Δημοσιεύουμε σήμερα το δεύτερο μέρος του άρθρου της Ντορίν Μάσεϊ για την ανάγκη αμφισβήτησης από τους αριστερούς ριζοσπάστες κοινωνικούς επιστήμονες –και, θα πρόσθετα, γενικότερα από τη ριζοσπαστική Αριστερά– της ορολογίας που χρησιμοποιείται στα οικονομικά, η οποία φέρει ιδιαίτερο ιδεολογικό βάρος. Αυτή η αμφισβήτηση είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της μάστιγας του νεοφιλελευθερισμού, τα λεξιλόγια του οποίου ηγεμονεύουν στην εποχή μας, ως μέρος του κατά Γκράμσι «κοινού νου».
Χ.Γο.
(9).jpg)
Η εργασία είναι άλλη μια περιοχή προβληματισμού μέσα σ’ αυτό το σύμπλεγμα ιδεών που αναφέρονται στη δημιουργία πλούτου και στην ανάπτυξη, μια περιοχή που χρειάζεται νέες λέξεις και νέα φαντασιακά. Υπάρχουν πολλές πτυχές σ’ αυτό το θέμα. Για παράδειγμα, υπάρχει προφανώς το ερώτημα «τι νοείται ως εργασία». Όταν μόνο οι εγχρήματες συναλλαγές θεωρούνται ότι ανήκουν στην «οικονομία», ο τεράστιος όγκος απλήρωτης εργασίας –στις οικογένειες και στο τοπικό επίπεδο– δεν λαμβάνεται υπόψη. Αυτό είναι, ταυτόχρονα, και ένα μεγάλο ζήτημα που συνδέεται με το φύλο. Η φροντίδα για τα παιδιά όταν παρέχεται έναντι μισθού προσμετράται στο ΑΕΠ, ενώ όταν παρέχεται από γονείς ή γείτονες ή γιαγιάδες δεν προσμετράται. Στη Βιομηχανική Στρατηγική που εκπόνησε τη δεκαετία του 1980, το Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου (Greater London Council-GLC) υπήρξε το εύρημα ότι ένα σημαντικό ποσοστό της εργασίας στην πρωτεύουσα της Βρετανίας πραγματοποιούταν χωρίς αμοιβή -και μάλιστα εκείνη η εργασία που είναι απαραίτητη για την κοινωνική αναπαραγωγή της πόλης. Πρόκειται για ένα ζήτημα αναγνώρισης, για έναν τρόπο κατανόησης της οικονομίας ως μέρους της κοινωνίας, και εκτίμησης αυτού που χρειάζεται μια κοινωνία για την αναπαραγωγή της.
Επιπλέον, πέρα απ’ αυτό, θα θέλαμε να αμφισβητήσουμε την οικεία εργαλειακή κατηγοριοποίηση της οικονομίας ως ενός χώρου όπου οι άνθρωποι επιτελούν απρόθυμα μια ανεπιθύμητη και δυσάρεστη «εργασία», έναντι υλικών απολαβών που στη συνέχεια μπορούν να διαθέσουν στην κατανάλωση. Πράγματι, η νεοκλασική οικονομική θεωρία που κυριαρχεί στις μέρες μας βασίζεται σ’ αυτήν την προσέγγιση της εργασίας, ως μια κατάσταση που αντιπαραβάλλεται με τη «σχόλη» (σαν η αμειβόμενη εργασία και ο ελεύθερος χρόνος να καταλαμβάνουν όλη τη μέρα μας, έτσι που κάποια άλλα πράγματα που πρέπει και θέλουμε να κάνουμε –χωρίς αμοιβή– στη ζωή μας να εξαφανίζονται από το οπτικό μας πεδίο). Όμως, αυτή είναι μια άποψη η οποία αγνοεί πού πραγματικά βρίσκονται η ευχαρίστηση και η πληρότητα στην ανθρώπινη ζωή. Η εργασία δεν είναι συνήθως, και σίγουρα δεν πρέπει να είναι, βάρος και θυσία, αλλά μια βασική πηγή νοήματος και πληρότητας στις ζωές των ανθρώπων. