Η απόφαση να υπολογίζεται σε επίπεδο χώρας και εθνικής οικονομίας ένα μέγεθος που να εκτιμά τη συνολική οικονομική δραστηριότητα της χώρας αυτής και την εξέλιξή της, ήταν μια πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την κρίση του 1929. Η κρίση αυτή επηρέασε αποφασιστικά και την μέθοδο της κρατικής διοίκησης της οικονομίας με την υιοθέτηση μιας ισχυρής κεϋνσιανής παρέμβασης, το New Deal, που έδειξε ότι με πολιτική απόφαση μπορεί να επηρεαστεί η εξέλιξη της παραγωγής, αλλά και η αξιοποίηση αυτής της εξέλιξης από την κοινωνία. Αυτό το πνεύμα προσδιόρισε με αποφασιστικό τρόπο τις κρατικές πολιτικές των δυτικών χωρών κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, που υποσχόταν ότι η μεγέθυνση της οικονομίας –η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος– ήταν και Ανάπτυξη, με την έννοια κυρίως ότι βελτιώνονταν όλα τα μεγέθη που είχαν σχέση με το βιοτικό επίπεδο και τις συνθήκες ζωής. Και η αύξηση επομένως του ΑΕΠ ήταν ένα καλό πράγμα, και η κινητήρια δύναμη των περισσότερων “καλών” για την κοινωνία.
Η επομένη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου γνώρισε όμως και μια άλλη αλλαγή στη θεσμική παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα. Το σοκ που προκάλεσε η θηριωδία του ναζισμού που γεννήθηκε σε μια από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες, το ανθρώπινο κόστος του ίδιου του πολέμου, οι προσφυγικές ροές προς διάφορες κατευθύνσεις, διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη πολύπλευρη αποστολή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με στόχους την ειρήνη αλλά και την ανθρωπιστική παρέμβαση, με θεσμούς υπεράσπισης βιοτικού επιπέδου, συνθηκών ζωής, υγείας, περιβάλλοντος, ευημερίας και δυνατοτήτων ανάπτυξης, με την οικονομική και ανθρωπιστική έννοια. Πρόκειται για μια διαφορετική προσέγγιση, για την ύπαρξη θεσμών του ΟΗΕ, αλλά και την ύπαρξη ανεξάρτητων θεσμών με το ίδιο πνεύμα, που εντοπίζουν και μετρούν κινδύνους, ανάγκες, ανισότητες και δυνατότητες που αφορούν τους ανθρώπινους πληθυσμούς, και μπορούν να επηρεάσουν κρατικές οντότητες, ώστε να μεταβάλουν ή να ενισχύσουν τις πολιτικές τους. Είναι μια προσέγγιση “πέρα από το ΑΕΠ”, την οποία παρουσιάζει ειδικά για την ελληνική κοινωνία, η έκθεση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, “Η ελληνική οικονομία μέσα από την παρουσίαση εναλλακτικών δεικτών αποτίμησης της κοινωνικο-οικονομικής ευημερίας”, με συντάκτες τους Παναγιώτη Καλημέρα, Γιώργο Μαρούλη και Χρήστο Τσιριμώκο.
Έκθεση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Η έκθεση αυτή δεν παρουσιάζει μόνο την χρησιμότητα εργαλείων που έχουν διαμορφωθεί για να αναδεικνύουν ελλείψεις των κρατικών πολιτικών, και να διατυπώνουν επομένως και τις σχετικές υποδείξεις, αλλά παρουσιάζει και τα εργαλεία εκείνα που έχουν σχέση με την επιταγή της βιωσιμότητας των κοινωνιών και των παραγωγικών συστημάτων, και που θέτουν στόχους οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν καθοριστικά τα βασικά θεσμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπινων κοινωνιών. Είναι δυνατόν να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ της σημερινής εποχής και της εποχής κατά την οποία υιοθετήθηκαν πολιτικές αντιμετώπισης μιας ιστορικής καπιταλιστικής κρίσης, καθώς είναι μόνιμη πια η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, και η παρακμή βασικών καπιταλιστικών καθεστώτων, αλλά η μεγαλύτερη ακόμα απειλή για τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και η επιταχυνόμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής. Μπροστά στο σύνολο αυτών των απειλών για την ανθρωπότητα, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν μεγάλες αλλαγές που αφορούν τόσο τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, όσο και τις μεθόδους διοίκησης των παραγωγικών και κοινωνικών συστημάτων.
Η δημιουργία το 1988 του IPCC (Intergovernmental Panel for Climate Change – Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή) είναι μια ευτυχής κατάληξη του μεταπολεμικού πνεύματος του ΟΗΕ. Αποτελεί έναν πολιτικό οργανισμό ο οποίος δεν κάνει έρευνα αλλά αξιοποιεί έρευνες που πραγματοποιούνται σε όλο τον κόσμο, και προσφέρει σε μόνιμη βάση μια έγκυρη και καθοριστική ενημέρωση σε ό,τι αφορά την υπερθέρμανση του πλανήτη κατά περιοχές και ζώνες, την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής, και τις ανάγκες παρεμβάσεων για τη συγκράτηση και την αντιμετώπισή της. Η ύπαρξη αυτού του θεσμού που είναι σεβαστός από κυβερνήσεις και διακυβερνητικούς οργανισμούς, δεν σημαίνει ότι αξιοποιούνται οι εκτιμήσεις και οι προτάσεις του. Αν και είναι χαρακτηριστικό μιας μεγάλης εκκρεμότητας για την ανθρωπότητα το γεγονός ότι η παγκόσμια επιστημονική ελίτ δεν κατορθώνει να πείσει την πολιτική και οικονομική ελίτ για εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις.
Αλλαγή σε στόχους και μεθόδους
Χρειαζόμαστε προφανώς αλλαγή στους στόχους και τις μεθόδους. Η σημασία του ΑΕΠ ως δείκτη που όσο μεγεθύνεται τόσο αυξάνονται οι δυνατότητες για θετικές παρεμβάσεις στην κοινωνία, δεν ισχύει πια. Η συγκράτηση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σημαίνει πριν απ’ όλα ότι πρέπει να σταματήσει η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, με την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, και επιπλέον ότι οι αναπόφευκτες πλέον αρνητικές επιπτώσεις για τις καλλιέργειες, τις οικονομικές δραστηριότητες, τις υποδομές και τις κατοικίες, πρέπει να αντιμετωπιστούν με ειδικές παρεμβάσεις. Ο ειδικός χαρακτήρας των στόχων, ο επείγον χαρακτήρας τους, και η σύνδεσή τους με άλλους στόχους που αφορούν την παραγωγή, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τα ιδιαίτερα κάθε φορά χαρακτηριστικά του τοπικού περιβάλλοντος, κάνουν ώστε η μετάβαση σε ένα θεσμικό πλαίσιο σχεδιασμού με συμμετοχή των κατοίκων και των παραγωγών (δηλαδή δημοκρατικού σχεδιασμού), είναι μια οδός την οποία δεν μπορεί προφανώς να υποκαταστήσει “η αγορά”, αλλά ούτε και οι δημόσιες πολιτικές ενός κεντρικού θεσμού. Πρέπει να κατανοήσουμε την ανάγκη αυτής της αλλαγής, να την προετοιμάσουμε και να την υλοποιήσουμε.