Σε μία βδομάδα και μία μέρα οι κάλπες θα ανοίξουν. Θα είναι η πρώτη φορά μεταπολιτευτικά που θα γνωρίσουμε –περίπου, γιατί υπάρχει το κατώφλι του 3%- πού πήγε η ψήφος των πολιτών. Η απλή αναλογική θα μας δώσει εικόνα σε ποιο σημείο του άξονα Αριστερά-Δεξιά κινούνται οι πολίτες και θα μπορέσουμε να εξάγουμε –εφόσον φυσικά θέλουμε να διαβάσουμε το αποτέλεσμα της κάλπης– συμπεράσματα για το τι κοινωνία έχουμε και πού δείχνει να βαδίζει. Σε μία εβδομάδα και δύο μέρες, η απλή αναλογική θα χαθεί στον ορίζοντα των εκλογικών αναμετρήσεων, διότι από τα πρώτα νομοθετήματα της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν να την αναθεωρήσει και επί τέσσερα χρόνια τη λοιδορούσε. Η απλή αναλογική θα χαθεί σαν διάττοντας αστέρας και θα πάμε –το πιο πιθανό– σε δεύτερες κάλπες ξανά με ενισχυμένη αναλογική, η οποία εμφανίζεται με συνέπεια –χωρίς να ανταπαντάται πειστικά– και σταθερά ως το εκλογικό σύστημα που θα μας φέρει «σταθερότητα» και θα μας πάει «μπροστά».
Η προεκλογική περίοδος πέρασε γρήγορα, χωρίς να αλλάξει η ατζέντα, η οποία υπηρετείται πιστά όλο το προηγούμενο διάστημα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Τα ερωτήματα που επαναλαμβάνονταν ήταν πού θα βρει τα λεφτά ο ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το πρόγραμμά του (για κανένα άλλο κόμμα δεν υπήρξε ποτέ αυτή η απορία), τι θα κάνουμε με το προσφυγικό πρόβλημα (από κανένα κόμμα δεν αναδείχθηκε επαρκώς ως προσφυγικό ζήτημα που αποτελεί διεθνές κοινωνικό φαινόμενο και απαιτεί κοινωνική πολιτική), τι θα κάνουμε με τους «προκλητικούς γείτονες» (οι διεθνείς σχέσεις και η εξωτερική πολιτική δεν κατάφερε να αποσυνδεθούν από τα εξοπλιστικά προγράμματα και τις πολεμικές ιαχές, ούτε καν ως δημοσιογραφικό ερώτημα). Αυτή η εικόνα για το πολιτικό μας σύστημα μεταφέρθηκε αυτούσια και στο debate.
Διαξιφισμοί στον αέρα
Ένας πολιτικός διαξιφισμός που σχεδιάστηκε να μην αντιπαρατεθούν ποτέ προγράμματα, ιδέες, οράματα. Είδαμε ατέρμονους μονόλογους. Ακούσαμε τον Κ. Μητσοτάκη να προσπαθεί να μην κάνει το λάθος (το οποίο και έκανε παραδεχόμενος για πρώτη φορά το σκάνδαλο των υποκλοπών ως σκάνδαλο) και να εμφανιστεί ως ο πολιτικός που έχει όραμα και κυρίως αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να κυβερνήσει. Ακούσαμε τον Αλ. Τσίπρα να επανέρχεται με κάθε ευκαιρία στο στόχο της προοδευτικής διακυβέρνησης, να ανοίγει πόρτες και παράθυρα σε ενδεχόμενους κυβερνητικούς εταίρους και να βάζει ηθικά διλήμματα σε περίπτωση διακυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αλλά και να παρακάμπτει να αυτοπροσδιοριστεί στον άξονα Αριστερά-Δεξιά απευθυνόμενος σε όλους σχεδόν αδιακρίτως (αριστερούς, δεξιούς, κεντρώους), λες και ζούμε σε μια εποχή αποπολιτικοποίησης. Ακούσαμε τον Ν. Ανδρουλάκη να μην μπορεί να ξεχωρίσει ιδιαίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ και να διεκδικεί το ίδιο εκλογικό κοινό, να μην μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς το ρόλο του ως έναν πόλο που μπορεί να φέρει τη διαφορά σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Ακούσαμε τον Δ. Κουτσούμπα να προσπαθεί να απευθυνθεί σε ευρύτερο κόσμο της αριστεράς, να αναιρεί το «όλοι ίδιοι είναι», πάνω στο οποίο έχτισε την προεκλογική του καμπάνια, αλλά και να κάνει λόγο για «κυβέρνηση μούφα». Ο στόχος να ανεβάσει το ποσοστό του ήταν πιο σημαντικός από το να παρουσιάσει τις θέσεις του. Είδαμε τον Κ. Βελόπουλο να του δίνεται χώρος και βήμα να απευθυνθεί στο ακροδεξιό τμήμα της κοινωνίας, να ψαρέψει από τα κόμματα που με δικαστική απόφαση βρέθηκαν εκτός εκλογικής αναμέτρησης αλλά και να διαδώσει σε ένα ευρύτερο κοινό τις ακροδεξιές, μισαλλόδοξες, μισάνθρωπες ιδέες του, χωρίς κανείς να βρει ευκαιρία να του αντιπαρατεθεί. Είδαμε τον Γ. Βαρουφάκη να μην καταφέρνει να μπει στο καλούπι του debate, να μην μπορεί να ολοκληρώσει τη σκέψη και τις απαντήσεις του, να δίνει μία περίπου εικόνα για το γιατί να βρεθεί στη βουλή ως κόμμα της αντιπολίτευσης. Είδαμε, επίσης, το μνημόσυνο της δημοσιογραφίας, με τους παριστάμενους δημοσιογράφους να έχουν δεχτεί όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι ερωτώμενοι πολιτικοί έθεσαν και να παρίστανται ως απλώς αναγνώστες ερωτήσεων, σε θεματικές που οι πολιτικοί όρισαν και χωρίς το δικαίωμα διαλόγου.