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην αγωνία που αισθάνεται κανείς/καμία όταν δεν υπάρχει εργασία, για παράδειγμα όταν σήμερα σε πολλές χώρες σχεδόν ο μισός πληθυσμός των νέων ανθρώπων δεν μπορεί να βρει δουλειά. Και φαίνεται επίσης στα υψηλότερα ποσοστά ασθενειών και θνησιμότητας που συνδέονται στατιστικά με την συνταξιοδότηση. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι, μέσω της εργασίας, οι άνθρωποι αναπτύσσουν και εκφράζουν τις ικανότητές τους ως ανθρώπινα όντα. Και επίσης στο γεγονός ότι η εργασία είναι ένας κύριος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι διατηρούν συνδέσεις με τον κόσμο, τόσο άμεσα (μέσα από σχέσεις με συναδέλφους ή με αυτούς για τους οποίους επιτελείται η εργασία) όσο και έμμεσα, με πιο αφηρημένους αλλά πάντα σημαντικούς τρόπους, όπως η συμβολή στο καλό των άλλων, που στη συνέχεια δίνει ηθικές διαστάσεις στα οφέλη που ακολουθούν.
Η εργασία, όπως την κατανοούσαν οι παλιότερες γενιές σοσιαλιστών, περιέχει στον πυρήνα της –ή θα μπορούσε να περιέχει– ηθικές και δημιουργικές (ή αισθητικές) αξίες. Ο κυρίαρχος λόγος την έχει παρανοήσει, αποδίδοντάς της μόνο αυτο-αναφορικούς και κτητικούς στόχους. Μια επανεξέταση αυτού του θέματος μπορεί να μας οδηγήσει σε μια καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων στο χώρο της εργασίας όσο και του καταμερισμού της εργασίας (ένα καλύτερο μοίρασμα της ανιαρής δουλειάς και των δεξιοτήτων) μέσα στην κοινωνία.
Επένδυση, δαπάνη, κερδοσκοπία
Μια δεύτερη δέσμη όρων που αξίζει περισσότερη προσοχή αφορά την επένδυση, τη δαπάνη και την κερδοσκοπία. Αξίζει να σημειωθεί, κάτι που είναι κρίσιμο για όσα ακολουθούν, ότι οι όροι αυτοί εμπεριέχουν υπόρρητες ηθικές συνδηλώσεις. Ο όρος επένδυση υπονοεί μια πράξη, ακόμη και μια θυσία, που γίνεται για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ ο όρος κερδοσκοπία (εδώ με τη χρηματοοικονομική, όχι με την θεωρητική έννοια) εγείρει άμεσα μια αίσθηση δυσπιστίας. Και ενώ η επένδυση παραπέμπει σε ένα μελλοντικό θετικό αποτέλεσμα, η δαπάνη εμφανίζεται ως έξοδο, κόστος, βάρος.
Οι επενδύσεις και οι δαπάνες διαφοροποιούνται μεταξύ τους σύμφωνα με μια αυστηρή οικονομική λογική μια διάκριση που οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο καταρτίζονται οι εθνικοί λογαριασμοί. Όμως, αυτή η διάκριση διασταυρώνεται στη λαϊκή γλώσσα με μια άλλη προσέγγιση. Μαζί διαμορφώνουν το έδαφος για τη συγκρότηση πολιτικών στάσεων. Έτσι, στους εθνικούς λογαριασμούς, επενδύσεις είναι τα χρήματα που διατίθενται για υλικά πράγματα, όπως κτίρια και υποδομές, ενώ δαπάνες τα χρήματα που χρησιμοποιούνται, για παράδειγμα, προκειμένου να πληρώνονται οι μισθοί όσων εργάζονται στις υπηρεσίες για τις οποίες οι επενδύσεις παρέχουν τη δυνατότητα ύπαρξης. Έτσι, η κατασκευή ενός νέου σχολείου είναι επένδυση, ενώ η πληρωμή των δασκάλων, του διοικητικού προσωπικού και των τραπεζοκόμων είναι δαπάνη (Κάντε μια μικρή παύση στην ανάγνωση και αναλογιστείτε τις έμφυλες επιπτώσεις αυτής της διάκρισης).
