο ψιλόβροχο ψιλά πάνω από τις στέγες.