Με και χωρίς φωνή
Αυτά που δεν είδαμε ούτε ακούσαμε ήταν αυτά που ένα εκλογικό σώμα πρέπει να ξέρει. Δεν ακούστηκαν ολοκληρωμένα προγράμματα. Το κεντρικό εύρημα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, σύμφωνα με τον Δ. Μαύρο, είναι «πως το 71% των πολιτών δεν αισθάνεται πλήρως ενημερωμένο, το οποίο μέσα στην αδιευκρίνιστη ψήφο φτάνει στο ύψος του 80%». Επίσης, δεν είδαμε πολιτικούς που να διαφέρουν, που να ξεχωρίζουν, που να προσπαθούν να εκπροσωπήσουν ένα μέρος της κοινωνίας. Δεν είδαμε, δηλαδή, πολιτικούς που να αρπάζουν την ευκαιρία να πουν αυτά που εκείνοι προασπίζονται. Με εξαίρεση, δυστυχώς, τον Κ. Βελόπουλο. Ο Κ. Βελόπουλος άρπαξε την ευκαιρία να εκπροσωπήσει το αντιεμβολιαστικό κίνημα, να καταφερθεί εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών, εναντίον της ανεξιθρησκείας, εναντίον των εκτρώσεων, υπέρ της εξόρυξης υδρογονανθράκων, πετρελαίου και φυσικού αερίου και εναντίον της πράσινης ενέργειας. Από το debate έλειψαν οι κινητοποιήσεις των ανθρώπων του πολιτισμού, το περιβαλλοντικό κίνημα (οικολογία και προάσπιση του περιβάλλοντος δεν είναι μόνο οι πηγές ενέργειας), η συζήτηση για τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των Ρομά, των κρατουμένων, των κοινωνικά αποκλεισμένων, το δικαίωμα στις διαδηλώσεις και τις απεργίες, η αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και του σχολικού εκφοβισμού, η αναθέρμανση των ακροδεξιών επιθέσεων, η αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Υπήρχε το βήμα και ο χρόνος. Δεν υπήρξε η βούληση να μην ακολουθηθεί η ατζέντα να ακουστούν όσα ακούμε κάθε μέρα στα τηλεοπτικά πάνελ. Χάθηκε έτσι ο στόχος του debate, να δοθεί φωνή στους χωρίς φωνή, να νιώσουν οι πολίτες ότι κάποιος τους έχει έγνοια. Ακόμα και στην ειδική ενότητα «νέοι», δεν ακούστηκε η φωνή τους, ακούστηκαν προτάσεις προσέλκυσης ψήφου, με θεμιτούς ή και αθέμιτους όρους.
Σύμφωνα με τον Δ. Μαύρο «είναι η πρώτη φορά που υπάρχουν τόσοι πολλοί αναποφάσιστοι μιάμιση βδομάδα πριν τις εκλογές (…) είναι μια κινούμενη άμμος. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι, υπάρχουν γυναικεία κοινά, υπάρχουν άνθρωποι στις αστικές περιοχές κυρίως, οι οποίοι είναι μπερδεμένοι». Ποιος απευθύνθηκε σε αυτούς;
Το πολιτικό παιχνίδι αλλιώς
Σε μία βδομάδα και μια μέρα θα ξέρουμε το αποτέλεσμα της κάλπης και αν θα πάμε σε δεύτερη κάλπη. Θα ξέρουμε επίσης τα ποσοστά όλων των κομμάτων και τη διαφορά του πρώτου με του δεύτερου. Θα ξέρουμε όμως ότι το πολιτικό παιχνίδι παίζεται και αλλιώς; Δεν είναι η στιγμή της πολιτικής ελίτ. Δεν είναι η στιγμή να ακουστεί η φωνή του Κυριάκου ή του Αλέξη. Αλλά η στιγμή της Μαρίας, του Νασίμ, του Γιάννη, της Γιασμίν του Κώστα, της Ελένης, της Αίντας, του Αχμέτ… Να ακουστούν οι φωνές εκείνων που βιώνουν την κυβερνητική πολιτική επί τέσσερα χρόνια. Όχι να ακουστεί το πώς ζουν αλλά οι διεκδικήσεις τους, τα αιτήματά τους, τα όνειρά τους. Δεν αναβιώνουμε τιτανομαχίες. Ζούμε ακόμα σε εποχές κοινωνικής και ταξικής πάλης.