Επιπλέον, η ίδια διάκριση διασταυρώνεται συχνά και με μια άλλη· αυτήν ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το ποσό που δαπανά μια ιδιωτική επιχείρηση για να αυξήσει τα κέρδη της θεωρείται μια χρήσιμη επένδυση, ενώ το ποσό που διαθέτει το δημόσιο, είτε για υποδομές είτε για απασχόληση στα σχολεία ή στις υπηρεσίες υγείας θεωρείται ότι απλώς αυξάνει το έλλειμμα, γιατί καλύπτεται από τη φορολογία.
Το πολιτικό αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτών των ορισμών είναι καταστροφικό. Για παράδειγμα, ενώ η κατασκευή σπιτιών ή σιδηροδρόμων μέσω της φορολογίας μπορεί να θεωρηθεί επένδυση σύμφωνα με την πρώτη διάκριση, η πληρωμή των γιατρών, των κοινωνικών λειτουργών, των δασκάλων, των νοσοκόμων, των οδοκαθαριστών –όταν γίνεται μέσα από τον δημόσιο κορβανά– θεωρείται σύμφωνα και με τις δύο διακρίσεις κόστος. Ως εκ τούτου, η καταβολή των αμοιβών τους μέσω της φορολογίας ενέχει σαφώς τη συνδήλωση ότι πρόκειται για ένα βάρος. Αν όμως επιστρέψουμε στο ερώτημα «για ποιο λόγο υπάρχει η οικονομία;», και απαντήσουμε ότι η ύπαρξή της συνδέεται με την κοινωνική αναπαραγωγή, τότε αυτό το λεξιλόγιο είναι (το λιγότερο) παραπλανητικό. Η εκπαίδευση είναι, λοιπόν, επίσης μια επένδυση, που διαμορφώνει τις δεξιότητες στις οποίες στηρίζεται η κοινωνία. Ομοίως, η παροχή υπηρεσιών υγείας και γενικότερα κοινωνικής μέριμνας είναι μία από τα πιο πολύτιμες και ουσιώδεις μορφές παραγωγής και επένδυσης που υπάρχουν.
Προκειμένου να διατηρηθούν όλες αυτές οι υπηρεσίες στον δημόσιο τομέα (σύμφωνα με τη δεύτερη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό), είναι πολύ σημαντικό να αμφισβητηθεί ο μόνιμος χαρακτηρισμός της φορολογίας ως κάτι αρνητικό. «Όλοι απεχθάνονται να πληρώνουν φόρους, έτσι δεν είναι;» Αλλά οι άνθρωποι ξοδεύουν χωρίς δεύτερη σκέψη χρήματα στην αγορά, ακόμη και για πράγματα που θα μπορούσε να τους παρέχει το κράτος, και αυτό δεν φαίνεται να προκαλεί ανάλογη δυσφορία. Ιδιωτικές συναλλαγές –ΟΚ, φορολογία για κοινωνικές επενδύσεις και υπηρεσίες– σχεδόν καθολική δυσφορία. Αυτό που αμφισβητείται εδώ είναι η κοινωνική αλληλεγγύη· η παρορμητική γλώσσα αντικατοπτρίζει –και ενισχύει– την προτεραιότητα της ιδιωτικής επιλογής έναντι της συλλογικότητας, έναντι της ίδιας της έννοιας (της συγκρότησης) της κοινωνίας. Οι λέξεις και οι συχνά επαναλαμβανόμενες φράσεις εμπεριέχουν, και ενισχύουν, προσεγγίσεις που πάνε πολύ πέρα από τις ίδιες.
