Επικοινωνία χωρίς επίβλεψη και διανυκτέρευση ενός 10χρονου παιδιού στον πατέρα αποφάσισε να εκδώσει προσωρινά δικαστική λειτουργός μετά από σχετικό του αίτημα, παρότι εκκρεμεί εις βάρος του κατηγορία για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού, αυξάνοντας έτσι την ανησυχία που έχει προκαλέσει ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια.
«Η απόφαση διαπλέκεται άμεσα με τον νόμο της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Από την κατάθεση του νομοσχεδίου είχε διαπιστωθεί ότι δεν προστατεύει τα θύματα κακοποίησης και σεξουαλικής βίας, είτε είναι παιδιά, είτε γυναίκες. Ο νόμος ορίζει πως αν δεν υπάρχει οριστική απόφαση καταδίκης, συνεχίζει η από κοινού επιμέλεια, ενώ ακόμα και τότε, δεν προβλέπει κάποιον περιορισμό στην επικοινωνία με το παιδί, η οποία ορίζεται οριζοντίως, δηλαδή για όλες τις περιπτώσεις στο 1/3 του χρόνου, όπως συνέβη και σε αυτή την περίπτωση, αφήνοντάς τα παιδιά πλήρως απροστάτευτα σε περαιτέρω κακοποίηση», εξηγεί στην «Εποχή» η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος οικογενειακού δικαίου.
Η επικοινωνία, βέβαια, θα μπορούσε να οριστεί να γίνεται με επίβλεψη και χωρίς διανυκτέρευση, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να μην παίζεται η ασφάλεια του παιδιού κορόνα ή γράμματα μέχρι να οριστικοποιηθεί, μετά από μήνες ή και χρόνια, αν ο πατέρας είναι αθώος ή ένοχος για τον βιασμό του.
Χωρίς μέλημα για το συμφέρον του παιδιού
Δυστυχώς, όμως, «το γράμμα του νέου νόμου είναι ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού εξυπηρετείται ιδίως από την ανατροφή και από τους δύο γονείς και όχι από το να διαμένει, για παράδειγμα, σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Δεν μπορούμε να δεχθούμε, όμως, ότι μέχρι να αποδειχτεί η ενοχή του δράστη, δεν θα προστατεύουμε το θύμα. Ο νόμος θα έπρεπε να λειτουργεί αντίστροφα στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας με θύματα τα παιδιά. Προστατεύουμε το παιδί μέχρι και αν αποδειχτεί η αθώωση του κατηγορούμενου αμετάκλητα», επισημαίνει η δικηγόρος. Ενώ συμπληρώνει πως «είναι υποχρέωση του κράτους να εξελίσσονται όλες αυτές οι υποθέσεις πιο γρήγορα, δεν μπορεί να ζημιώνεται η ασφάλεια του παιδιού επειδή ολιγωρεί το κράτος».
Ο νέος νόμος είναι σε ισχύ εδώ και 1,5 χρόνο και τα αποτελέσματά του φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ζημιογόνα για τα παιδιά, καθώς έχουν έρθει στη δημοσιότητα πολλές περιπτώσεις που οι δικαστικές αποφάσεις έχουν σαν πρόταγμα το συμφέρον/επιθυμία του γονέα, αντί του παιδιού. Ενώ, παράλληλα, οι διατάξεις που ορίζουν πως πρέπει να υπάρχει για τα πάντα συναίνεση και από τις δύο πλευρές, έχουν αποδειχτεί από δυσλειτουργικές, μέχρι εν δυνάμει εργαλεία καταπίεσης μεταξύ των γονέων.
Έτσι έχουμε περιστατικά που έχει απαγορευτεί ουσιαστικά σε μητέρες να ασκήσουν το επάγγελμά τους, καθώς η άλλη πλευρά, βάσει νόμου, αρνήθηκε να συμφωνήσει στη μετακόμισή τους σε άλλη πόλη, όπως συνέβη σε περίπτωση αναπληρώτριας καθηγήτριας, αλλά και σε μητέρα κάτοικο νησιού, που προσλήφθηκε στην Αθήνα και ο πατέρας απαγόρευσε τη μετοίκησή της μαζί με το παιδί από το νησί, παρότι αυτός δεν ζει καν εκεί!
«Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις πολύ, καθώς ο νόμος ορίζει a priori, με ένα οριζόντιο τρόπο, την υποχρεωτική συνεπιμέλεια και 1/3 του χρόνου ελάχιστης επικοινωνίας με τον γονέα που δεν διαμένει με το παιδί, χωρίς να εξετάζει επί της ουσίας κανέναν άλλον παράγοντα. Πέραν από τις πιο επικίνδυνες περιπτώσεις, που αφορούν άσκηση βίας κατά της μητέρας, αλλά και του παιδιού, και δίνουν παρόλ’ αυτά συχνά επιμέλεια και στον πατέρα, υπάρχουν και άλλες που επίσης προκαλούν προβλήματα στα παιδιά, όπως για παράδειγμα βρέφη που ακόμα θηλάζουν, αλλά αποφασίστηκε η διαμονή τους με αρκετές διανυκτερεύσεις με τον πατέρα, ή αποφάσεις που ήταν αντίθετες στις επιθυμίες των παιδιών, διανυκτερεύσεις των παιδιών στο νέο σπίτι του γονέα τους χωρίς κανένα μεταβατικό στάδιο, παρότι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας που αυτό είτε επιδεινώνει την κατάστασή τους, είτε είναι πρακτικά πολύ δύσκολο», περιγράφει και η Ιωάννα Στεντούμη.
Κεκαλυμμένος και μη, μισογυνισμός
Μετά την κατακραυγή που ξέσπασε εξαιτίας της τελευταίας επικίνδυνης δικαστικής απόφασης για την ασφάλεια του 10χρονου παιδιού, οι δικηγόροι του κατηγορούμενου για βιασμό πατέρα ανήρτησαν ανακοίνωσή τους στο facebook, στην οποία μιλούσαν για μια σωστή απόφαση, καθώς η κατηγορία βασίζεται μόνο σε γνωμάτευση μιας ψυχολόγου, που έχει βγάλει και άλλες αντίστοιχες για κακοποίηση παιδιών από πατεράδες, κάνοντας λόγο για βιομηχανία ψευδών κατηγοριών.
Πέραν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει η μαρτυρία του ίδιου του παιδιού, όπως και της παιδιάτρου του, της δασκάλας και των μητέρων των φίλων του που υποστηρίζουν την ίδια κατηγορία, γεγονός που αποκρύπτεται από τους δικηγόρους του πατέρα, η ανάρτηση αυτή είναι στο πνεύμα ενός γενικότερου κλίματος που κυριαρχεί σε ομάδες κοινωνικών δικτύων και που επαναλαμβάνουν τη γνωστή κατηγορία πως τα θύματα κακοποίησης ψεύδονται, το κάνουν για λόγους εκδίκησης κτλ, κτλ.
Η ανακοίνωση, για παράδειγμα, αναπαράχθηκε μετά επαίνων από την ομάδα «Όχι δεν είσαι μισογύνης», που, όπως εύκολα φαντάζεται κάποιος, πρόκειται ακριβώς για μια μισογύνικη σελίδα (στην ταυτότητά της αναφέρεται ως «καταφύγιο λογικής από την αφόρητη γκρίvια του φεμινισμού»), με διαφόρων ειδών φαλλοκρατικές και προσβλητικές αναρτήσεις προς τις γυναίκες.
Αντίστοιχα, την ίδια αβάσιστη κατηγορία περί φαινομένου σωρείας ψευδών καταγγελιών παράγει και η ΑΜΚΕ «Ενεργοί Μπαμπάδες». Αβάσιστη, καθώς όχι μόνο δεν έχει αποδειχτεί κάτι τέτοιο, αλλά όλες οι επιστημονικές έρευνες μιλούν ίσα-ίσα για υποκαταγραφή των περιστατικών παιδικής κακοποίησης (που προφανώς δεν προκαλείται μόνο από πατέρες).
«Πρώτον, μια αναφερόμενη ως ψευδής καταγγελία, μπορεί να συνίσταται σε αληθή κατηγορία που δεν αποδείχτηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, που ιδίως σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας γνωρίζουμε πως είναι σύνηθες, καθώς πρόκειται για μια δύσκολη διαδικασία. Πρόκειται για έμφυλα στερεότυπα και για το κλασικό victim-blaming, που μόνο στα εγκλήματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας συναντάμε. Δεν έχει εμφανιστεί κανένα σοβαρό στοιχείο που να υποδηλώνει πως υφίσταται φαινόμενο ψευδών καταγγελιών κακοποίησης σε βάρος πατεράδων. Δυστυχώς, μάλιστα, τα ποσοστά παιδικής κακοποίησης που δίνουν οι έρευνες είναι εξαιρετικά υψηλά και ο σκοτεινός αριθμός είναι ακόμα μεγαλύτερος. Ενώ το ποσοστό ψευδών καταγγελιών γι’ αυτά τα ζητήματα συνολικά είναι στο 2,5%, μικρότερο δηλαδή σε σχέση με τις ψευδείς καταγγελίες άλλων εγκλημάτων», σημειώνει η Ιωάννα Στεντούμη.