Αυτές οι επερωτήσεις του λεξιλογίου μας είναι ίσως προφανείς. Χρειάζεται όμως να επιχειρηματολογήσουμε γι’ αυτές. Το υπάρχον λεξιλόγιο είναι μια από τις ρίζες της δυνατότητας των ελίτ να διατηρούν τον φριχτό ζουρλομανδύα μέσα στον οποίο βρισκόμαστε.
Επιπλέον, πρέπει να είναι πολύ πιο έντονη η διάκριση μεταξύ επένδυσης και κερδοσκοπίας. Ή, για να το θέσουμε πιο σωστά, μεταξύ της δημιουργίας και της απόσπασης αξίας. Ο όρος «επένδυση» χρησιμοποιείται ευρέως στα ΜΜΕ και για τις δύο δραστηριότητες. Έτσι, η δαπάνη χρημάτων από επιχειρήσεις για εγκαταστάσεις και μηχανές, ή για έρευνα, ή για επιμόρφωση προσωπικού ονομάζεται επένδυση. Αλλά επένδυση αποκαλείται, κατά κανόνα, και η δαπάνη χρημάτων για την αγορά κάποιου πράγματος που υπάρχει ήδη (ενός περιουσιακού στοιχείου). Στην πρώτη περίπτωση τα χρήματα χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία αξίας· στη δεύτερη δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο – ο «επενδυτής» απλώς αποκτά το περιουσιακό στοιχείο με την ελπίδα ότι θα αυξηθεί η τιμή του, και όταν το πουλήσει θα αποκομίσει κέρδος. Αυτό, ορισμένες φορές, αποκαλείται κερδοσκοπία. Δεν πρόκειται για δημιουργία αξίας, αλλά για απόσπαση αξίας από μια δεξαμενή που ήδη υπάρχει. Το αποτέλεσμα λοιπόν δεν είναι η διεύρυνση της δεξαμενής, αλλά η απόσπαση από αυτήν της αξίας και η αναδιανομή της προς όφελος (αν ανέβουν οι τιμές) εκείνων που αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία.
Τα παραπάνω είναι μια χονδρική και έτοιμη διάκριση, και η διαφορά δεν είναι έτσι κι αλλιώς απόλυτη, αλλά είναι σημαντικό αυτή τη στιγμή να ασχοληθούμε με τη διάκριση αυτή γιατί μεγάλο μέρος όσων συνδέονται με τον νεοφιλελευθερισμό των τελευταίων δεκαετιών, μαζί με την υφαρπαγή του δημόσιου τομέα από τον ιδιωτικό, είναι και αυτή η αγοραπωλησία ήδη υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων –όπως και η δημιουργία νέων προς κερδοσκοπία– παράγωγα και διάφορες μορφές εμπορευματοποίησης επικίνδυνων εκπομπών αερίων.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα μπορούμε επίσης να πάμε πάρα πέρα τον προβληματισμό μας. Γιατί η συσκότιση της διάκρισης μεταξύ της παραγωγής και της απόσπασης αξίας συμβάλλει στην απόκρυψη μιας άλλης διάκρισης: αυτής μεταξύ βιοποριστικού εισοδήματος (earned income) και μη βιοποριστικού εισοδήματος (non-earned income). Όπως σκωπτικά παρατηρεί ο Άντριου Σάγιερ, «Είναι ενδιαφέρον ότι (αυτή η διάκριση) έπεσε σε αχρηστία μόλις διογκώθηκε το μη βιοποριστικό εισόδημα»1. Το μη βιοποριστικό εισόδημα δεν προκύπτει από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών (δημιουργία αξίας), αλλά από την κατοχή ενός ήδη υπάρχοντος περιουσιακού στοιχείου. Το μη βιοποριστικό εισόδημα αποτέλεσε την οικονομική βάση της εμφάνισης, στο καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού, των υπερ-πλούσιων, οι οποίοι δεν απέκτησαν τον πλούτο τους από τη συμμετοχή τους στην παραγωγή. (Συνεπώς, η άποψη ότι το Σίτυ του Λονδίνου είναι κέντρο δημιουργίας πλούτου είναι παράδοξη· μάλλον είναι κέντρο ενός συστήματος απόσπασης πλούτου που εκτείνεται σε όλον τον κόσμο.) Υπ’ αυτήν την έννοια, το μεγαλύτερο μέρος της νέας οικονομικής ελίτ είναι παρασιτικό και απομυζά αξία από την υπόλοιπη κοινωνία. Είναι «ραντιέρηδες» –εδώ πρέπει, επίσης, να διεκδικήσουμε και να αναζωογονήσουμε τo λεξιλόγιό μας. Και ένα μεγάλο μέρος αυτών που ανήκουν στα ανώτερα μεσαία στρώματα των πλούσιων κοινωνιών εμπλέκεται επίσης σ’ αυτήν την κατάσταση– μέσω της αύξησης των τιμών των ακινήτων (που δεν έχουν κερδηθεί και στο Ηνωμένο Βασίλειο οξύνουν όχι μόνο τη γενική ανισότητα αλλά και τη διαίρεση Βορρά-Νότου) και μέσω των συντάξεων (που επενδύονται στη δευτερογενή αγορά τίτλων). Έτσι το υλικό συμφέρον σμίγει με ένα παραπλανητικό οικονομικό λεξιλόγιο για να ενισχύσει τον μετασχηματισμό της κοινής λογικής, να ισχυροποιήσει την ιδεολογία του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού και να καθησυχάσει τους πολλούς, κερδίζοντας τουλάχιστον τη συναίνεση, αν όχι τον ενθουσιασμό τους.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η μαζική αναδιανομή από τους φτωχούς στους πλούσιους, η σημαντική ενίσχυση της ανόδου των τιμών των ειδών διατροφής και του υποσιτισμού σε όλο τον κόσμο, οι φούσκες ακινήτων, η θεμελίωση ενός νέου χρηματοπιστωτικού ιμπεριαλισμού και, βέβαια, η αστάθεια και η οικονομική κατάρρευση με παγκόσμιες επιπτώσεις όταν έσκασαν οι κερδοσκοπικές φούσκες. Επιπλέον, αυτή η απόσπαση αξίας μείωσε τις δυνατότητες της υπόλοιπης οικονομίας να επιδιώκει την παραγωγή αξίας. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλα αυτά πρωτοστάτησε το Σίτυ του Λονδίνου, που θεωρείται το επίκεντρο της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αυτές είναι σημαντικές οικονομικές και πολιτικές διακρίσεις. Η άνοδος της σημασίας της εμπορικής διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων υπήρξε καθοριστική για τη χρηματιστικοποίηση των εθνικών οικονομιών και της παγκόσμιας οικονομίας. Σχετίζεται δε με την εξαφάνιση κάθε άλλης δραστηριότητας εκτός από αυτές της ανταλλαγής –είτε πρόκειται για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, είτε για το αν είμαστε επιβάτες σε ένα τρένο ή επισκέπτριες σε μια γκαλερί. Το μόνο που είναι αναγκαίο στον κόσμο τους είναι κάποιος/α να αγοράζει και να πουλάει. Η φυσικοποίηση αυτής της διαδικασίας, μέσω της χρηματιστικοποίησης, ως ουσιώδους φύσης της οικονομικής δραστηριότητας, αποτέλεσε, λοιπόν, καίριο παράγοντα της καθιέρωσης μιας νέας κοινής λογικής. Όπως μάλιστα υποστηρίζει η Μαριάνα Ματσουκάτο, «η μάχη ενάντια στις υπερβολές του χρηματοπιστωτικού τομέα θα χαθεί χωρίς μια θεωρία που να μπορεί να ξεχωρίζει πότε τα κέρδη, από αποτέλεσμα της δημιουργίας αξίας, μετατρέπονται σε… αποτέλεσμα της απόσπασης αξίας»2.