Πέραν αυτής της κατηγορίας, η εν λόγω ΑΜΚΕ προσπαθεί να κατασκευάσει μια ολόκληρη διαφορετική εικόνα της κοινωνίας από αυτή που βιώνουμε, μιλώντας για «βία που δεν έχει φύλο» και την ευρεία ενδοοικογενειακή βία που υφίστανται οι άντρες από τις συζύγους τους και την αμέλεια του κράτους γι’ αυτήν, όπως και για το σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης, παρότι αυτό έχει απορριφθεί διεθνώς ότι υφίσταται τόσο από τις ψυχιατρικές ενώσεις, όσο και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
«Η γονεϊκή αποξένωση είναι το επιχείρημα ενός λόμπι πατεράδων, που μέσω αυτού εκφράζουν έναν έντονο μισογύνικο λόγο, αρνούνται την έμφυλη ανισότητα που βιώνουν οι γυναίκες και εμφανίζουν τις μητέρες συλλήβδην σαν μέγαιρες, στρίγγλες και πικραμένες από τον χωρισμό, που προσπαθούν να απομακρύνουν τα παιδιά από τον πατέρα για εκδίκηση. Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις με γονείς, πατέρες και μητέρες, που προσπαθούν να απομακρύνουν το παιδί από τον άλλο γονέα εκδικητικά, ή για παράδειγμα από μητέρες με επιλόχεια κατάθλιψη ή ψυχικό νόσημα, μετανάστριες –έχω χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις– αλλά πέραν του ότι παραμένουν μειοψηφικά περιστατικά, δεν σχετίζονται κατά τη γνώμη μου με το φύλο, αλλά με την κοινωνική, οικονομική, ταξική, ψυχική ευαλωτότητα του γονέα που απομακρύνεται», εξηγεί η δικηγόρος.
Αναγκαία η αναδιαμόρφωση του οικογενειακού δικαίου
Το σημαντικότερο είναι πως η συνεπιμέλεια, από εκεί που ήταν μια πρακτική που εφαρμοζόταν ήδη από διαζευγμένα ζευγάρια συναινετικά, έχοντας ως μέλημα την καλύτερη μέριμνα των παιδιών, με τα χαρακτηριστικά που έλαβε από τον νόμο κατέληξε αντί να καταπολεμά τα στερεότυπα για τους γονεϊκούς ρόλους και να είναι παιδοκεντρική, να γίνει ένα μισογύνικο εργαλείο, που έχει οξύνει τις διαμάχες των διαζευγμένων, με πρώτα θύματα τα παιδιά, επιτρέποντας μέχρι και την κακοποίησή τους.
«Ήταν αναμενόμενα αυτά που συμβαίνουν τώρα, γιατί το υπουργείο έδωσε σε μια κοινωνία έμφυλης ανισότητας ένα εργαλείο εκβιασμού στο πιο ισχυρό κοινωνικά μέρος, δηλαδή των αντρών. Ο νόμος έχει φέρει έναν κοινωνικό αρμαγεδδώνα, οξύνοντας τελικά τις διαμάχες μεταξύ των χωρισμένων ζευγαριών, υποχρεώνοντας πλευρές που δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους να έχουν συνεπιμέλεια. Το αποτέλεσμα είναι να τραυματίζεται το παιδί, που θα έπρεπε να προστατεύεται, επιζητείται δικαστική απόφαση για να οριστεί το οτιδήποτε, ο παιδίατρος, οι εξωσχολικές δραστηριότητες, το σχολείο, τα πάντα. Γεγονός, βέβαια, που σημαίνει ότι ευνοείται ακόμα περισσότερο ο οικονομικά ισχυρότερος γονέας, που μπορεί να τρέχει κάθε λίγο και λιγάκι στα δικαστήρια», αποτιμά η Ιωάννα Στεντούμη.
Καταλήγει, δε, με το πώς θα έπρεπε να είναι διαμορφωμένο το οικογενειακό δίκαιο, προκειμένου να έχει ως κύριο μέλημα το παιδί: «Το οικογενειακό δίκαιο θα έπρεπε να είναι το δίκαιο της εξατομίκευσης και να εξετάζεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού κατά περίπτωση, να επιστρέψει το οικογενειακό δίκαιο σε μια παιδοκεντρική και όχι γονεοκεντρική κατεύθυνση. Η από κοινού ανατροφή χωρίς να εξετάζεται αν υπάρχει πραγματική φροντίδα και από τους δύο γονείς, αν υπάρχει παραμέληση, αδιαφορία ή κακοποίηση κτλ, πώς κρίνεται ότι είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού; Θα έπρεπε να υπάρχουν οικογενειακά δικαστήρια, με εξειδικευμένους/ες δικαστές και κοινωνικούς/ές λειτουργούς και ψυχολόγους που θα πλαισιώνουν και τα δικαστήρια και τις οικογένειες, ενώ και οι διαδικασίες για τις καταγγελίες κακοποίησης ή παραμέλησης θα έπρεπε να κινούνται πολύ πιο γρήγορα, προς όφελος όλων των μερών. Απαιτείται καινούργια νομοθέτηση, που παράλληλα θα λάμβανε υπόψιν και τις νέες μορφές οικογενειών που αγνοεί ο συγκεκριμένος νόμος, όπως τα ομόφυλα ζευγάρια».