Η (υποτιθέμενη) φυσικότητα των αγορών
Πίσω από την προφανή κοινή λογική αυτών των στοιχείων του οικονομικού μας λεξιλογίου (και υπάρχουν πολλά ακόμη) βρίσκεται η αντίληψη ότι οι αγορές είναι κάτι φυσικό: ότι, είτε ως εξωγενείς έναντι της κοινωνίας είτε ως εγγενείς στην «ανθρώπινη φύση», είναι μια προϋπάρχουσα δύναμη. Η αντίληψη αυτή βρίσκεται παντού γύρω μας. Αυτή είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των χρηματαγορών οι οποίες περιπλανώνται ανά την Ευρώπη πλήττοντας τη μια χώρα μετά την άλλη –μια εξωτερική δύναμη, ίσως ένα άγριο θηρίο, όχι όμως το προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων και των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων τους. Η «ανθρώπινη φύση» και η μακρά ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών θεωρούνται ότι έχουν «εκ φύσεως» τον προορισμό να εξυπηρετούν τις αγοραίες συναλλαγές (και ότι, συνεπώς, οι αγορές είναι ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών. Πρόκειται για μια άποψη, ήδη από το 1944, αποδόμησε υπέροχα ο Κάρλ Πολάνυι στο έργο του The Great Transformation [Ο μεγάλος μετασχηματισμός], αλλά που ακόμη επιζεί ως αποτελεσματικό στήριγμα του πολιτικού λόγου. Υπάρχει και αυτό το σήκωμα των ώμων που υπονοεί παραίτηση και αδυναμία των απλών ανθρώπων όταν συμβαίνει κάτι που δεν τους αρέσει: «λοιπόν, φαίνεται ότι έτσι είναι η αγορά, σωστά;». Ένα «πράγμα» που δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Υπάρχει η αντίληψη ότι «παρεμβαίνουμε» (κοινωνική δράση) στην οικονομία (η οποία εξισώνεται με την αγορά και αντιμετωπίζεται ως εξωτερική φύση). Υπάρχει, ακόμη και στον ακαδημαϊκό χώρο, η άποψη ότι τα νεοκλασικά οικονομικά ανήκουν στις φυσικές και όχι στις κοινωνικές επιστήμες. Είναι εκπληκτικός ο βαθμός στον οποίο αυτές οι ιδέες, αυτό το ιδεολογικό συνονθύλευμα, διαποτίζουν σήμερα την ηγεμονική κοινή λογική. Η υπόθεση ότι οι αγορές είναι κάτι φυσικό έχει τόσο βαθιές ρίζες στη δομή της σκέψης, σίγουρα εδώ στην Ευρώπη, ώστε ακόμη και το γεγονός ότι πρόκειται για μια υπόθεση φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Αυτή είναι πραγματική ηγεμονία. Και έχει επιπτώσεις. Απομακρύνει το «οικονομικό» από τη σφαίρα της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Το μετατρέπει σε αντικείμενο των ειδικών και των τεχνοκρατών. Θέτει την οικονομία εκτός δημοκρατικού ελέγχου.
Η υπόθεση περί φυσικότητας των αγορών είναι κρίσιμη για την επιμονή της άποψης ότι Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση (There is No Alternative – TINA). Μια από τις φριχτές ειρωνείες της τωρινής νεοφιλελεύθερης εποχής είναι, επίσης, ότι μας λένε πως μεγάλο μέρος της δύναμης και της ευχαρίστησής μας, αυτός ο ίδιος ο αυτοπροσδιορισμός μας, εξαρτάται από την ικανότητά μας να κάνουμε επιλογές (και είναι αλήθεια ότι βομβαρδιζόμαστε κάθε μέρα από «επιλογές», οι περισσότερες από τις οποίες είναι ανούσιες, και άλλες μακάρι να μην χρειαζόταν να τις κάνουμε), ενώ στο επίπεδο που έχει πραγματικά σημασία –σε τι είδους κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε, τι είδους μέλλον θα θέλαμε να οικοδομήσουμε– μας ενημερώνουν με αμείλικτο τρόπο ότι, με μικρές παραλλαγές, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, καμία δυνατότητα επιλογής.
Το ίδιο λεξιλόγιο χρησιμοποιείται και σε διεθνές επίπεδο, επιδιώκοντας τα ίδια αποτελέσματα. Έτσι, η λογική ακολουθία «υπανάπτυκτοι – αναπτυσσόμενοι – αναπτυγμένοι» τόποι, τοποθετεί τις «αναπτυσσόμενες» χώρες πίσω από τις «αναπτυγμένες», σε ένα είδος ιστορικής ουράς, αντί να τις θεωρεί συνυπάρχουσες με τις διαφορές τους. Έτσι αποκρύπτει –όχι τυχαία– τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι «αναπτυγμένες» χώρες περιορίζουν τις δυνατότητες των θεωρούμενων αναπτυσσόμενων (για παράδειγμα, μέσα από τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), και υπονοεί ότι υπάρχει μία μόνο εφικτή ιστορική διαδρομή την οποία πρέπει να ακολουθήσουν όλες οι χώρες.
Δεν υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει χώρος για τις αγορές σε μια μεταρρυθμισμένη οικονομία. Αυτό που αμφισβητούμε είναι το ιδιαίτερο στάτους που τους προσδίδουν τα τωρινά μας φαντασιακά. Θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε την «οικονομία» όχι με όρους φυσικής δύναμης και παρέμβασης, αλλά με όρους ενός συνόλου ποικίλων κοινωνικών σχέσεων που χρειάζονται κάποιο είδος συντονισμού. Κάθε είδος κοινωνικής σχέσης έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και τις δικές του επιπτώσεις, και ως εκ τούτου τη δική του καταλληλότητα για διαφορετικά κομμάτια της οικονομίας και της κοινωνίας.
Πάνω από όλα, χρειάζεται να επαναφέρουμε το «οικονομικό» στην κοινωνία και στην πολιτική αντιπαράθεση, όχι απλά σε συζητήσεις περί της οικονομικής πολιτικής, αλλά θέτοντας υπό αμφισβήτηση και τον ίδιο τον τρόπο που σκεπτόμαστε κατ’ αρχάς την οικονομία. Αν δεν το κάνουμε αυτό θα βρισκόμαστε μόνιμα να συζητάμε στο πολιτικό πεδίο της υφιστάμενης οικονομικής πολιτικής. Για να φανταστούμε κάτι νέο, και για να μπορέσει κάτι νέο να γεννηθεί, πρέπει να αμφισβητήσουμε εκ βάθρων τον σημερινό οικονομικό «κοινό νου».
Ευχαριστώ την Σου Χίμελβαϊτ3 για τη συζήτηση πολλών από τα πιο πάνω θέματα
Μετάφραση: Ντίνα Βαΐου
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. Andrew Sayer, 2012 “Facing the challenge of the return of the rich”, στο W. Atkinson, S. Roberts and M. Savage (επιμ.) Class inequality and austerity in Britain, Palgrave Macmillan.
2. Mariana Mazzucato, 2013, “From bubble to bubble”, The Guardian, 16.1.2013
3. ΣτΕ: Η Σούζαν (Σου) Χίμελβαϊτ είναι βρετανίδα οικονομολόγος, ομότιμη καθηγήτρια του Open University.